Την αύξηση του δημοσίου χρέους κατά 13,7 δισ. ευρώ τους πρώτους μήνες του 2018 προβλέπει ο προυπολογισμός που αποκαλύπτει ότι αυτά τα χρήματα που θα αντληθούν από τον ESM και νέες εκδόσεις ομολόγων θα διατεθούν για τη δημιουργία ταμειακών διαθεσίμων ασφαλείας (cash buffer) αλλά και την χρηματοδότηση (εξόφληση) ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του δημοσίου.
Για το τελευταίο εξάμηνο του τρέχοντος έτους το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης θα αυξηθεί κατά 3,2 δισ. ευρώ για τους ίδιους λόγους, τη δημιουργία αποθεματικού ασφαλείας και την πληρωμή χρεών.
Ετσι το δημόσιο χρέος στο σύνολο του θα ανέλθει στα 343 δισ. ευρώ εντός του 2018.
Το δεύτερο μέρος του σχεδίου προβλέπει τη σταθεροποίηση ή και τη μείωση των δαπανών για τόκους. Οπως αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση του προυπολογισμού που κατατέθηκε χθές το βράδυ στη Βουλή από τον αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών Γιώργο Χουλιαράκη «οι δαπάνες για τόκους του χρέους της Κεντρικής Διοίκησης, μετά το 2012, διαμορφώνονται στα επίπεδα των 5.500-6.000 εκατ. ευρώ, ενώ το ύψος των δαπανών για τόκους διαμορφώνεται περίπου στο 3% ως ποσοστό του ΑΕΠ ενώ το 2018 θα περιοριστούν στα 5,2 δισ. ευρώ ή 2,8% του ΑΕΠ«.
Η μείωση αυτή οφείλεται ξεκάθαρα στη μείωση του ύψους του δημόσιου χρέους μετά την ανταλλαγή των ομολόγων (PSI) του Μαρτίου 2012 και την επαναγορά του Δεκεμβρίου 2012, τη μείωση των επιτοκίων των δανείων του μηχανισμού στήριξης και την αναβολή καταβολής τόκων για τα δάνεια που χορηγήθηκαν από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας έως το 2023.
Τα ποσά αυτά των τόκων αναμένεται ότι θα κεφαλαιοποιηθούν και θα κατανεμηθούν σε βάθος είκοσι ετών περίπου, στο πλαίσιο των μεσοπρόθεσμων μέτρων για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους που θα συζητηθεί με τους ευρωπαίους έως τη λήξη του τρέοντος προγράμματος το καλοκαίρι του 2018.
Η επάνοδος στις αγορές
Οπως επισημαίνεται στον προυπολογισμό αξιοσημείωτη συμβολή στην αναδημιουργία της καμπύλης αποδόσεων των τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου είχε η κοινοπρακτική έκδοση ομολόγου σταθερού επιτοκίου, πενταετούς διάρκειας, ύψους 3 δισ. ευρώ, με την οποία η ελληνική οικονομία επέστρεψε στη χρηματοδότηση μέσω των διε-θνών αγορών ύστερα από τρία περίπου έτη. Η καμπύλη αποδόσεων αναμένεται να εμπλουτιστεί πε-ραιτέρω με την επικείμενη ανταλλαγή της σειράς των είκοσι ομολόγων προερχόμενων από το PSI με πέντε νέα ομόλογα -«benchmarks», στο πλαίσιο του προγράμματος LME (Liability Management Exercise), καθώς επίσης και με την πραγματοποίηση νέων εκδόσεων ομολόγων σταθερού επιτοκίου.
Γενικότερα οι αποφάσεις του Eurogroup της 15ης Ιουνίου 2017, υποστηρίζουν την επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές με τη δημιουργία ταμειακών διαθεσίμων ασφαλείας (cash buffer), όπως έγινε και με τις υπό-λοιπες χώρες που ολοκλήρωσαν τα προγράμματα προσαρμογής.
Στα 332,8 δισ. ευρώ το δημόσιο χρέος
Στις 30/09/2017, το σύνολο των ευρωπαϊκών δανείων του πρώτου, του δεύτερου και του τρίτου προ-γράμματος στήριξης (GLF, EFSF, ESM) ανήλθε σε 221,18 δισ. ευρώ ενώ τα αντίστοιχα δάνεια προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο που έχουν πολλαπλάσιο επιτόκιο, περιορίστηκαν σε 11,54 δισ. ευρώ.
Το χρέος της Κεντρικής Διοίκησης εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στα 332,8 δισ. ευρώ ή 186,4% ως ποσοστό του ΑΕΠ στο τέλος του 2017, έναντι 326,3 δισ. ευρώ ή 187,3% ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2016.
Το 2018 το ύψος του χρέους της Κεντρικής Διοίκησης προβλέπεται ότι θα ανέλθει στα 343 δισ. ευρώ ή 185,7% ως ποσοστό του ΑΕΠ, παρουσιάζοντας μείωση 0,7 ποσοστιαίες μονάδες έναντι του 2017.
Το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης εκτιμάται ότι θα ανέλθει στα 318,3 δισ. ευρώ ή 178,2% ως ποσοστό του ΑΕΠ στο τέλος του 2017 και το 2018 θα διαμορφωθεί στα 332 δισ. ευρώ.