Η κυρία Χ., μουσουλμάνα μειονοτική από τη Θράκη, κληρονόμησε με διαθήκη το σύνολο της περιουσίας του συζύγου της. Οι δύο αδερφές του εκλιπόντος αμφισβήτησαν τη διαθήκη, υποστηρίζοντας ότι οι κληρονομικές υποθέσεις των μελών της μειονότητας διέπονται από τους κανόνες της σαρίας και υπάγονται στην αρμοδιότητα του μουφτή, και όχι στις διατάξεις του ελληνικού Αστικού Κώδικα. Παρά το ότι οι ισχυρισμοί τoυς απορρίφθηκαν σε πρώτο και σε δεύτερο βαθμό, ο Αρειος Πάγος αναίρεσε την απόφαση του Εφετείου, θεωρώντας ότι τα κληρονομικά ζητήματα της μουσουλμανικής μειονότητας θα πρέπει να ρυθμίζονται αποκλειστικά από τον μουφτή, με βάση τους κανόνες του ισλαμικού νόμου. Ετσι, η υπόθεση βρέθηκε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου το οποίο θα αποφασίσει σύντομα αν όντως η Ελλάδα παραβίασε την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.
Θα διερωτηθεί ο ανυποψίαστος αναγνώστης; Γιατί εν έτει 2017 αφήσαμε στην Ελλάδα να εφαρμόζεται αυτός ο κραυγαλέος αναχρονισμός; Πώς μια χώρα που το 2017 ακόμη δεν έχει φτιάξει τζαμί στην πρωτεύουσά της για εκατοντάδες χιλιάδες μουσουλμάνους που ζουν σε αυτή, εφαρμόζει τον νόμο του Ισλάμ σε μερικούς δεκάδες χιλιάδες μουσουλμάνους πολίτες της;
Η απάντηση βρίσκεται στο ότι, από την αρχή, η μειονότητα της Θράκης θεωρήθηκε ότι είναι μη ενσωματώσιμη: μια ομάδα εκτός. Η μειονότητα υπέστη έτσι την ολική περιχαράκωση που φτάνει στο σκανδαλώδες και θλιβερό «προνόμιο» να μην υπόκειται, για σειρά υποθέσεων, στο Αστικό μας Δίκαιο. Ως συνέπεια του «προνομίου» αυτού υπήρξε ο διορισμός από την ελληνική διοίκηση ενός μουφτή-ιεροδίκη αντί του φυσικού και νόμιμου έλληνα δικαστή, που είναι τα πολιτικά δικαστήρια επί υποθέσεων οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου. Στα κράτη δικαίου όμως οι δικαστές διορίζονται από τη διοίκηση, ενώ οι αρχηγοί των θρησκευτικών κοινοτήτων αποφασίζονται από τις ίδιες.
Τι σημαίνει ωστόσο, στην πράξη, η εφαρμογή του ισλαμικού νόμου; Εν ολίγοις, ότι τα διαζύγια, η διατροφή, η επιμέλεια τέκνων και οι διαθήκες των μελών της μειονότητας αποφασίζονται με αποκλειστική δικαιοδοσία του μουφτή, και όχι του έλληνα δικαστή. Το αποτέλεσμα είναι καθολικές διακρίσεις σε βάρος των γυναικών ως προς την κληρονομική μερίδα και τους όρους του διαζυγίου και αδιαφορία ως προς το συμφέρον των τέκνων κατά τις υποθέσεις επιμέλειας. Τέλος, ας μη μιλήσουμε για δικονομικές εγγυήσεις δίκαιης δίκης…
Αρνούμαστε λοιπόν στους συμπολίτες μας να έχουν τον Αστικό μας Κώδικα και τους καταδικάζουμε στο να βρίσκονται μονίμως υπό άλλο νομικό καθεστώς. Αυτό δεν λέγεται ισότητα. Ούτε μειονοτική προστασία. Καθεστώς διακρίσεων ονομάζεται. Και όμως, συνεχίζεται αδιάλειπτα για να μη διαταραχθούν οι χρόνιες «λεπτές» και «ευαίσθητες» ισορροπίες στη Θράκη. Φαίνεται, όμως, ότι όσο πιο «ευαίσθητες» είναι αυτές οι ισορροπίες τόσο πιο αναίσθητες είναι οι πολιτικές που ακολουθούνται για να τις υπηρετούν.
Το καθεστώς αυτό έθεσε σε αμφισβήτηση, όπως ορθά επισήμανε ο δικηγόρος Ξάνθης, Κώστας Γούναρης, μια ευρεία γκάμα, που εκτείνεται «από τη φιλελεύθερη Δεξιά ως την κάθε απόχρωσης Αριστερά». Ως συνέπεια, η εξαγγελία περιορισμού των δικαστικών αρμοδιοτήτων του μουφτή, που εξήγγειλε πριν από λίγες ημέρες ο έλληνας πρωθυπουργός, είναι σημαντικό βήμα προς τα μπρος, το οποίο ο κόσμος των δικαιωμάτων επικροτεί, έστω και εν όψει της επιφαινόμενης καταδίκης της χώρας στο Στρασβούργο.
Χρειάζεται όμως προσοχή: το ζητούμενο δεν είναι η υποχρεωτική εφαρμογή του Ιερού Νόμου του Ισλάμ να δώσει απλώς και οριστικά τη θέση της στην προαιρετική εφαρμογή του. Οταν, το 1983, αλλάξαμε τον Αστικό μας Κώδικα δεν κάναμε την προίκα προαιρετική. Την καταργήσαμε. Το 2000 δεν διερωτηθήκαμε απλώς για την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες ούτε την κάναμε προαιρετική· την καταργήσαμε. Και αυτό, διότι γνωρίζουμε πως η «προαιρετικότητα», σε συνθήκες πολλαπλών καταναγκασμών, δεν οδηγεί στη χειραφέτηση αλλά στη διαιώνιση των ανισοτήτων και της αδικίας.
Η προαιρετική λοιπόν εφαρμογή του ισλαμικού νόμου –να διαλέγει δηλαδή κάθε άνθρωπος ποιο δίκαιο θέλει να εφαρμοστεί στην περίπτωσή του –είναι απλώς το πρώτο βήμα. Η μεταρρύθμιση θα μείνει αλυσιτελής αν δεν συνοδευτεί, σε δεύτερο άμεσο χρόνο, από την κατάργησή του. Στη φάση αυτή πάντως πρέπει η νέα ρύθμιση που θα υλοποιεί την πρωθυπουργική εξαγγελία να διασφαλίζει ότι ο κανόνας πρόκειται να είναι η δικαιοδοσία των ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων, με την εφαρμογή του Αστικού Κώδικα, και η εξαίρεση θα είναι ο ιερός νόμος του Ισλάμ μόνο σε περίπτωση ρητής βούλησης όλων των ενδιαφερόμενων μερών.
Μπορεί κανείς εύλογα να διερωτηθεί: Για ποιον λόγο να μην καταργήσουμε άμεσα τον νόμο του Ισλάμ; Ο κίνδυνος που ελλοχεύει από την ολοκληρωτική και άμεση κατάργηση της σαρίας είναι ότι η νέα πρακτική μπορεί δυνητικά να εντείνει την εσωστρέφεια στην ομάδα και να εμφανιστεί ως ένας «αυταρχικός εκσυγχρονισμός» που θα τροφοδοτήσει νέο κύκλο αναχρονιστικών αντιδράσεων. Γι’ αυτό, η μεταρρύθμιση χρειάζεται τον βηματισμό της· σίγουρα όμως θέλει και την κατάληξή της. Και αυτή δεν είναι άλλη από τη σταδιακή κατάργηση της σαρίας.
Εν κατακλείδι, η κατάργηση της υποχρεωτικής εφαρμογής της σαρίας στη Θράκη είναι βήμα πραγματικής μεταπολίτευσης. Σε αυτή την αλλαγή θα αντιταχθούν –εκ μέρους της μειονότητας και της πλειονότητας –όλοι όσοι έχουν πολιτικά επενδύσει στη μειονοτική περιχαράκωση. Απέναντί τους θα βρουν αυτούς που βρίσκουν τόσον καιρό: εκείνους που αγωνίζονται για συμμετοχή, ενσωμάτωση και ισονομία.
ΥΓ.: Στην πορεία για την εξάλειψη του θλιβερού προνομίου της σαρίας στην Ελλάδα μείζονα ρόλο διαδραμάτισε η κοινωνία των πολιτών. Ειδική αναφορά θα κάνω, ωστόσο, στην Ελληνική Ενωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, η οποία από την αρχή πρωτοστάτησε στον αγώνα αυτόν, θέτοντας ουσιαστικά την ατζέντα. Ο πρώην πρόεδρος και ο πρώην γενικός γραμματέας της Ενωσης, καθηγητές Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης και Γιάννης Κτιστάκις, εκπροσωπούν την κυρία Χ., με την οποία ξεκίνησα το άρθρο, στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ενώ η ίδια η Ενωση παρεμβαίνει στη δίκη. Ετσι, για μία ακόμη φορά αποδεικνύεται ότι η επιστημονική τεκμηρίωση σε συνδυασμό με κοινωνική ευαισθησία και την πολιτική επιμονή φέρνει αποτελέσματα ακόμη και στα δυσκολότερα επίδικα.
Ο κ. Δημήτρης Χριστόπουλος είναι πρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων
του Ανθρώπου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ