Νίκος Μπακουνάκης
Ταξίδι στη Νέα Υόρκη
Εκδόσεις Πόλις, 2017
σελ. 120, τιμή 10 ευρώ
Ο Νίκος Μπακουνάκης έχει γράψει για πόλεις-υποκείμενα ή αντικείμενα της Ιστορίας: για την Πάτρα στον 19ο αιώνα (επί τη βάσει ελληνικών, γαλλικών και βρετανικών πηγών) ή για την Αθήνα (έτσι όπως εμφανίζεται η πρωτεύουσα στη λογοτεχνία). Ξέρει πολύ καλά, δηλαδή, ότι μια πόλη «ως αφηγηματικό πεδίο ή ακόμη ως αφηγηματικό πρόσωπο ή προσωπείο, έχει μύθο, ταυτότητα» και ότι η τελευταία μπορεί να «είναι αποσπασματική ή πανοραμική, ορατή ή αόρατη, πραγματική ή επινοημένη». Ο ίδιος έχει γράψει, επίσης, για πόλεις όπου έζησε αρκετό καιρό (Παρίσι) ή που έχει επισκεφθεί επανειλημμένως (Λονδίνο). Μόνο που το έκανε για «ιδία χρήση», ιδιωτικά, στα ημερολόγιά του που διατηρεί συστηματικά, εδώ και περίπου τριάντα πέντε χρόνια. Διαπίστωσε όμως –με κάποια αναδρομική έκπληξη –ότι οι περισσότερες καταγραφές του σε αυτά αφορούν τη Νέα Υόρκη. Με το νέο του βιβλίο «Ταξίδι στη Νέα Υόρκη» ανταποκρίνεται σε μια διπλή προσωπική πρόκληση: αφενός γράφει για πρώτη φορά δημόσια ή αλλιώς για μια πόλη, αξιοποιώντας αποκλειστικά τις εμπειρίες και τα βιώματά του, αφετέρου διερευνά αφηγηματικά μια μάλλον μύχια ταύτιση (αισθητική η οποία απολήγει συναισθηματική) που φαίνεται να έχει αναπτύξει με την εμβληματική μητρόπολη της Ανατολικής Ακτής των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ατμόσφαιρα και εικόνες
Το ουσιαστικό ερώτημα που εγείρει, εν τέλει, το αφήγημά του είναι αν η δική του Νέα Υόρκη, αν το δικό του ταξίδι εκεί αφορά και εμάς τους υπολοίπους, είτε την έχουμε επισκεφθεί είτε όχι. Η απάντηση είναι θετική και ενθουσιώδης. Και έγκειται, εν πολλοίς, στη διακριτή ικανότητα του Νίκου Μπακουνάκη να δημιουργεί με το άμεσο ύφος του την αίσθηση μιας αβίαστης οικειότητας στον αναγνώστη του, να μεθοδεύει την εθελούσια εμπλοκή του, την καλοήθη συνενοχή του. Ιδού λ.χ. πώς περιγράφει τι έκανε μια μέρα στον Αγιο Ιωάννη στο Βίλατζ (St John’s in the Village). «Εδώ, μια Κυριακή που είναι Rogation Sunday for the Blessing of the Animals, στην εσωτερική αυλή της εκκλησίας, μια όαση γαλήνης και ηρεμίας, όπου, λόγω των δέντρων και της ώχρας στους τοίχους του πρεσβυτερίου, νομίζεις ότι βρίσκεσαι κάπου στην Τοσκάνη ή σ’ ένα χωριό του Λυμπερόν, παίρνω μέρος στην παράκληση υπέρ των ζώων. Η αιδεσιμοτάτη Γκουίνεθ Μέρφυ καλεί όσους δεν έχουν φέρει τα κατοικίδιά τους να δείξουν φωτογραφίες του δικού τους ζώου στο κινητό τους, για να τα ευλογήσει. Δείχνω τη φωτογραφία της Τσόκος, της 11χρονης γάτας μας. Παίρνω και γραπτώς την ευλογία, σε δίπλωμα, όπου η «Choco cares for us»». Προφανώς και δεν έχει σημασία αν είμαστε γατόφιλοι ή όχι· σημασία έχει ότι παρασυρόμαστε όμορφα απ’ αυτό το απίθανο περιστατικό, την εικόνα του, την ατμόσφαιρά του. Και είναι ακριβώς τούτη η ροή (και εναλλαγή) των ανθρώπων και των τόπων που κάνει αυτό το βιβλίο τόσο απολαυστικό. Και είναι, ασφαλώς, η γλώσσα του: ακρίβεια, συμπύκνωση, ισορροπία.
Δεκαοκτώ ιστορίες
Ο Νίκος Μπακουνάκης έχει έναν ξεχωριστό τρόπο να μοιράζεται την περιέργειά του και να καθιστά μεταδοτικά τα ενδιαφέροντά του, τις ευαισθησίες του. Ο βασικότερος λόγος είναι η υβριδική ματιά που έχει πάνω στα πράγματα, η οποία προκύπτει από μια λειτουργική συναίρεση των πολλών επιμέρους ειδικοτήτων του: ιστορικός και μελετητής, καθηγητής Πανεπιστημίου, βραβευμένος δοκιμιογράφος, δημοσιογράφος και κριτικός. Το «Ταξίδι στη Νέα Υόρκη» είναι ένα σύντομο βιβλίο μοιρασμένο σε δεκαοκτώ αυτοτελείς –πλην όμως αλληλένδετες –ιστορίες που συγκροτούν μια ενιαία μαρτυρία για τη νεοϋορκέζικη εμπειρία του, μια καθημερινότητα που τη χαρακτήριζε «η διαρκής μετακίνηση μεταξύ του Upper, Πάνω, Μανχάταν και του Κάτω, στο Βίλατζ». Η δική του Νέα Υόρκη είναι, προγραμματικά θα έλεγε κανείς, «εντελώς αντικινηματογραφική» και «εντελώς αντιτουριστική». Είναι μια «πραγματικά βιωμένη» Νέα Υόρκη, μια πόλη την οποία αφηγείται από τα κάτω. Είναι οι άσημοι κάτοικοί της, είναι τα μπαρ και τα εστιατόριά της, είναι η κουλτούρα των εντύπων και τα γραπτά του Αλφρεντ Κάζιν, είναι τα μικρά βιβλιοπωλεία και οι ανεξάρτητοι κινηματογράφοι της που λατρεύουν τα ντοκιμαντέρ, είναι τα κάμπους των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων, είναι το υπαίθριο αναγνωστήριο και τα restrooms στο Πάρκο Μπράιαντ, είναι το Κάρνεγκι Χολ, είναι η Neue Galerie. Γιατί; «Βρίσκω το πνεύμα, την καρδιά και τη μνήμη της Νέας Υόρκης σ’ αυτά τα μικρά μουσεία, μακριά από τα μεγαθήρια του μαζικού τουρισμού, όπως το Μετροπόλιταν ή το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης». Στο σχετικό κείμενο, εκτενέστερο αν το συγκρίνουμε με τα υπόλοιπα, το οποίο μάλιστα κλείνει με «μια τούφα από τα μαλλιά» και ένα ποίημα της Εμιλι Ντίκινσον –πρόκειται για τις εντυπώσεις του από μια εκπληκτική έκθεση που οργανώθηκε στη Βιβλιοθήκη Μόργκαν -, αναδεικνύεται η συνδυαστική ευρυμάθεια του Νίκου Μπακουνάκη σε όλη της την έκταση.
Τα αρχεία του Στίβεν Κρέιν
Στο δικό του πεζογραφικό κολάζ «το βίωμα συνδυάζεται με τεκμηριωμένη παρατήρηση, ίσως και έρευνα» υπογραμμίζει ο ίδιος. Και αναρωτιέται «γιατί αντιπαθώ τόσο πολύ την ιδιότητα, εν πολλοίς λογοτεχνική, του flâneur, αρνούμενος αυτή την μποντλερική κατάσταση του απόμακρου ρεμβαστή». Εν προκειμένω την αρνείται, μεταξύ άλλων, γιατί είχε και έναν συγκεκριμένο σκοπό. Βρέθηκε στην πόλη κατά τη διάρκεια του εαρινού εξαμήνου της ακαδημαϊκής χρονιάς 2016-17 και εργάστηκε στα αρχεία του Στίβεν Κρέιν, είκοσι ένα μεγάλα κουτιά που βρίσκονται στο τμήμα χειρογράφων και σπάνιων βιβλίων της Βιβλιοθήκης Μπάτλερ του Πανεπιστημίου Columbia. Ο αμερικανός συγγραφέας είχε έρθει ως πολεμικός ανταποκριτής στην Ελλάδα για να καλύψει τον πόλεμο του 1897 με την Τουρκία. Η έρευνα τού αποκάλυψε και δύο «πολύ γοητευτικές ιστορίες» που «αν ήμουν μυθιστοριογράφος, κάτι θα τις έκανα». Η μία έχει ως ήρωα ένα κουτάβι, τον Βελεστίνο, που ονομάστηκε έτσι επειδή ο Κρέιν το βρήκε στο πεδίο της ομώνυμης μάχης. Η άλλη έχει σχέση με τους δίδυμους αδελφούς Πτολεμαίους, τον Αντώνιο και τον Κωνσταντίνο, πρόσφυγες από τη Θεσσαλία, που ο Κρέιν τους πήρε μαζί του, στην Αγγλία, σαν υπηρέτες…
Την πλέον λογοτεχνική του στιγμή ο Νίκος Μπακουνάκης μάς την επιφυλάσσει στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου του, όταν παρακολουθεί τη φωνή της Λουίζ Γκλουκ να απαγγέλλει ποιήματά της στην κατάμεστη αίθουσα του Celeste Bartos Forum της Δημόσιας Βιβλιοθήκης. «Νομίζω ότι είναι το πνεύμα της Νέας Υόρκης. Την ακούω και σκέφτομαι γιατί μ’ αρέσει τόσο αυτή η πόλη, γιατί τη νοσταλγώ ενώ δεν έχω ακόμη φύγει».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ