Στο γραφείο του Προέδρου της Βουλής, στο ισόγειο του ιστορικού κτιρίου, η χούντα είχε τους πολυγράφους της με τους οποίους εξέδιδε τους αναγκαστικούς νόμους, τα Προεδρικά και Νομοθετικά Διατάγματα. Τα μελάνια έχουν αφήσει τα σημάδια τους στο πάτωμα για να θυμίζουν τον βιασμό της δημοκρατίας επί μια επταετία, από το 1967 έως το 1974. Στο κτίριο αυτό συνεδρίαζε το Υπουργικό Συμβούλιο του καθεστώτος, το οποίο είχε καταργήσει τη Βουλή και τις ατομικές και πολιτικές ελευθερίες. Εκεί πολυγραφήθηκαν και πολλά από τα έγγραφα που περιλαμβάνονται μεταξύ των 1.180 φακέλων που ανακαλύφθηκαν τον περασμένο Ιανουάριο στοιβαγμένοι και πνιγμένοι στη μούχλα και τις κουτσουλιές των περιστεριών, σε ένα δωμάτιο που βρίσκεται πίσω από τα θεωρεία της αίθουσας της Γερουσίας στον πρώτο όροφο. Μεγάλο μέρος των ιστορικών τεκμηρίων που βρέθηκαν καλύπτει την περίοδο της χούντας με πρακτικά συνεδριάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου και πολλά άλλα.
Σαράντα τέσσερα χρόνια μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, «Το Βήμα» φέρνει στο φως της δημοσιότητας ένα σημαντικό ντοκουμέντο της καθοριστικής περιόδου που προηγήθηκε του ξεσηκωμού των φοιτητών. Τα πρακτικά του Υπουργικού Συμβουλίου της 20ής Αυγούστου 1973 που συνήλθε σε εμβόλιμη συνεδρίαση «εν τω Κυβερνητικώ Μεγάρω», δηλαδή στη Βουλή, στις 12.30 το μεσημέρι, υπό τον αρχιπραξικοπηματία Πρόεδρο της Δημοκρατίας και πρωθυπουργό Γεώργιο Παπαδόπουλο, παρισταμένων του αντιπροέδρου της Δημοκρατίας Οδυσσέα Αγγελή και των αντιπροέδρων της κυβέρνησης Στυλιανού Παττακού (και υπουργού Εσωτερικών) και Νικόλαου Μακαρέζου, καθώς και των υπουργών Κωνσταντίνου Παπαδόπουλου (παρά τω πρωθυπουργώ), Ιωάννη Αγαθαγγέλου (παρά τω πρωθυπουργώ και Δικαιοσύνης), Φαίδωνα Αννινου-Καβαλιεράτου (αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών), Νικόλαου Εφέσιου (Εθνικής Οικονομίας), Κωνσταντίνου Καρύδα (αναπληρωτή υπουργού Εθνικής Οικονομίας), Ιωάννη Κούλη (Οικονομικών), Κωνσταντίνου Παναγιωτάκη (Πολιτισμού και Επιστημών), Νικολάου Γκαντώνα (Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων), Ιωάννη Λαδά (Κοινωνικών Υπηρεσιών), Κωνσταντίνου Παπαδημητρίου (Δημοσίων Εργων), Ορέστη Γιάκα (Ναυτιλίας, Μεταφορών και Επικοινωνιών), Βασιλείου Τσούμπα (Δημοσίας Τάξεως), Σπυρίδωνα Κατσώτα (υφυπουργού παρά τω πρωθυπουργώ), Διομήδη Αγγελόπουλου και Ηλία Μπαλόπουλου (υφυπουργών παρά τω υπουργείω Προγραμματισμού και Κυβερνητικής Πολιτικής), Αλέξανδρου Χατζηπέτρου (υφυπουργού Εξωτερικών) και του γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου Σταύρου Μπαλτά.
Μία ημέρα πριν ο Παπαδόπουλος είχε ανακοινώσει την άρση του στρατιωτικού νόμου και τη χορήγηση αμνηστίας. Ηταν η περίοδος που το καθεστώς ασφυκτιούσε όλο και περισσότερο και έψαχνε διέξοδο στη δήθεν φιλελευθεροποίηση και εκδημοκρατικοποίηση της κατάστασης για διαιώνιση της εξουσίας του. Ηδη δυο μήνες πριν ο Παπαδόπουλος καταργούσε τη μοναρχία και οργάνωνε «δημοψήφισμα» για το πολιτειακό και τον Αύγουστο χριζόταν «Πρόεδρος της Δημοκρατίας», ενώ αρχές Οκτωβρίου θα έδινε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Σπύρο Μαρκεζίνη, προς προώθηση της πολιτικής φιλελευθεροποίησης, παρά τη διαφωνία του Παττακού που ήθελε εκλογές. Τον πρόλαβαν όμως τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Αλλωστε το 1973 «έβραζε»: Τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο σημειώθηκαν οι καταλήψεις στη Νομική Σχολή Αθηνών, ενώ τον Μάιο εκδηλώθηκε το Κίνημα του Ναυτικού.
Ο Παπαδόπουλος διαπιστώνει απαρτία και κηρύσσει την έναρξη της συνεδρίασης του Υπουργικού Συμβουλίου με θέμα τα Προεδρικά Διατάγματα «περί άρσεως ισχύος του Νόμου ΔΞΘ/1912 περί καταστάσεως πολιορκίας και εκ των λοιπών περιοχών της Επικρατείας» και «περί χορηγήσεως αμνηστίας», καθώς και τα Νομοθετικά Διατάγματα «περί παραγραφής εγκλημάτων τινών» κ.λπ. Ο ίδιος τους ενημερώνει: «Κύριοι, δεν θα καθυστερήσωμεν επί πολύ. Θα εξετάσωμεν τα μέτρα, τα οποία ανεκοίνωσα χθες, διά του διαγγέλματός μου προς τον Ελληνικόν Λαόν. Το πρώτον είναι το έχον σχέσιν με την άρσιν του στρατιωτικού νόμου και εις σχετικήν επ’ αυτού ανάλυσιν θα προβή ο κ. Υπουργός Δικαιοσύνης».

Περί άρσεως του στρατιωτικού νόμου

Παίρνοντας τον λόγο ο Αγαθαγγέλου, ενημερώνει τον Παπαδόπουλο ότι το σχέδιο Προεδρικού Διατάγματος για την άρση του στρατιωτικού νόμου «έχει πολυγραφηθεί και έχει διανεμηθή» και εξηγεί στους παρισταμένους ότι με αυτό αίρεται η ισχύς του στρατιωτικού νόμου «και εις τας λοιπάς περιοχάς, εις ας εξηκολούθησεν ισχύων» –δηλαδή η Αθήνα και ο Πειραιάς! Ακόμα ενημερώνει για το Προεδρικό Διάταγμα που υλοποιεί «το πολιτικόν μέτρον της εξαγγελθείσης αμνηστεύσεως» (με την οποία αφέθηκε ελεύθερος και ο Αλέκος Παναγούλης). Συγκεκριμένα, όπως επισημαίνει ο Αγαθαγγέλου, «αμνηστεύονται τα πολιτικά αδικήματα, νοουμένων εκείνων, τα οποία έχουν σχέσιν με την καθεστηκυίαν, από της 21ης Απριλίου 1967 και εντεύθεν, τάξιν, τα προβλεπόμενα υπό του Ποινικού Κώδικος και του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικος, πλην της λιποταξίας, του νόμου περί καταστάσεως πολιορκίας, του νόμου 509/1947 περί μέτρων ασφαλείας του Κράτους κ.λπ., των ειδικών νομοθετημάτων περί οπλοκατοχής και οπλοχρησίας και του νόμου περί Τύπου, ή εφ’ όσον προβλέπονται ωρισμέναι εγκληματικαί πράξεις, ή εάν ετελέσθησαν διά του Τύπου, προβλεπόμενοι όμως υπό των κοινών ποινικών διατάξεων του Ποινικού Κώδικος».

Αμνηστία και αδικήματα Τύπου

Ο υπουργός Δικαιοσύνης της χούντας διευκρινίζει στο Υπουργικό Συμβούλιο ότι: «Επί της διασποράς ψευδών ειδήσεων, προβλέπεται υπό του Ποινικού Κώδικος, ότι, εάν το αδίκημα ετελέσθη διά του Τύπου, συνιστά ειδικήν περίπτωσιν και πρόνοιαν». Και εξηγεί ότι «επειδή εις τον νόμον περί Τύπου έχομεν και μιαν άλλην ιδιορρυθμίαν, ότι ως τόπος τελέσεως νοείται ο τόπος κυκλοφορίας, οπουδήποτε και εάν εγένετο η πράξις, και επειδή την τέλεσιν των αμνηστευομένων εγκληματικών πράξεων την θέλομεν μόνον δι’ εκείνας τας πράξεις, αι οποίαι εξετελέσθησαν εντός των ορίων της Ελληνικής Επικρατείας, διά της δευτέρας παραγράφου καθιερούται εξαίρεσις της εξαιρέσεως και ορίζεται ότι αμνηστεύονται τα διά του Τύπου τελεσθέντα εγκλήματα, ανεξαρτήτως τόπου κυκλοφορίας του εντύπου». Ο λόγος που η χούντα προέβη σε αυτή την… παραχώρηση, δηλαδή να αμνηστεύει και τα αδικήματα Τύπου που τελέστηκαν στο εξωτερικό, ήταν «διά να μη οδηγηθώμεν εις την ανατροπήν του μέτρου της αμνηστίας», όπως ανέφερε ο Αγαθαγγέλου, προσθέτοντας όμως κάτι με ειδικό ενδιαφέρον για το καθεστώς: ότι διατηρούνται οι πειθαρχικές συνέπειες των πράξεων των αμνηστευομένων κατά το ποινικό τους σκέλος, «ως επίσης και αι στρατολογικαί συνέπειαι».

«Να μην απολύσωμεν στρατευθέντας φοιτητάς»

Ο Παπαδόπουλος παρεμβαίνει για να εξηγήσει σε όσους δεν το κατάλαβαν ότι αυτό το τελευταίο «ετέθη ειδικώς διά το θέμα των φοιτητών», στους οποίους η χούντα επέβαλε την υποχρεωτική στράτευση προκειμένου να κάμψει τα αντιδικτατορικά αισθήματα και τις αντιδράσεις τους. «Η εξαίρεσις ετέθη ίνα μη υποχρεωθώμεν, επί τη βάσει αποφάσεως του Συμβουλίου Επικρατείας, να απολύσωμεν στρατευθέντας φοιτητάς λόγω καταδικαστικών αποφάσεων». Η εξαίρεση αυτή θεωρήθηκε από κάποιους ότι έπρεπε να συμπεριλάβει και τους καθηγητές!
«Περιλαμβάνονται και οι καθηγηταί;» ρωτά ο Καρύδας τον Παπαδόπουλο, ο οποίος του απαντά ότι «οι καθηγηταί είναι δημόσιοι υπάλληλοι και υπέχουν πειθαρχικάς ευθύνας». «Δεν πρέπει να εκδοθή παράλληλος πράξις του Υπουργείου Παιδείας δι’ αυτούς;» επιμένει ο Καρύδας. «Οχι» του απαντά μονολεκτικά ο Παπαδόπουλος, ο οποίος τους εξηγεί:
«Αμνηστεύομεν το ποινικόν μέρος και διατηρούμεν το πειθαρχικόν και το διοικητικόν. Επειδή όμως, πέραν αυτού, έχομεν και τα προβλήματα, τα οποία δημιουργούνται εκ της στρατεύσεως των φοιτητών, διότι, ως ενθυμείσθε, εις τον νόμον προβλέπεται η διακοπή της αναβολής, εφ’ όσον υπάρξη καταδικαστική απόφασις Δικαστηρίου, δι’ ένα από τα αδικήματα, εθεσπίσαμεν την εξαίρεσιν αυτήν, διότι το αμνηστευόμενον αδίκημα δεν συνεπάγεται υποχρεωτικώς και ατονίαν του μέτρου της στρατολογίας. Ακριβώς διά να μη υποχρεωθώμεν, δι’ αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας, να απολύσωμεν όσους έχουν στρατευθή, δοθέντος ότι προηγήθη της στρατεύσεώς των καταδικαστική απόφασις Ποινικού Δικαστηρίου».

«Απέσχεν εκ των μαθημάτων»

Ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας Εφέσιος διερωτάται «διά τους φοιτητάς διατί ετέθη ο περιορισμός» και ο Παπαδόπουλος του απαντά: «Διότι έχομεν στρατεύσει μερικούς φοιτητάς και έκτοτε παρήλθον 5 μήνες. Δεν θα περιλαμβάνονται όλοι οι στρατευθέντες και θα ευρεθώμεν εις αντινομίαν. Π.χ. ένα, τον οποίον έχομεν στρατεύσει με βάσιν πληροφορίας ότι απέσχεν εκ των μαθημάτων, θα τον κρατήσωμεν εις την στράτευσιν και ένα, ο οποίος κατεδικάσθη υπό του Στρατοδικείου εις ετησίαν ή εξάμηνον φυλάκισιν, θα τον απολύσωμεν».
Η συζήτηση στο Υπουργικό Συμβούλιο για το θέμα των στρατευθέντων φοιτητών «ανάβει», δείχνοντας τη μεγάλη σημασία και κυρίως ανησυχία του καθεστώτος για τις αντιδράσεις της νεολαίας με έμφαση στους κομμουνιστές. Ο διάλογος είναι ενδεικτικός:
Ι. Αγαθαγγέλου: «Η αμνηστία θα ηδύνατο να μας παρασύρη εις την αντινομίαν».
Γ. Παπαδόπουλος: «Δεν πρέπει να εμφανισθή αντινομία».
Ν. Εφέσιος: «Νομίζω ότι η απόλυσις θα εβοήθει εις την παροχήν ποιάς τινός ωθήσεως».
Γ. Παπαδόπουλος: «Είναι ελάχιστοι οι στρατευθέντες κατόπιν καταδικαστικής αποφάσεως. Κυρίως είναι οι κομμουνισταί, τους οποίους κανονικώς έπρεπε να εξαιρέσωμεν και του ετέρου μέτρου. Αλλά προκαλείται τοιαύτη σύγχυσις ώστε προετιμήθη να τεθή το θέμα γενικώς».

Η ανασφάλεια για τα «δικά τους παιδιά»

Οι πραξικοπηματίες φρόντιζαν παράλληλα και για τα «δικά τους παιδιά» –σαφής ένδειξη της ανασφάλειας στην οποία είχε περιέλθει το καθεστώς. Ετσι, με Νομοθετικό Διάταγμα οι χουντικοί ρύθμιζαν «το λεπτόν θέμα της παραγραφής του αξιοποίνου ωρισμένων ενεργειών, εις τα οποίας, ενδεχομένως, εις απροσδιόριστον χρόνον και εξ απροσδιορίστου αιτίας, υπέπεσαν ανακριτικοί υπάλληλοι κατά την άσκησιν των καθηκόντων των». Οπως σπεύδει να διευκρινίσει ο Παπαδόπουλος στα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, «το θέμα το συνεζητήσαμεν διά μακρών, διότι, κατά τίνα τρόπον, θα ηδύνατο να δώση λαβήν εις οιονδήποτε κακόπιστον να ισχυρισθή ότι έχουν διαπραχθή τοιαύτης μορφής αδικήματα και σπεύδομεν διά την παραγραφήν». Οπως άλλωστε είπε, «υπάρχει το ενδεχόμενον ως έχει σημειωθή, δυστυχώς, εις το παρελθόν, μετά την οιανδήποτε αμνηστίαν, οι αμνηστευόμενοι αφού διασκεδάσουν αρχικώς πρώτα με την τιμήν η οποία προσεδόθη εις αυτούς διά της αμνηστίας, εν συνεχεία θα σκεφθούν και ψευδολογούντες θα ζητήσουν ευθύνας παρά των οργάνων του Κράτους».
Και συμπληρώνει: «Διά να υπάρξη, λοιπόν, πλήρες το μέτρον της αφαιρέσεως παντός επιχειρήματος, το οποίον ηδύνατο να προκαλέση θέμα καθ’ ην περίοδον η Επανάστασις φέρει την ευθύνην της διακυβερνήσεως της Χώρας και να μη παρασχεθή εις ουδεμίαν πλευράν η δυνατότης να στραφή άτομον της μιας ομάδος εναντίον της άλλης, ομού μετά της αμνηστεύσεως, συνδυάζομεν και την παραγραφήν των τοιούτων αδικημάτων». Ενώ με χαρακτηριστική ειλικρίνεια επισημαίνει στους υπουργούς του: «Διότι θα ηδύνατο ο οιοσδήποτε κομμουνιστής, εξερχόμενος των φυλακών, να παρασύρη 5-6 άτομα και να αρχίσουν μηνύσεις εναντίον των ανακριτικών υπαλλήλων». Μάλιστα θυμήθηκε τη σκευωρία της Δίκης των Αεροπόρων (του 1952), οι οποίοι αμνηστεύθηκαν επί διακυβέρνησης Κωνσταντίνου Καραμανλή το 1955, «και μετά πάροδον ολίγων μηνών, εκινήθησαν, διά της υποβολής μηνύσεων, εναντίον των οργάνων της Διοικήσεως».

«Ας φωτίση ο Θεός τους Ελληνας»

Τα πολιτικά αδιέξοδα του καθεστώτος περιέγραψε με τον καλύτερο τρόπο κατά την ολοκλήρωση της συνεδρίασης του Υπουργικού Συμβουλίου ο ίδιος ο Παπαδόπουλος, ο άνθρωπος που έβαλε στον «γύψο» την Ελλάδα για επτά χρόνια και οδήγησε στην προδοσία της Κύπρου, ο οποίος παίρνοντας τον λόγο είπε τα εξής:
«Εκείνο το οποίον απομένει, Κύριοι, είναι να ευχηθώμεν όπως φωτίση ο Θεός τους Ελληνας, ώστε με αφετηρίαν την σημερινήν ημέραν να έλθουν εις ένα νέον δρόμον, εν ομονοία, συνεργασία και αντιδικία, εξικνουμένη εντός των ορίων του νόμου, προκειμένου να αποκλεισθή η επανάληψις, διά τον τόπον τούτον, του φαινομένου του διχασμού.
Με την προσπάθειαν, εις την οποίαν απεδύθυμεν αδελφωμένοι, ας ευχηθώμεν εις τον Θεόν να μας βοηθήση αυτήν την στιγμήν, τουλάχιστον, να συνεχίσωμεν την περίοδον ειρήνης, ομονοίας και συνεργασίας, διότι θα ήτο, πράγματι, μέγα άδικον, διά τον τόπον αυτόν και τον λαόν του, εάν το έργον αυτό, το οποίον επετεύχθη κατά την εξαετίαν, δεν κατορθώναμεν να το επεκτείνωμεν εις το μέλλον, και να το ριζώσωμεν βαθειά, ώστε να αποτελέση πραγματικά την αφετηρίαν μιας νέας περιόδου εθνικής ζωής», υπογράμμισε με προφανή στόμφο ο αρχιπραξικοπηματίας, επισημαίνοντας στους υπουργούς του ότι «είναι τόσο σημαντική αυτή η ευχή, ώστε εάν περάσετε από ένα εκκλησάκι, αξίζει τον κόπον να αφιερώσετε ένα κερί εις τον Θεόν, μαζί με την επίκλησιν, να βοηθήση άλλην μίαν φοράν την Ελλάδα».

«Αντιμετωπίζω έναν Γολγοθά»

«Δεν έχω να σας είπω σήμερον τίποτε άλλο» τους είπε και τους ευχαρίστησε «δι’ όλην την συμπαράστασίν σας και διά την συγκίνησιν, την οποίαν μοι προσεφέρατε δι’ αυτής εις τρόπον ώστε να έχω την ευκαιρίαν σήμερον, εκπροσωπών την Επανάστασιν, εν τω προσώπω όλων σας και των συνεργατών μου, και εις τα Κυβερνήσεις της 6ετίας, και των συνεργατών μου εκτός των Κυβερνήσεων εις τον πολιτικόν χώρον, αλλά προς πάντων των συνεργατών μου εις τον χώρον των Ενόπλων Δυνάμεων, να φέρω τας ευθύνας της αφετηρίας ενός δρόμου, του οποίου συναισθάνομαι το βάρος των ευθυνών και τον οποίον αντιμετωπίζω ως Γολγοθάν, ως εκπρόσωπος ακριβώς αυτής της εκδηλώσεως του Ελληνικού Εθνους, της εκδηλώσεως της Επαναστάσεως της 21ης Απριλίου 1967». Και κατέληξε λέγοντας: «Σας ευχαριστώ και πάλιν, και με τας ευχάς όλων μας, ας ελπίσωμεν ότι ο Θεός θα εμφανισθή και αυτήν την περίοδον φιλέλλην διά να μας βοηθήση».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ