Ο πόλεμος τον βρήκε άγουρο ακόμη νέο, δεν είχε προλάβει καν να ζυμωθεί με της ζωής τα βάσανα.
Μέχρι τότε αντιμετώπιζε τις δουλειές σαν σχόλη και τον κόπο σαν άσκηση.
Το σχολείο το μισοτέλειωσε, δεν είχε την ευκαιρία για περισσότερα γράμματα, παρότι τα ‘παιρνε, όπως λέγαν τότε. Προείχαν οι υποχρεώσεις του σπιτικού, της οικογένειας οι ανάγκες, ο πατέρας είχε χαθεί νωρίς, δεν είχαν βοήθεια η χήρα μάνα και τα πέντε ορφανά. Στα χωράφια και στα ζωντανά από τα χαράματα.
Ωστόσο, με την καθημερινή τριβή και τη συναναστροφή με τους μεγαλύτερους είχε αποκτήσει κάποιες παραστάσεις, τις βασικές, αυτές που μάθαιναν οι άνθρωποι της υπαίθρου.
Ηταν καλός, αγαθός, αλλά συνάμα ήξερε πώς είναι να ζεις λεύτερα και να κανονίζεις τη ζωή σου, σύμφωνα με τον κόπο και το νοικοκυριό σου.
Κύλησε ο μεσοπόλεμος, αλλά μετά ήρθαν δίσεκτοι χρόνοι. Πρώτα η Κατοχή και μετέπειτα τα αιματηρά γεγονότα της πολιτικής σύγκρουσης και του εμφυλίου. Προτού καν καταλάβει τις γραμμές της σύγκρουσης, βρέθηκε στον στρατό, πρώτα στο Χαϊδάρι για εκπαίδευση και από εκεί στο Βίτσι και στον Γράμμο, στο κέντρο της εμφύλιας διαμάχης.
Τρία χρόνια παρέα με τον θάνατο ανάμεσα στις οξιές και τις φτέρες, σε μάχες, σε επικίνδυνες σκοπιές και σκληρά παρατηρητήρια στην Αμμούδα, μια κορφούλα έξω από το Νεστόριο, από όπου κατόπτευε την κοιλάδα του Αλιάκμονα.
Και εκεί που έδειχνε να τελειώνει ο πόλεμος, πιάστηκε αιχμάλωτος στη μάχη της Φλώρινας.
Καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά τη γλίτωσε επειδή ο Ζαχαριάδης έψαχνε γερά μπράτσα να σκάψουν ορύγματα στις
Πρέσπες προκειμένου να ασφαλίσει την οπισθοχώρηση των ανταρτών.
Κάπως έτσι βρέθηκε μαζί με τους αντάρτες στην Αλβανία. Προορίζονταν για τις φυλακές του Ελβασάν – όσοι μετήχθησαν εκεί πέθαναν από τύφο και φυματίωση – αλλά για καλή του τύχη έπεσε σε τάγμα Πελοποννησίων, οι οποίοι προσέγγισαν τον Μπελογιάννη, τότε πολιτικό επίτροπο του Δημοκρατικού Στρατού, ο οποίος προσφέρθηκε να τους μεταφέρει στις ευρωπαϊκές λαϊκές Δημοκρατίες.
Στη συνέχεια από το Δυρράχιο, περιπλέοντας, στα αμπάρια ενός πλοίου, τη Μεσόγειο, τις ευρωπαϊκές ακτές του Ατλαντικού και τη Βαλτική θάλασσα, βρέθηκε στο Γκντανσκ της Πολωνίας και από εκεί στην ύπαιθρο της Τσεχοσλοβακίας, κάπου κοντά στο Μπρνο, να σπάει πέτρες σε λατομείο.
Είχε μισθό, φαγητό, στέγη, κοινωνική ζωή, με τα τότε μεταπολεμικά κεντροευρωπαϊκά μέτρα. Παρότι ήταν απείρως καλύτερα από την αντίστοιχη ζωή της ελληνικής υπαίθρου, ένιωθε εκεί ελεύθερος-φυλακισμένος.
Θέλησε να αποδράσει, ήλθε σε επαφή με την ελληνική πρεσβεία, έβγαλε μαζί με άλλους πλαστά διαβατήρια και επιχείρησε να περάσει στη Γερμανία. Συνελήφθη, καταδικάστηκε σε 5 χρόνια φυλακή και εξέτισε την ποινή του σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας, στις περιβόητες φυλακές του Γιάχιμοφ της Σλοβακίας.
Κάποια στιγμή αποφυλακίστηκε και συνέχισε να ζει εκεί μέχρι τελικώς να επιστρέψει, λίγο πριν από το 1960, στην πατρίδα, η οποία τον αναζητούσε μέσω του Ερυθρού Σταυρού.
Γύρισε πίσω και ήταν πάντα μέχρι το τέλος της ζωής του χαμογελαστός, μειλίχιος, χωρίς πικρίες και πάθη για όσα πέρασε.
Οταν τον ρωτούσαν γιατί δεν έμεινε αφού περιέγραφε τη ζωή ανθρωπινότερη, απαντούσε ολιγόλογα ότι «δεν έχει νόημα η ζωή χωρίς ελευθερία και δυνατότητα δημιουργίας». Τόσο απλά, τόσο καθαρά…
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ