Οι παλιότεροι την έλεγαν Μεγάλο Πεύκο. Από τότε που έγινε η νέα Εθνική Οδός Αθηνών – Κορίνθου κρύφτηκε κάτω από τον δρόμο. Ξεχάστηκε σχεδόν. Μέχρι που ήρθε η καταιγίδα της 15ης Νοεμβρίου. Στη Νέα Πέραμο παίχτηκε το πρωινό της περασμένης Τετάρτης ένα ανθρώπινο δράμα. Μια 83χρονη γυναίκα, η Θάλεια Τζιβλέρη, ο γιος της Κώστας και η 12χρονη εγγονή της κινδύνευσαν να πνιγούν όταν το φονικό τσουνάμι χτύπησε με όλη του τη δύναμη κατευθείαν πάνω στο σπίτι τους, ένα ισόγειο στην οδό Κρήτης. «Βλέπω στην κολόνα τρεις ανθρώπους αγκαλιασμένους να ζητούν βοήθεια. Δεν υπήρχε χρόνος για να σκεφτώ τι πρέπει να κάνω» λέει ο Μάνος Μαρνέζος που βρέθηκε εκεί τη σωστή, όπως αποδείχτηκε, στιγμή. Μπορεί στη Μάνδρα να έπεσαν τα φώτα της δημοσιότητας γιατί εκεί χάθηκαν 20 άνθρωποι. Ομως και η προσφυγική πόλη των 10.000 κατοίκων, που πήρε το όνομά της όταν εγκαταστάθηκαν εκεί όσοι ήρθαν μετά το 1922 από την Πέραμο της Κιζίκου της Μικρασίας, χτυπήθηκε θανάσιμα από την πλημμύρα και θρηνεί επίσης έναν νεκρό που βρέθηκε πνιγμένος μέσα στο σπίτι του.
Στο έλεος τεσσάρων ρεμάτων
Τρεις φορές έχει πλημμυρίσει η Νέα Πέραμος: Το 1977, το 1999 και τώρα. Καμία πλημμύρα δεν έφερε τέτοια μεγάλη καταστροφή. Τέτοιο κακό δεν θυμούνται ούτε οι πιο παλιοί. Σήμερα η πόλη προσπαθεί να βρει τους ρυθμούς της, να καθαριστεί, ενώ όλα τα μαγαζιά στην όμορφη παραλία της Νέας Περάμου λειτουργούν κανονικά.
Τέσσερα ρέματα έχει η Νέα Πέραμος. Ολα, λιγότερο ή περισσότερο, ευθύνονται για την καταστροφή σε συνδυασμό με την ποσότητα και τη διάρκεια της βροχόπτωσης που ήταν σπάνια, όπως ομολογούν όλοι.
Αρκετά μέτρα κάτω από το ρέμα Γιώργη και το Κακόρεμα ξεκινά η περιοχή Ακρογιάλι, που απέχει λίγα μέτρα από την παραλία. Η οδός Κρήτης είναι ένα στενό δρομάκι που μετατράπηκε σε εφιάλτη για μια οικογένεια τεσσάρων ατόμων. Η μητέρα είχε φύγει για τη δουλειά της νωρίς το πρωί. Το κακό βρήκε στο σπίτι τον πατέρα, το κοριτσάκι και τη γιαγιά και τους έπιασε κυριολεκτικά στον ύπνο.
«Το Βήμα» βρέθηκε στην οδό Κρήτης, μία εβδομάδα μετά την καταστροφή και συνάντησε τον 39χρονο Μάνο Μαρνέζο, που είναι ένας ήρωας για τους κατοίκους της περιοχής.
«Ξυπνήσαμε με έναν εκκωφαντικό θόρυβο εκείνο το πρωί, και επειδή είχαμε την τύχη ή την ατυχία να είμαστε τον Ιούλιο στην Κω και να ζήσουμε τον σεισμό, νομίσαμε ότι αυτό συμβαίνει. Δηλαδή η βοή ήταν σχεδόν ίδια. Αλλά ήταν ο ήχος από το νερό που ερχόταν σαν ποτάμι, ένας χείμαρρος που χτυπούσε ανάμεσα στα τοιχώματα των σπιτιών, στις αυλές. Πεταχτήκαμε από τα κρεβάτια. Ειδα τα νερά να μπαίνουν από τα παράθυρα στο δωμάτιο των παιδιών, που είναι ισόγειο, στο ύψος του δρόμου. Η πρώτη μας έννοια ήταν να εξασφαλίσουμε τα παιδιά. Τα αρπάξαμε με τη γυναίκα μου και τα ανεβάσαμε στον πάνω όροφο που μένει η πεθερά μου. Μετά κατεβήκαμε κάτω και προσπαθήσαμε να σώσουμε ό,τι μπορούσαμε από το ισόγειο. Βγάλαμε ό,τι προλάβαμε και περιμέναμε μέσα στο νερό. Μέσα σε 10 λεπτά είχαν πλημμυρίσει τα πάντα, ακαριαία. Βγήκε όλη η γειτονιά έξω και κοιτούσαμε ο ένας τον άλλον, κοιτούσαμε τον χαμό μπροστά μας».
«Τους έβλεπα να πνίγονται»
Μόλις πέρασε το πρώτο κύμα της σφοδρής βροχόπτωσης, ο Μάνος Μαρνέζος βγήκε έξω για να βεβαιωθεί ότι όλοι οι δικοί του είναι καλά. Ετσι αποφάσισε να πάει και στο σπίτι της θείας του, που είναι αρκετά πιο μακριά από το κέντρο της πόλης. Το σπίτι αυτό είναι ένα από εκείνα που καταστράφηκαν ολοσχερώς.
«Φτάνοντας εκεί, βλέπω απέναντι τρεις ανθρώπους αγκαλιασμένους στην κολόνα να φωνάζουν «βοήθεια, σώστε μας». Ηταν ήδη τέσσερις ώρες μέσα στο νερό, γυμνοί σχεδόν, με τις πιζάμες. Ο άντρας έκανε νόημα με το χέρι σαν να ήθελε κάτι να πει. Ημουν απέναντι, στο σπίτι της θείας μου, αλλά φαινόταν αδύνατον να περάσω τον δρόμο. Δεν υπήρχε δρόμος. Ενας χείμαρρος ήταν γεμάτος κάγκελα, μάντρες, μπάζα. Οπου πατούσες σίδερα. Τους έβλεπα να πνίγονται. Δεν σκέφτηκα τίποτα· εκείνη τη στιγμή δεν μπορείς να σκεφτείς, σου βγαίνει αυτό που νιώθεις. Εκανα σχεδόν 45 λεπτά για να φτάσω δίπλα τους, μια διαδρομή πέντε μέτρων. Σκαρφάλωσα πάνω σε κάγκελα και κρατώντας από όπου έβρισκα κατάφερα σιγά-σιγά να φτάσω στη γιαγιά. Την πήρα στην πλάτη μου. Με δυσκολία. Χτυπούσαν τα πόδια μου παντού, χτύπησε και η γιαγιά σε διάφορα σημεία. Μετά το πρώτο δεκάλεπτο αφέθηκε, έκατσε κάτω. Δεν είχε κουράγιο. Μου λέει «παιδάκι μου, άσε με να πεθάνω, σώσε τον γιο μου». Την ένιωθα στην πλάτη μου να σπαρταράει σαν το ψάρι έξω από το νερό. Ηταν στα πρόθυρα της υποθερμίας. Την πέρασα απέναντι και την άφησα στο σπίτι του θείου μου, την τύλιξαν σε κουβέρτες, της έδωσαν τις πρώτες βοήθειες. Μετά ηρέμησα και ξαναγύρισα για να βοηθήσω τον γιο της. Στο μεταξύ είχαν πάρει και το κοριτσάκι. Κάναμε αλυσίδα με τα χέρια μας και περάσαμε απέναντι».
«Μου φιλούσε τα πόδια»
Ο Μάνος Μαρνέζος ζει στη Νέα Πέραμο με τη γυναίκα του και τα δυο παιδιά τους πολλά χρόνια. Εζησε και την πλημμύρα τού ’99 στην περιοχή. «Τώρα ήταν άμεση η βοήθεια του δήμου» λέει. «Αυτό που είδα είναι ότι μέσα σε δύο ώρες δούλευαν οι γερανοί. Οταν μέσα σε δύο ώρες βλέπεις τα μηχανήματα να δουλεύουν, προφανώς αυτό που είπαν ότι ο μηχανισμός δεν υπήρχε, υπήρχε, αλλά ήταν τεράστια η ποσότητα του νερού, που δεν μπορείς να κάνεις πολλά πράγματα».
«Με το που έκοψε το πρώτο κύμα», λέει, «τα μηχανήματα κατάφεραν να τραβήξουν αμάξια, φερτά υλικά, ψυγεία, καταψύκτες, αυτοκίνητα, το ένα πάνω στο άλλο, κάδους σκουπιδιών. Ολα τα είχε φέρει το νερό κάτω. Εδώ στο λιμάνι τελείωναν όλα».
Λίγες μέρες μετά τη νεροποντή, η 83χρονη γυναίκα με τον γιο της αναζήτησε και βρήκε τον 39χρονο Μάνο που τους έσωσε τη ζωή. Ηθελε να τον ευχαριστήσει. «Επεσε κάτω και μου φιλούσε τα πόδια» λέει συγκινημένος.
«Επειτα από 17 χρόνια δουλειάς, πρέπει να ξεκινήσω πάλι από τη αρχή»
Ο 55χρονος Δημήτρης Ντάλης μένει στην καρδιά της πόλης. Στην Κωνσταντίνου Μόσχου. Μετά το Ακρογιάλι, εδώ έγινε η μεγαλύτερη καταστροφή. Εξω από το σπίτι του στάθηκαν 12 αυτοκίνητα, το ένα πάνω στο άλλο. Λίγα μέτρα πιο πάνω, στην 28η Οκτωβρίου, κάποτε υπήρχαν τέσσερα μαγαζιά, ανάμεσα στα οποία και το φαρμακείο του Χατζόπουλου. Τώρα υπάρχουν μόνο ντουβάρια.
Ο Δημήτρης Ντάλης κατάγεται από ένα χωριό της ορεινής Καρδίτσας αλλά έχει παντρευτεί και μένει χρόνια στη Νέα Πέραμο, από όπου είναι η σύζυγός του. Μία εβδομάδα μετά τον εφιάλτη μαζί με τους τρεις γιους του προσπαθεί να μαζέψει ό,τι απέμεινε από το βιος του. Η ζημιά τεράστια. Μελισσοκόμος ο ίδιος και ο μεγάλος του γιος, έχασαν όλο τον εξοπλισμό που είχαν στο υπόγειο για το μελίσσι τους και τέσσερα αυτοκίνητα, τα δύο από αυτά φορτηγάκια. «Με τι αμάξι θα πάμε τώρα στις λαϊκές να πουλήσουμε μέλι;» λέει. «Από το μέλι ζούμε».
Ο κ. Ντάλης έχει 300 μελίσσια. Την ημέρα της καταστροφής ετοιμαζόταν να πάει στην Κινέτα για να τα μεταφέρει από εκεί για τον χειμώνα. «Ο Θεός με κράτησε» λέει. «Αν τα είχα φέρει στη Νέα Πέραμο, τώρα θα είχαν χαθεί τα πάντα. Θα είχαν φτάσει με την πλημμύρα, όχι στη Σαλαμίνα, που είναι απέναντι, αλλά στην Κρήτη».
«Οταν είδα το νερό το πρωί της Τετάρτης να μπαίνει από το παράθυρο στο υπόγειο, μέσα στην απελπισία μου, έκανα να κατέβω αλλά δεν θα προλάβαινα να βγω ζωντανός».
«Οταν είδα το νερό το πρωί της Τετάρτης να μπαίνει από το παράθυρο στο υπόγειο, μέσα στην απελπισία μου, έκανα να κατέβω αλλά δεν θα προλάβαινα να βγω ζωντανός».
Τα μελίσσια του σώθηκαν αλλά το νερό κατέστρεψε όλο τον πανάκριβο εξοπλισμό που απαιτεί η μελισσοκομία. Βαρέλια, τροχούς για τις κυψέλες, μηχανήματα επεξεργασίας μελιού, γυροπαγίδες, βέργες βασιλικού πολτού, βελονάκια και ένα σωρό άλλα. «Ολα στράβωσαν από τις πέτρες που έφερε ο χείμαρρος. Οσα ήταν από ξύλο διαβρώθηκαν. Το υπόγειο καταστράφηκε ολοσχερώς. Δυο μέτρα έφτασε το νερό και η λάσπη στάθηκε στους 80 πόντους. Παλεύουμε μια εβδομάδα να ξεφρακάρουμε και βγάλαμε ήδη δυο φορτηγά λάσπη. Οσοι την είδαν έκαναν τον σταυρό τους».
Το παράθυρο από όπου πέρασε το νερό, λέει, ήταν με μαδέρι ενισχυμένο και με διπλό τζάμι, αλλά δεν μπόρεσε να κρατήσει το νερό. «Ητανε τέτοια η ορμή του που έφερε εδώ αυτοκίνητα μέχρι και από την εθνική οδό. Αν συνέχιζε άλλα 10 – 15 λεπτά η βροχή, όχι 21 θύματα, 1.021 θα είχαμε. Μέχρι να συνειδητοποιήσουμε τι έγινε κατέβηκε το δεύτερο κύμα. Ευτυχώς που ξεκίνησε η βροχή νωρίς το πρωί. Εάν ξεκινούσε γύρω στις 8 θα είχαμε τραγωδία γιατί θα έβρισκε στον δρόμο παιδιά που πηγαίνουν σχολείο. Ολοι όσοι πνίγηκαν ήταν έξω στον δρόμο. Είχε δύο σκέλη η καταστροφή» λέει ο κ. Ντάλης. «Το ένα χτύπησε το παλιό εργοστάσιο της Σόφτεξ και το άλλο εδώ στον δρόμο τον δικό μας. Από όπου πέρασε το κύμα του νερού, τα ισοπέδωσε όλα. Εδώ, επειδή το άνοιγμα του δρόμου είναι πιο στενό, είχε πιο μεγάλη δύναμη ο χείμαρρος. Ετσι, το ένα αυτοκίνητο έπεφτε πάνω στο άλλο. Η ορμή του νερού ήταν τέτοια που δεν υπάρχει ούτε σε κινηματογραφική ταινία. Αυτές τις φωτογραφίες που πήραμε με τα κινητά μας θα τις έχω μια ζωή. Τις βλέπεις και σου κόβονται τα πόδια. Ούτε οι παλιότεροι που έχουν ζήσει συμφορές δεν έχουν δει τέτοια νεροποντή».
Εκτός από το υπόγειο του σπιτιού του και τα 4 αυτοκίνητα που έχασε, μεγάλη ζημιά έπαθε και το σπίτι που μένει ο γιος του, λίγα μέτρα πιο πάνω. «Το νερό έσπασε την απέναντι μάντρα, το τσουνάμι πέρασε από απέναντι στο σπίτι του παιδιού και λύγισε την αλουμινένια πόρτα του δωματίου. Μέσα κοιμόταν το μωρό τους, το εγγόνι μου. Καταστράφηκαν όλα. Τέτοια συμφορά. Τώρα συνειδητοποιούμε τι έγινε. Χωρίς αυτοκίνητα, έχουμε βραχυκυκλώσει. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε. Μετά από 17 χρόνια δουλειάς, πρέπει να ξεκινήσω πάλι από την αρχή. Αυτά που έχασα δεν αγοράζονται εύκολα. Τα μάζευα χρόνο με τον χρόνο…».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ