Κακά τα ψέματα. Ο προϋπολογισμός του 2018 που συζητείται ήδη στις επιτροπές της Βουλής και θα ψηφιστεί πριν από τις γιορτές των Χριστουγέννων έχει ένα και μόνο χαρακτηριστικό: τοποθετεί τον πήχη για το πρωτογενές πλεόνασμα στο 3,8% του ΑΕΠ, πάνω και από τα 6,3 δισ. ευρώ που ορίζει το τρίτο μνημόνιο, και όλα τα άλλα μέτρα υπηρετούν αυτόν τον στόχο.
Τα φορολογικά έσοδα αυξάνονται με παλιούς και νέους φόρους, οι κοινωνικές δαπάνες μειώνονται με νέες περικοπές σε επιδόματα και συντάξεις, και το κυνήγι της Εφορίας και των Ταμείων μήπως και εισπράξουν χρέη του παρελθόντος θα συνεχιστεί με αμείωτη ένταση και του χρόνου.
Με απλά λόγια, μπορούμε να πούμε ότι «μας βάζει τα δύο πόδια σ’ ένα παπούτσι».
Διαβάζοντας γραμμές και αριθμούς, με ασφάλεια μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι ο προϋπολογισμός δεν έχει καμία άλλη διάσταση πέραν της εισπρακτικής, αφού ούτε την ανάπτυξη ούτε καν την αναδιανομή πλούτου δεν μπορεί να υπηρετήσει παρά μόνο εκ των υστέρων. Το κοινωνικό μέρισμα θα ξαναδοθεί στους φτωχούς αν και εφόσον ξεπεράσουμε τον στόχο για τα πλεονάσματα.
Αυτό που δεν έχει γίνει όμως αντιληπτό και καθιστά την εικόνα ζοφερή είναι ότι ο προϋπολογισμός του 2018 είναι το «κοστούμι» που θα μας συνοδεύει ως και το 2022, γιατί ως τότε κάθε χρόνο η Ελλάδα θα πρέπει να κυνηγάει με όλα τα μέσα τον στόχο για πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ.
Πίσω από αυτόν τον αριθμό κρύβονται και άλλα δάκρυα, για όσο διάστημα η οικονομία κινείται με αναιμικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Εχει δίκιο ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας όταν λέει ότι «για άλλη μία φορά η κυβέρνηση πανηγυρίζει τη στιγμή που η ελληνική κοινωνία υποφέρει. Πήραν πολλά και επιστρέφουν λίγα».
Κανένας δεν δικαιούται να επιχαίρει και να μιλάει για το τέλος του Μνημονίου και την επιτυχία ότι ξεπεράσαμε ξανά τους στόχους.
Ολα αυτά θα έχουν σημασία μόνο αν η οικονομία επιστρέψει στην ανάπτυξη, μειωθεί η ανεργία και δημιουργηθούν συνθήκες για μείωση των δυσβάστακτων φορολογικών βαρών που έδωσαν εφέτος και θα δώσουν και του χρόνου τα πρωτογενή πλεονάσματα.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ