Λίγοι πιθανόν Ελληνες γνωρίζουν την ύπαρξη του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών στη Βενετία και λιγότεροι την κρίση που περνά σήμερα. Η επιστημονική έρευνα στη χώρα μας δεν έχει παράδοση και τα ΜΜΕ δεν ασχολούνται συχνά με αυτήν. Το Ινστιτούτο αυτό, καρπός διακρατικής συμφωνίας ανάμεσα στο ελληνικό και στο ιταλικό κράτος, ιδρύθηκε το 1951, ουσιαστικά όμως άρχισε να λειτουργεί το 1958. Θεμελιακός σκοπός του είναι η δημοσίευση, κυρίως μέσω της έρευνας αρχείων που βρίσκονται στην Ιταλία (το ίδιο κατέχει ένα πλούσιο αρχειακό υλικό), μελετών σχετικών με την ιστορία του ελληνισμού κατά τους βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους, όπως και με τις σχέσεις Βυζαντίου, νεότερου ελληνισμού και δυτικού κόσμου.
Υπενθυμίζω ότι πρόκειται για το μοναδικό κρατικό ερευνητικό κέντρο που δραστηριοποιείται εκτός ελληνικής επικράτειας και ότι για τη λειτουργία του ο έλληνας φορολογούμενος δεν επιβαρύνεται ούτε με ένα ευρώ, αφού έχει εξασφαλισμένη οικονομική επάρκεια. Την οφείλει στην πάλαι ποτέ ακμαία ελληνική κοινότητα Βενετίας, η οποία τού παρέσχε λαμπρή στέγη και του μεταβίβασε τη μεγάλη της περιουσία, με ορισμένους βέβαια όρους, όπως είναι η εκπλήρωση των σκοπών της ίδρυσής του.
Το Ινστιτούτο, παρά την επτάχρονη κρίση που βίωσε πριν από μερικές δεκαετίες (βλ. παρακάτω), κατάφερε με την καθοδήγηση καταξιωμένων στην επιστήμη τους διευθυντών να αναγνωρίζεται σήμερα ως ένα σοβαρό ερευνητικό κέντρο βυζαντινών και μεταβυζαντινών σπουδών διεθνούς εμβέλειας. Σε αυτό συνέβαλαν εκτός των άλλων η ποιότητα των πολλών δημοσιευμάτων του, τα σημαντικά διεθνή συνέδρια, οι ποικίλες εκδηλώσεις και εκθέσεις που διοργάνωσε (το Ινστιτούτο κατέχει και μια σημαντική συλλογή βυζαντινών και μεταβυζαντινών εικόνων, οι οποίες εκτίθενται σε ένα καλαίσθητο μουσείο), η τακτική χορήγηση υποτροφιών σε ευέλπιδες νέους ερευνητές για εκπόνηση διδακτορικών διατριβών, η φιλοξενία που παρέσχε σε επιστήμονες, Ελληνες και ξένους, για να εργαστούν κυρίως στα πλούσια αρχεία του, οι συνεργασίες που ανέπτυξε με ξένα και ελληνικά πανεπιστημιακά ιδρύματα και ερευνητικά κέντρα. Προς επίρρωση των παραπάνω αναφέρω τις σημαντικές διακρίσεις που έχει αποσπάσει στην περίπου πενηντάχρονη έως σήμερα πορεία του, όπως και τις αξιόλογες χορηγίες που έχει πετύχει.
Δυστυχώς στη λειτουργία του Ινστιτούτου εμπλέκονται περισσότεροι του ενός κρατικοί φορείς και είναι γνωστό ότι στην Ελλάδα τα διάφορα υπουργεία, στις αναμεταξύ τους υποθέσεις συμπεριφέρονται ορισμένες φορές με τρόπο που δίνει την εντύπωση ότι ανήκουν σε διαφορετικές χώρες. Στη συγκεκριμένη περίπτωση εμπλέκεται και το υπουργείο Εξωτερικών. Ωστόσο, επειδή πρόκειται για ίδρυμα καθαρά ερευνητικό-επιστημονικό, σε ένα σοβαρό κράτος θα ήταν αυτονόητο ότι κύριος μοχλός λειτουργίας του θα ήταν το υπουργείο Παιδείας και φορείς σχετιζόμενοι με αυτό.
Οχι όμως στη χώρα μας. Κύριος μοχλός είναι το υπουργείο Εξωτερικών, το οποίο, με αφορμή δημοσιεύματα σε βάρος τέως διευθύντριας του Ινστιτούτου και καταγγελιών για κακοδιαχείριση και ανεπάρκεια του διαδόχου της, αντί να περιμένει την τελική εκδίκαση των παραπάνω κατηγοριών, προωθεί άμεσα νομοθέτημα με το οποίο επιδιώκει την άλωση του ιδρύματος. Ετσι, ενώ ο εκάστοτε διευθυντής του εκλεγόταν από την Ακαδημία Αθηνών έπειτα από δημόσια προκήρυξη της θέσης, τώρα η εκλογή του προέδρου του (καταργείται η θέση του διευθυντή) προτείνεται να γίνεται από εποπτική επιτροπή οριζομένη από τα υπουργεία Εξωτερικών και Παιδείας. Αρα ο κίνδυνος να εισχωρήσει στο Ινστιτούτο ο οικείος μας διαλυτικός κομματισμός βρίσκεται προ των πυλών. Πολύ περισσότερο μάλιστα αφού δεν θα απαιτείται πλέον ο εκάστοτε πρόεδρός του να είναι «επιστήμων αναγνωρισμένης αξίας ειδικός εις τας βυζαντινάς και μεταβυζαντινάς μελέτας», όπως συνέβαινε έως τώρα, αλλά απλώς ένας πανεπιστημιακός «οποιασδήποτε… βαθμίδας» ή ένας «…ερευνητής… Ερευνητικού Κέντρου με συναφές αντικείμενο με τους σκοπούς του Ινστιτούτου…», οι οποίοι, σημειωτέον, διευρύνονται! Το Ινστιτούτο εκτός από την «προαγωγή των βυζαντινών και μεταβυζαντινών σπουδών…» επιφορτίζεται και με την «…προαγωγή της πολιτιστικής διπλωματίας»!
Το Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών, με εν δυνάμει μάλιστα πρόεδρό του άσχετο με τις παραπάνω σπουδές, καταδικάζεται σε αργό θάνατο. Το μοναδικό ερευνητικό μας κέντρο εν τη αλλοδαπή, και μάλιστα σε πόλη όπου μεγαλούργησε ο ελληνισμός παίζοντας σημαντικό ρόλο στη μετάδοση του ελληνικού πολιτισμού στη Δύση, παροπλίζεται. Υπενθυμίζω ότι και άλλες φορές οι κυβερνώντες έχουν δείξει αντιπάθεια (ή άγνοια;) για την πρωτογενή έρευνα. Το 1982 η τότε ηγεσία του υπουργείου Πολιτισμού, γοητευμένη προφανώς από τη μαγεία της πόλης των γονδολιέρων, είχε… ονειρευτεί τη μετατροπή του ερευνητικού αυτού Ινστιτούτου (με τη ζηλευτή προίκα), σε πολιτιστικό κέντρο. Ευτυχώς η προσπάθεια εκείνη έμεινε στο όνειρο.
Οι ιθύνοντες του υπουργείου Εξωτερικών, λόγω αρμοδιότητας, δεν μπορεί παρά να είναι ενήμεροι για τη δράση στη χώρα μας πολλών ξένων ερευνητικών ιδρυμάτων (πρόσφατα άρχισε να λειτουργεί και το Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Ρουμανίας). Εκαναν όμως τον κόπο να πληροφορηθούν αν, για την επιλογή της διεύθυνσής τους και γενικά για τη λειτουργία τους, τον κύριο λόγο τον έχει το υπουργείο Εξωτερικών των χωρών τους; Δεν είναι η πρώτη φορά που το υπουργείο Εξωτερικών προσπαθεί να χειραγωγήσει το Ινστιτούτο της Βενετίας. Το 1982 με αφορμή και πάλι καταγγελίες για κακοδιαχείριση της τότε διοίκησής του κινήθηκε… δραστήρια, αποβλέποντας και τότε στον πλήρη έλεγχό του. Το Ινστιτούτο ταλαιπωρήθηκε και αδρανοποιήθηκε για επτά(!) ολόκληρα χρόνια, ο τότε διευθυντής και ένα στέλεχός του σύρθηκαν στα δικαστήρια, ώσπου τελικά δικαιώθηκαν πανηγυρικά, νομικά και ηθικά. Δυστυχώς το ατυχές εκείνο επεισόδιο δεν φαίνεται να φρονημάτισε τους ανθρώπους του υπουργείου. Η Βενετία, η ξακουστή πόλη των Δόγηδων, τους σαγηνεύει αενάως.
Η βούληση του υπουργείου Εξωτερικών να προωθήσει την «πολιτιστική διπλωματία» είναι σεβαστή. Για τον σκοπό αυτόν θα μπορούσε όμως να ζητήσει την ένταξη στις υπηρεσίες του τού Ιδρύματος Ελληνικού Πολιτισμού που συστήθηκε για ανάλογους σκοπούς και το οποίο σήμερα βρίσκεται κάτω από τη στέγη του αδύναμου υπουργείου Πολιτισμού. Πότε θα πρυτανεύσει στη χώρα το αυτονόητο;
Ο κ. Μιχάλης Α. Τιβέριος είναι ακαδημαϊκός, ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ