Ημερολόγιο ενός επαρχιακού εφημερίου
Μετάφραση Ιφιγένεια Μποτουροπούλου
Προλεγόμενα Gilles Philippe
Σημειώσεις Philippe le Touze. Χρονολόγιο Gilles Bernanos
Επίμετρο Σταύρος Ζουμπουλάκης
Εκδόσεις Πόλις, 2017
σελ. 500, τιμή 17,70 ευρώ
Το Ημερολόγιο ενός επαρχιακού εφημερίου είναι το δημοφιλέστερο και κατά κοινή παραδοχή το κορυφαίο μυθιστόρημα του Ζορζ Μπερνανός (1888-1948). Σε αυτό βασίστηκε επίσης η ταινία με τον ίδιο τίτλο του Ρομπέρ Μπρεσόν του 1951 που τον έκανε διάσημο. Το μυθιστόρημα εκδόθηκε για πρώτη φορά το 2008 από τις εκδόσεις Γρηγόρη σε μετάφραση Ελένης Σεμερτζίδου. Η παρούσα έκδοση είναι ένα «νέο» βιβλίο. Οχι μόνον επειδή μεταφράστηκε ξανά (εξαιρετικά) αλλά και γιατί τις διακόσιες περίπου από τις πεντακόσιες σελίδες του βιβλίου τις καλύπτουν τα προλεγόμενα, οι σημειώσεις, το χρονολόγιο και το επίμετρο (ένα πολύ ενδιαφέρον δοκίμιο του Σταύρου Ζουμπουλάκη). Το ενδιαφέρον του βιβλίου, επομένως, είναι διπλό: και για αυτό το καθαυτό σημαντικό έργο αλλά και επειδή προσφέρει στον αναγνώστη το πορτρέτο ενός συγγραφέα που υπήρξε διάσημος στην εποχή του, ξεχάστηκε μετά τον θάνατό του για μερικά χρόνια και επανέρχεται καταλαμβάνοντας οριστικά τη θέση που του ανήκει ανάμεσα στους κορυφαίους γάλλους συγγραφείς του 20ού αιώνα.
Την υποδοχή του έργου του Μπερνανός στην Ελλάδα θα τη χαρακτηρίζαμε μέτρια. Εκτός από το Ημερολόγιο ενός επαρχιακού εφημερίου μόνο ένα ακόμη βιβλίο του κυκλοφορεί: η Χαρά, από τις Εκδόσεις των Φίλων. Ενα άλλο σημαντικό μυθιστόρημά του, το Κάτω από τον ήλιο του Σατανά, που εκδόθηκε από τις Ροές, έχει εδώ και πολλά χρόνια εξαντληθεί. Θα λέγαμε λοιπόν ότι η νέα έκδοση στη γλώσσα μας του διασημότερου μυθιστορήματός του, εκτός του ότι αποτελεί σημαντικό γεγονός για τους βιβλιόφιλους και τη νεότερη γενιά των αναγνωστών, σηματοδοτεί και κάτι ακόμη: τη στροφή του ενδιαφέροντος στην πεζογραφία της δεκαετίας του 1930, στη Γαλλία ιδίως αλλά και στη χώρα μας. Σημαίνει επίσης και κάτι επιπλέον, που οι εκδότες έχουν αρχίσει να το αντιλαμβάνονται: ότι μπορεί μεν τον τόνο να τον δίνουν τα νέα έργα, αλλά οι κλασικοί (οι σύγχρονοι εν προκειμένω) είναι σταθερές αξίες και τα έργα τους ορίζουν σε μεγάλο βαθμό την ποιότητα των απαιτήσεων όσον αφορά και την εντελώς σύγχρονη λογοτεχνία.
Ο Μπερνανός έμεινε ως το τέλος της περιπετειώδους ζωής του συνεπής στον εαυτό του. Στα νιάτα του ήταν φιλομοναρχικός –για ένα διάστημα μάλιστα υπήρξε μέλος της ακροδεξιάς Action Francaise –για να κόψει τους δεσμούς του μαζί της μόλις αντελήφθη τι ακριβώς ήταν και πού οδηγούσε αυτή η οργάνωση, η οποία σήμερα θεωρείται ως μια από τις τρεις μορφές του ευρωπαϊκού φασισμού.
Ο Μπερνανός υπήρξε και παρέμεινε ως τον θάνατό του πιστός καθολικός, όμως αυτό δεν τον εμπόδισε να ασκήσει δριμύτατη κριτική στην Καθολική Εκκλησία όταν υποστήριξε στην Ισπανία τον στρατηγό Φράνκο. Ο ίδιος με μια σειρά πολιτικών άρθρων υποστήριξε τους Δημοκρατικούς της Ισπανίας στον αγώνα τους εναντίον του Φράνκο. Το έργο του Grands Cimetieres sous la lune, που γράφτηκε με αφορμή τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, είναι εν πολλοίς ισάξιο ενός άλλου –αν και εντελώς διαφορετικού –έργου: της Ελπίδας του Αντρέ Μαλρό.
Ενας ταπεινός ιερέας
Κεντρικός –όχι όμως και μοναδικός –χαρακτήρας του Ημερολογίου είναι ένας ιερέας, που στα τριάντα του τον στέλνουν στην ενορία του Αμπρικούρ, την πρώτη, που θα είναι και η τελευταία του. Φτωχός, ορφανός από τα δώδεκα χρόνια του, ταπεινής καταγωγής, μέτριας μόρφωσης και χωρίς διοικητικές ικανότητες –αλλά αφοσιωμένος, αφού από πολύ μικρός αποφάσισε να ακολουθήσει «τον δρόμο προς την ιεροσύνη». Και είναι σοβαρά άρρωστος: πάσχει από καρκίνο του στομάχου, που θα τον οδηγήσει στον θάνατο. Για τούτο και όταν η αρρώστια του χειροτερεύει, τρέφεται μόνο με ψωμί που το βουτά στο κρασί.
Αυτό είναι το μόνο που μπορεί να αντέξει το στομάχι του –αλλά βεβαίως έχει και συμβολική σημασία: είναι «ο άρτος και ο οίνος», το σώμα και το αίμα του Χριστού.
Τι είναι όμως μια αρρώστια του σώματος, έστω και μοιραία, σε σύγκριση με τις αρρώστιες της ψυχής; Και για ποιες αρρώστιες πρόκειται; Είναι εκείνες που έχουν φθείρει τη μικρή κοινωνία της ενορίας του, η οποία έχει απομακρυνθεί από τον Θεό.
Για την εκκλησία η ενορία είναι φυσικά και κοινωνικό κύτταρο. Ο ιερέας πηγαίνει εκεί με την ακλόνητη πίστη ότι η παρουσία του Θεού ενώνει τους ανθρώπους, ότι έχει επομένως σημαντικό έργο να επιτελέσει, ότι έχει να πει πολλά στους ενορίτες του. Εκείνοι όμως δεν τον ακούν, μολονότι δεν είναι άθεοι. Αποτελούν μέλη της εκκλησίας και παρά ταύτα τους έχουν μολύνει οι αρρώστιες της κοσμικής κοινωνίας: η κακία, η μικροψυχία, το μίσος. Ολοι σχεδόν οι κάτοικοι ακολουθούν το τυπικό της εκκλησίας, που όμως για τους ίδιους είναι ένας απλός θεσμός, ένα καθεστώς που προστατεύει την κοινωνία, την οικογένεια και τους θεσμούς της. Δεν πιστεύουν στη μετά θάνατον ζωή, η αγάπη και η χάρις τους αφήνουν αδιάφορους.
Ο ιερέας είναι αδύναμος να αλλάξει οτιδήποτε –αλλά θα πρέπει να συνεχίσει να προσπαθεί. Ετσι, ρίχνει όλο το βάρος στα μικρά παιδιά. Γίνεται κατηχητής και εξομολόγος τους, μολονότι ακόμη και κάποια από αυτά τον κοροϊδεύουν.
Η εξομολόγηση είναι το πεδίο όπου δίνεται η μάχη εναντίον του Διαβόλου. Και η μάχη αυτή απασχολεί τον Μπερνανός στο μεγαλύτερο μέρος του έργου του –και μάλιστα με έναν τρόπο που μοιάζει πιο πειστικός από αυτόν ενός άλλου σημαντικού συγγραφέα, του Φρανσουά Μοριάκ. Ο Μπερνανός μάλιστα είχε πει κάποτε πως τον Διάβολο ο ίδιος τον είχε δει.
Μεταφυσική και ρεαλισμός
Τις κοσμικές ασθένειες μέσα από τις ιστορίες των ενοριτών του καταγράφει στο ημερολόγιο που κρατά ο ιερέας. Γιατί κρατά ημερολόγιο; Οχι για να καταγράψει τα όσα διαπιστώνει και ζει προσπαθώντας να φέρει σε πέρας το καθήκον του, αλλά «για να δει καθαρά μέσα του», να καταλάβει τον εαυτό του προκειμένου να καταλάβει και τους άλλους. Επομένως δεν ξεκινά να γράφει προκειμένου να καταθέσει ένα τεκμήριο. Το ημερολόγιό του θα λειτουργήσει ως είδος ψυχικού καθαρτήριου, γι’ αυτό και έχει αποφασίσει να το κρατήσει για έναν χρόνο και αμέσως μετά να το καταστρέψει.
Ετσι, το ημερολόγιό του δεν είναι απλώς μυθιστορηματικό υλικό. Είναι, δομικά και ουσιαστικά, η ίδια η αφήγηση. Και με τρόπο εξαιρετικό, που μόνο ένας συγγραφέας σαν τον Μπερνανός θα τα κατάφερνε, μας δίνει το πορτρέτο της επαρχιακής κοινωνίας στη Γαλλία της δεκαετίας του 1930 και ταυτοχρόνως τον αγώνα ενός ανθρώπου που βρίσκεται απέναντι στον εαυτό του και το έργο το οποίο έχει κληθεί να επιτελέσει. Το πνευματικό περιεχόμενο του μυθιστορήματος συνδυάζεται θαυμαστά με έναν σκληρό, κάποτε, ρεαλισμό και η μεταφυσική αγωνία με την καθημερινή ζωή.
Ο ιερέας γράφοντας γίνεται συγγραφέας, μολονότι δεν είναι η πρόθεσή του. Ενας συγγραφέας γράφοντας για τον εαυτό του γράφει για τους άλλους, επομένως δεν μπορεί να είναι απολύτως ειλικρινής. Γι’ αυτό και ο ιερέας διορθώνει αυτά που γράφει, σβήνει και ξαναγράφει προτάσεις, κρίνει δηλαδή το κείμενό του κρίνοντας τον εαυτό του και λέει για τους άλλους πολύ περισσότερα από όσα θα περίμενε κανείς από έναν συνήθη ιερέα. Αυτό τον καθιστά μοναδικό ως χαρακτήρα αλλά είναι και ένα θαυμάσιο συγγραφικό εύρημα.
Ο ιερέας συνεχίζει να γράφει ως το τέλος: «Συμφιλιώθηκα με τον εαυτό μου, μ’ αυτό το φτωχό λείψανο» λέει. Και επίσης: «Είναι ευκολότερο απ’ όσο νομίζουν να μισεί κανείς τον εαυτό του. Η χάρις είναι να τον ξεχνάς. Αλλά αν κάθε αλαζονεία είχε πεθάνει μέσα μας, η πιο σπουδαία χάρις θα ήταν να αγαπά κανείς ταπεινά τον εαυτό του, όπως οποιοδήποτε πάσχον μέλος του Ιησού Χριστού».
Το Ημερολόγιο ενός επαρχιακού εφημερίου είναι ένα μυθιστόρημα της χάριτος, ίσως το καλύτερο για το θέμα. Στο επίμετρό του ο Σταύρος Ζουμπουλάκης το θεωρεί ως «το μεγάλο μυθιστόρημα της συμφιλίωσης» και συμπληρώνει: «Λέμε το ίδιο». Νομίζω πως έχει δίκιο.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ