Η ρεπουμπλικανική πλειοψηφία της Βουλής των Αντιπροσώπων ενέκρινε την περασμένη εβδομάδα την πολυθρύλλητη μεταρρύθμιση του αμερικανικού φορολογικού νόμου που προβλέπει τη δραστική μείωση των συντελεστών εταιρικής φορολόγησης από το 35% στο 20%. Ακόμα και ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ πραγματοποίησε μια από τις σπάνιες επισκέψεις του στο Κογκρέσο για να εμψυχώσει τους βουλευτές του κόμματός του.
Πολλοί Δημοκρατικοί βουλευτές και σχολιαστές χαρακτήρισαν τη μεταρρύθμιση «χαριστική» προς τον αμερικανικό επιχειρηματικό κόσμο και «τους πλούσιους εν γένει». Από την άλλη πλευρά, ο Τραμπ και η κυβέρνησή του θεωρούν ότι η χαμηλότερη φορολόγηση θα τονώσει την ανταγωνιστικότητα των αμερικανικών επιχειρήσεων.
Κάτι το οποίο, όμως, αμφισβητείται όχι μόνο από την κοινή λογική (αν ίσχυε θα έπρεπε όλοι οι επενδυτές να φύγουν από τη Γερμανία που με συντελεστή εταιρικής φορολόγησης από 22,825% σε κάποια μικρά χωριά έως 32,825% στο Μόναχο είναι πρώτη στην προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων στην Ευρώπη για να πάνε στη Βουλγαρία που έχει συντελεστή μόλις 10%). Αμφισβητείται και από ανθρώπους που «δεν θα έπρεπε».
Ένας εξ αυτών είναι ο δισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας (αλλά και πιθανός προεδρικός υποψήφιος, κάτι που ίσως δικαιολογεί την ανάρμοστη για την τάξη του επιχειρηματολογία) Μαρκ Κιούμπαν. Μιλώντας σε τηλεοπτική εκπομπή ο Κιούμπαν για τις φορολογικές μεταρρυθμίσεις του Τραμπ υποστήριξε ότι το ύψος των φορολογικών συντελεστών έχει από μικρή έως ελάχιστη επίδραση στις επενδυτικές αποφάσεις και στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Υποστήριξε συγκεκριμένα ότι οι φορολογικοί συντελεστές έχουν μηδενική επίδραση στις επενδύσεις των μικρών επιχειρήσεων και «σχεδόν μηδενική» στις αποφάσεις των μεγάλων εταιρειών υψηλής τεχνολογίας και ψυχαγωγίας, όπως είναι οι δικές του.
Οι αποφάσεις των ανταγωνιστών
«Οι ανταγωνιστές είναι εκείνοι που επηρεάζουν τις δικές μου εταιρείες πολύ περισσότερο από τους φορολογικούς συντελεστές», είπε ο ηλικίας 59 ετών επιχειρηματίας. Ο Κιούμπαν, ο οποίος μεταξύ άλλων είναι συνιδιοκτήτης της εταιρείας μέσων ενημέρωσης 2929 Entertainment, πρόεδρος του καλωδιακού και δορυφορικού δικτύου AXS TV και ιδιοκτήτης της ομάδας μπάσκετ του ΝΒΑ Ντάλας Μάβερικς, εξήγησε ότι «η Amazon, όπως και η Microsoft και το Facebook και οι αποφάσεις που αυτοί οι τεχνολογικοί κολοσσοί λαμβάνουν θα επηρεάσουν στο μέλλον πολύ περισσότερες επιχειρήσεις από όσο θα τις επηρέαζαν οι πολύ χαμηλοί φορολογικοί συντελεστές».
Οικονομολόγοι που συμμετείχαν μαζί με τον Κιούμπαν στην τηλεοπτική εκπομπή αμφισβήτησαν επίσης το παραδοσιακό συντηρητικό επιχείρημα ότι οι περικοπές των φόρων αποδεσμεύει για τις επιχειρήσεις κεφάλαια προς επένδυση και ως εκ τούτου απελευθερώνει αναπτυξιακές δυναμικές. Ο Άλαν Μπλάιντερ, πρώην αντιπρόεδρος της αμερικανικής Κεντρικής Τράπεζας (Fed) είπε ότι στατιστικά στοιχεία δεκαετιών δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τη σχέση που υποστηρίζεται ότι υπάρχει μεταξύ φορολογικών συντελεστών και ανάπτυξης.
Ο Μαρκ Ζαντί, επικεφαλής οικονομολόγος του οίκου Moody’s, είπε ότι «οι φόροι μετρούν» και μπορούν να συμβάλουν στην ανάπτυξη μιας οικονομίας μακροπρόθεσμα, αλλά όχι τόσο όσο πιστεύουν τα στελέχη της διακυβέρνησης Τραμπ. Σε κάθε περίπτωση, «οι προτάσεις που μελετούν η Βουλή των Αντιπροσώπων και η Γερουσία συνιστούν μια πολύ κακή φορολογική πολιτική», πρόσθεσε.
Ο Νταμπίζα Μόγιο, ένας διεθνούς φήμης οικονομολόγος που γεννήθηκε στη Ζάμπια, είπε ότι η τεχνολογία, οι δημογραφικές μετατοπίσεις όπως η μετανάστευση, και επίσης το επίπεδο του χρέους μιας κυβέρνησης επηρεάζουν πολύ περισσότερο την ανάπτυξη από όσο την επηρεάζουν οι φόροι.
Οι φόροι στην απασχόληση
Ο Κιούμπαν, η προσωπική περιουσία του οποίου υπολογίζεται στα 2,6 δισ. δολάρια από το ειδικευμένο σε τέτοια ζητήματα περιοδικό «Forbes», υποστήριξε ότι η καλύτερη μείωση φορολογικού συντελεστή που μπορεί να τονώσει την ανάπτυξη είναι η μείωση του φόρου που βαρύνει την απασχόληση, όπως η μείωση κατά 2% του φόρου μισθωτών υπηρεσιών που υπέγραψε ο πρώην πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα το 2010. Οι φόροι στην απασχόληση επιβαρύνουν τόσο τους εργοδότες όσο και τους εργαζόμενους μέσω παρακρατήσεων από τους μισθούς τους.
Πρώην υποστηρικτής του Ντόναλντ Τραμπ, ο Μαρκ Κιούμπαν το 2016 μετεστράφη και υποστήριξε τη Δημοκρατική υποψήφια για την αμερικανική προεδρία Χίλαρι Κλίντον. Στις αρχές Οκτωβρίου είχε αποκαλύψει ότι σκέπτεται να θέσει υποψηφιότητα στις προεδρικές εκλογές του 2020. Κληθείς, όμως, από το ακροατήριο της τηλεοπτικής εκπομπής να επιβεβαιώσει τη δήλωσή του είπε ότι «πρόκειται για μια σοβαρή απόφαση που δεν πρόκειται να λάβει σήμερα».