Η κίνηση της Φώφης Γεννηματά να ανοίξει το κλειστό, αν και πλουραλιστικό, σχήμα της Δημοκρατικής Συμπαράταξης μέσω της εκλογής της ηγεσίας από τη βάση, αναθέτοντας ταυτοχρόνως στον Νίκο Αλιβιζάτο τη διαχείριση και εγγύηση του αδιάβλητου της εκλογικής διαδικασίας υπήρξε μια πράξη πολιτικού θάρρους. Ο εγγυητικός (και όχι μόνον) ρόλος του γνωστού συνταγματολόγου υπήρξε καίριος, διότι προσέδωσε αξιοπιστία στο όλο διάβημα και μείωσε δραστικά τη βαριά δυσπιστία που διαπερνάει μέχρι το μεδούλι τις διάσπαρτες συνιστώσες και τα στελέχη της ηττημένης παράταξης. Ετσι, ο χώρος της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, λιμνάζων αλλά κυρίαρχος στο εσωτερικό της Κεντροαριστεράς, διευρύνθηκε με τον πιο θεσμικό των τρόπων. Οχι μέσω του παραδοσιακού –και απολύτως νόμιμου –τρόπου της ατομικής προσχώρησης αλλά μέσω μιας θεσμικά συμφωνημένης και θεσμικά πλαισιωμένης ανοικτής εκλογικής διαδικασίας.
Σε αυτού του τύπου τις διαδικασίες, οι μηχανισμοί και τα δίκτυα είναι κεντρικής σημασίας. Θα ήταν λάθος όμως να αποδοθεί σε αυτά η άνετη επικράτηση της προέδρου του ΠαΣοΚ. Οι κομματικές primaries σχεδόν συστηματικά επιφυλάσσουν εκπλήξεις. Και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Στις εκλογές της εγχώριας Κεντροαριστεράς η έκπληξη δεν έγινε. Κυρίως γιατί ουδείς εκ των υπολοίπων υποψηφίων δεν ξεχώρισε «επαρκώς». Καμία υποψηφιότητα, ούτε σε επίπεδο προσωπικής performance ούτε σε επίπεδο σχεδίου για την κοινωνία, δεν κατάφερε να δημιουργήσει ένα κύμα συσπείρωσης, να εμπνεύσει ένα όραμα και να διαμορφώσει μια ισχυρή δυναμική. Χωρίς την ορμή μιας τέτοιας υποψηφιότητας, η οποία, μόνον αυτή, θα μπορούσε να ανατρέψει –και σαν τρένο να προσπεράσει –τη σταθερότητα και τον συντηρητισμό των εγκαθιδρυμένων μηχανισμών και δικτύων, η κυριαρχία των τελευταίων ήταν φυσιολογική. Η νίκη της Φώφης και το πολύ αξιόλογο αποτέλεσμα του συστηματικά καλού (αλλά όχι εξαιρετικού) Νίκου Ανδρουλάκη αποτυπώνουν αυτή την κυριαρχία. Η δε γεωγραφική δομή, καθώς και τα ηλικιακά χαρακτηριστικά της ψήφου επιβεβαιώνουν τα ανωτέρω.
Συνεπώς, η μεγάλη συμμετοχή δεν ήταν προϊόν κάποιας λαϊκής κινητοποίησης, αλλά της ισχυρής ενεργοποίησης υπαρχόντων, κυρίως πασοκικών, δικτύων. Το «είμαστε ακόμη εδώ», λιγότεροι από ό,τι παλιά, κουρασμένοι, χωρίς φρεσκάδα, χωρίς πολλά καινούργια πρόσωπα ανάμεσά μας, αλλά «πάντα εδώ!», ήταν το μήνυμα της κάλπης. Οι εκτός των τειχών κατά βάση δεν προσήλθαν, όπως έδειξαν τα ποσοστά των Θεοδωράκη και Καμίνη. Μάλλον γιατί δεν επιθυμούσαν να ταυτιστούν με το φθαρμένο μαγαζί της Χαριλάου Τρικούπη, ιδιαίτερα καθώς οι οιονεί δικοί τους ηγέτες δεν φάνηκαν να εκπροσωπούν μια μεγάλη συλλογική προσδοκία, ούτε είχαν αέρα νίκης.
Τα πιο πάνω δεν είναι ανατρεπτικά. Δεν είναι και ασήμαντα. Ο νέος φορέας σταθεροποιείται σαν ο μόνος σοβαρός πολιτικός χώρος μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ. Η ιδέα διαμόρφωσης ενός αμιγώς κεντρώου σχήματος, η οποία είχε ήδη ηττηθεί (κατά τη γνώμη μου οριστικά) από τις εκλογές του Σεπτέμβρη 2015 –όταν το ΠαΣοΚ απέκτησε κρίσιμο προβάδισμα απέναντι στο Ποτάμι –δεν έχει πλέον καμία σοβαρή προοπτική υλοποίησης. Η επιτυχία των κεντροαριστερών primaries κλείνει οριστικά, για όσους κατανοούν τη δυναμική των πολιτικών συσχετισμών, τον κύκλο αναζήτησης μιας λύσης στο Κέντρο.
Το νέο κόμμα έχει όρια. Σε μια εποχή που ο ρόλος των κομματικών ταυτίσεων έχει αποδυναμωθεί και ο ρόλος των ηγετών ενισχυθεί, η ηγεσία Γεννηματά δεν είναι σε θέση να αμφισβητήσει την πρωτοκαθεδρία του Αλέξη Τσίπρα στο εσωτερικό της ευρείας Αριστεράς και Κεντροαριστεράς. Πρόκειται για μειονέκτημα μείζονος στρατηγικής σημασίας. Επιπλέον, η εξάρτηση του νέου κόμματος από παλαιές δομές, ιδιαίτερα από εξασθενημένα αυτοδιοικητικά δίκτυα της επαρχίας, από στελέχη ενός φθίνοντος συνδικαλισμού και από μια εκλογική βάση που είναι σε μεγάλο βαθμό –και ηλικιακά –συνδεδεμένη με ό,τι χειρότερο έφερε σε αυτή τη χώρα το ΠαΣοΚ, θα εμποδίσουν την προγραμματική ανανέωση του χώρου. Η Γεννηματά έχει συμφέρον να αξιοποιήσει στο έπακρο τη συνεισφορά ανθρώπων όπως ο Καμίνης, ο Θεοδωράκης και ο Ραγκούσης –αν επιθυμεί να εισαγάγει προγραμματική καινοτομία στον νέο σχηματισμό. Και να διευρύνει έτι περαιτέρω το νέο κόμμα. Σε κάθε περίπτωση, η όποια προσδοκία εκλογικής ενίσχυσης δεν δείχνει να μπορεί να μετατραπεί σε αναγέννηση της άλλοτε κραταιάς Κεντροαριστεράς. Παρά τους μικρομεγαλισμούς της εκλογικής εκστρατείας (θα είμαστε το δεύτερο κόμμα στις επόμενες εκλογές), ούτε η νέα ηγεσία ούτε το σύνολο των δυνάμεων που κινητοποιήθηκαν μπορούν να λειτουργήσουν σαν οι «μεγάλοι μετασχηματιστές» στο εσωτερικό της ευρείας Αριστεράς.
Βέβαια, δεν υπάρχουν μελέτες που να μας επιτρέπουν επιστημονικά να πιθανολογήσουμε αν ο χώρος του παλαιού ΠαΣοΚ θα ανακάμψει ριζικά ή όχι. Συνήθως δεν ανακάμπτουν σημαντικά τα κόμματα που α) χάνουν την κεντρική ή πολύ ισχυρή θέση τους στο κομματικό σύστημα, β) υφίστανται πλήγμα στον πυρήνα του πυρήνα της ιστορικής εκλογικής τους βάσης και γ) συνδέεται η πτώση τους με την πτώση ενός καθεστώτος ή την κατάρρευση των κυρίαρχων ιδεών μιας εποχής. Είτε εξαφανίζονται είτε επιβιώνουν σε ένα επίπεδο επιρροής πολύ κατώτερο του παλαιού. Αλλά αυτό προκύπτει από παραδείγματα κομμάτων που προέρχονται από άλλες κομματικές οικογένειες, όχι από τη σοσιαλδημοκρατική. Μόνο ένα σοσιαλιστικό κόμμα εξαφανίστηκε από τον χάρτη, το ιταλικό την περίοδο Κράξι. Μια περίπτωση δεν επιτρέπει την εξαγωγή συμπερασμάτων γενικής ισχύος. Ωστόσο, το ότι σήμερα, εκτός της κατάρρευσης του ΠαΣοΚ, κινδυνεύουν ιστορικά κόμματα, όπως το Εργατικό στην Ολλανδία και το Σοσιαλιστικό στη Γαλλία, αποτελεί ισχυρή ένδειξη ότι μια σημαντική, ριζική ανάκαμψη του παλαιού πασοκικού χώρου θα είναι δύσκολη.
Οι παλαιές επιλογές του ΠαΣοΚ έφεραν τον κεντροαριστερό χώρο κοντά στο σημείο της πλήρους καταστροφής. Οι πρόσφατες «εσωτερικές» εκλογές αποτελούν ένα μικρό στέρεο βήμα στην κατεύθυνση της σταθεροποίησης και ανάπτυξής του. Η ανάκαμψή του θα είναι εξαιρετικά δύσκολη και θα γίνει ακόμη πιο δύσκολη αν ο νέος κεντροαριστερός σχηματισμός, παρασυρμένος από το αντι-ΣΥΡΙΖΑ σύνδρομο των μελών και στελεχών του, λησμονήσει ότι η διαίρεση Αριστεράς – Δεξιάς παραμένει κεντρική στις δυτικές κοινωνίες και στην Ελλάδα. Το πιο σημαντικό όμως βρίσκεται αλλού. Το αν η σημερινή Κεντροαριστερά παραμείνει μια μικρή δύναμη ή ξαναβρεί έναν κεντρικό ρόλο δεν εξαρτάται πλέον από αυτήν. Εξαρτάται από την ικανότητα ή όχι του ΣΥΡΙΖΑ να επιβιώσει ως ισχυρή δύναμη στις συνθήκες εποπτείας και μνημονίων. Και προς το παρόν, ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται ανθεκτικός. Υπάρχει μια στιγμή στην ιστορία των κομμάτων και των κομματικών συστημάτων όπου ο έλεγχος περνάει σε άλλους. Σε νέα, πιο ισχυρά χέρια. Αυτή τη δύσκολη στιγμή, που μπορεί να διαρκέσει πολύ, καλείται να διαχειριστεί ο νέος φορέας.
Ο κ. Γεράσιμος Μοσχονάς είναι αναπληρωτής καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ