«Hommage».
Στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων η αύρα του Λευτέρη Βογιατζή εξακολουθεί να δεσπόζει στον χώρο. Ο Σπύρος Αλιδάκης, για παράδειγμα, βοηθός του στις τελευταίες παραστάσεις του, ανασυνθέτει την παρουσία τού εκλιπόντος σκηνοθέτη σε κάθε γωνιά του χώρου μέσα από εικόνες, ντοκουμέντα, αποσπάσματα από αρχειακό υλικό. Είναι πλούσιο και πολυσυλλεκτικό το εφετινό πρόγραμμα της ιστορικής σκηνής, ένα προσωπικό στοίχημα της Ειρήνης Λεβίδη, της συνεργάτριας και επί 30 χρόνια συντρόφου του Βογιατζή, η οποία είναι πλέον καλλιτεχνική διευθύντρια του θεάτρου με το «βαρύ» όνομα.
Στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων η αύρα του Λευτέρη Βογιατζή εξακολουθεί να δεσπόζει στον χώρο. Ο Σπύρος Αλιδάκης, για παράδειγμα, βοηθός του στις τελευταίες παραστάσεις του, ανασυνθέτει την παρουσία τού εκλιπόντος σκηνοθέτη σε κάθε γωνιά του χώρου μέσα από εικόνες, ντοκουμέντα, αποσπάσματα από αρχειακό υλικό. Είναι πλούσιο και πολυσυλλεκτικό το εφετινό πρόγραμμα της ιστορικής σκηνής, ένα προσωπικό στοίχημα της Ειρήνης Λεβίδη, της συνεργάτριας και επί 30 χρόνια συντρόφου του Βογιατζή, η οποία είναι πλέον καλλιτεχνική διευθύντρια του θεάτρου με το «βαρύ» όνομα.
Οπως εξηγεί αυτή η ιδιαίτερα γοητευτική γυναίκα και συνομιλήτρια μέσα από το σπίτι στη Νεάπολη όπου έζησε τα τελευταία χρόνια μαζί με τον Λευτέρη Βογιατζή, αυτή τη σεζόν το θέατρο έκανε την επιλογή των έργων του με έμπνευση από δημιουργούς του κινηματογράφου, όπως ο Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ και ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν, και με σκηνοθέτες τούς Γιώργο Σκεύα, Περικλή Μουστάκη και Γιάννη Μόσχο. Είναι μια διεθνής τάση μετά την «αποστράγγιση», τρόπον τινά, της λογοτεχνίας από το θέατρο, αλλά και μια κατεύθυνση κοντά στις επιδιώξεις του Βογιατζή. «Τι κρίμα που ο Λευτέρης δεν έκανε τις ταινίες που ήθελε» λέει με ένα πικρό χαμόγελο η Ειρήνη Λεβίδη. «Ηθελε να κάνει «Τα μαύρα κούτσουρα» του Παπαδιαμάντη και είχε σκεφτεί πολύ ωραία πράγματα, πιστεύω θα έβγαινε μια καταπληκτική ταινία. Νόμιζε ότι είχε όλο τον χρόνο μπροστά του. Και μετά μπερδευόταν κάθε φορά με ό,τι καινούργιο καταπιανόταν. Είναι κρίμα, γιατί έφυγε σε μια ηλικία που δεν ήταν μεν μικρός, αλλά ήταν πάρα πολύ δημιουργικός και είχε να δώσει πάρα πολλά πράγματα».
Γιατί δεν σκηνοθετούσαν και άλλοι σκηνοθέτες στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων όσο ζούσε, παρά μόνο σποραδικά, όπως για παράδειγμα ο Νίκος Μαστοράκης με το «Στην Εθνική με τα μεγάλα» το 1998; «Το είχαμε προσπαθήσει, αλλά ήταν παμφάγος ο Λευτέρης, με την έννοια ότι ήθελε όλο το θέατρο και όλον τον χρόνο για να ανεβάσει μια παράσταση. Ηθελε να είναι τελείως ελεύθερος. Αυτές τις πολυτέλειες τις έδινε στον εαυτό του».
Είναι το Θέατρο της Οδού Κυκλάδων βιώσιμο σε αυτή τη δύσκολη εποχή; «Προσπαθούμε να το κάνουμε βιώσιμο αποκτώντας ένα στίγμα που να δικαιολογεί την ύπαρξή μας. Κατ’ αρχάς, ένα ιστορικό θέατρο δεν κλείνει πουθενά στον κόσμο. Τι κάνεις όμως; Αφήνεις μια ταμπέλα και από κάτω βάζεις ό,τι να ‘ναι; Ούτε αυτό γίνεται. Εμείς λέμε «επιδιώκουμε τη νεωτερικότητα, αναζητούμε νέες ματιές από ικανούς σκηνοθέτες» –εφέτος, για παράδειγμα, ο Μιλτιάδης Φιορέντζης και ο Αργύρης Πανταζάρας παρουσιάζουν δύο πολύ ενδιαφέρουσες δικές τους προτάσεις –και στηριζόμαστε στην παράδοση. Η παράδοση είναι η αφοσίωση στο θέατρο, η ποιότητα, οι συντελεστές. Ηθοποιοί και συνεργάτες που έχουν ζήσει και ζυμωθεί με τον Λευτέρη, αλλά και νέοι άνθρωποι όπως η Λένα Παπαληγούρα στον «Γάμο της Μαρίας Μπράουν» που μόλις ξεκίνησε. Ο Λευτέρης σκεφτόταν να τη χρησιμοποιήσει. Δεν ξέρω αν θα το έκανε, αλλά τη σκεφτόταν. Μαζί της ο Γιάννης Νταλιάνης, που ήταν συνέχεια μαζί με τον Λευτέρη, η Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη, ο Γιώργος Σκεύας, ένας πολύ κοντινός άνθρωπός του και ταυτόχρονα ένας νέος σκηνοθέτης».
Τον Λευτέρη Βογιατζή τον ενδιέφερε η υστεροφημία του; «Το πολύ σίγουρο είναι πως τον ενδιέφερε το αρχείο του, το οποίο είναι πάρα πολύ καλά διατηρημένο. Ηθελε να μείνει και να χρησιμοποιηθεί. Σε σχέση με το θέατρο είχε πει το εξής, όταν ακόμη έψαχνε για άλλο θέατρο: «Αλλά και αυτό δεν θα το κλείσω, θα το αφήσω ανοιχτό αν χρειαστεί για κάποια παράσταση που του ταιριάζει»».
Γιατί έψαχνε για άλλο θέατρο; «Τον περιόριζε πάρα πολύ αυτό. Μου το έλεγε με φοβερό παράπονο και στεναχώρια ότι δεν έχει ένα θέατρο της προκοπής. Τώρα συνειδητοποιώ τι εννοούσε. Τώρα που δεν υπάρχει αυτό το τερατώδες ταλέντο και τώρα που βλέπω τι χρειάζεται για να μπορεί να είναι βιώσιμο. Πρέπει να είναι κάθε μέρα γεμάτο. Στον Λευτέρη ήταν και δεν το έπαιρνες χαμπάρι. Οι παραγωγές του ήταν πανάκριβες, δεν ήταν ψευδοπολυτελείς, γιατί έπρεπε να τα φτιάχνει όλα από την αρχή. Κι εμείς τώρα προσπαθούμε με νύχια και με δόντια και σε συνεργασία με παραγωγούς να μην κάνουμε φτηνιάρικες παραγωγές, να πληρώνουμε οπωσδήποτε τους ηθοποιούς με τον βασικό μισθό, αλλά και τις πρόβες τους».
Δεν φοβάστε ότι θα χαθείτε στον ωκεανό παραστάσεων της Αθήνας; «Υπάρχει μεγάλος ανταγωνισμός, και είναι φυσικό, κυρίως από τα μέγαρα. Το Μέγαρο Μουσικής, τη Στέγη, το «Νιάρχος». Με πολύ καλές προσφορές, με πολύ ενδιαφέροντα πράγματα, πώς να τους ανταγωνιστείς; Θα μου πεις, γιατί να τους ανταγωνιστείς; Ακόμη πιστεύω ότι ένα θέατρο που το δουλεύει συστηματικά ένας σκηνοθέτης, άντε δύο, είναι μια μονάδα καλλιτεχνικής παραγωγής η οποία ακόμη δεν μπορεί να αντικατασταθεί από τα μεγάλα ιδρύματα».
Εφέτος το Θέατρο της Οδού Κυκλάδων θεσμοθετεί και ένα ετήσιο πρόγραμμα σεμιναρίων με τίτλο «Ανιχνεύοντας τον τρόπο του Λευτέρη Βογιατζή» με την υποστήριξη του Ιδρύματος Ωνάση. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μια μέθοδο που ακολουθούσε; «Ο ίδιος δεν ήθελε να έχει «μέθοδο». Ηταν σε μια συνεχή αναμέτρηση με τον βαθύτερό του εαυτό, η οποία ήταν και σκληρή, και βίαιη, και πλούσια. Ηταν ένα ηθελημένο ταξίδι στο άγνωστο. Επομένως αυτό δεν μπορούσε να είναι μέθοδος και δεν ήθελε να την παγιώσει: Εκανα τη «Σπασμένη στάμνα»; Ε, θα κάνω και στους «Αγροίκους» το ίδιο. Γι’ αυτό και είναι, νομίζω, η μοναδική περίπτωση στο ελληνικό θέατρο που συνήθιζε να εξελίσσει συνεχώς τον τρόπο που αντιμετώπιζε τα έργα. Αλλος ήταν ο σκηνοθέτης του Γκολντόνι και άλλος της Σάρα Κέιν. Φυσικά, ήταν πάντα ο ίδιος, αλλά τα μέσα του άλλαζαν, πολλαπλασιάζονταν, μετακινούνταν, και αυτό είναι το μεγάλο ενδιαφέρον. Ο Λευτέρης, βέβαια, είχε για μπούσουλα το έργο. Ηταν μοναδικά καλός αναγνώστης, γιατί από μικρός λάτρευε τη λογοτεχνία και ήταν πάρα πολύ διαβασμένο παιδί. Οι συμφοιτητές του στο πανεπιστήμιο λένε ότι δεν έκανε τον παντογνώστη, ούτε χρησιμοποιούσε τσιτάτα, απλώς ό,τι αγαπούσε πάρα πολύ το έλεγε αναπάντεχα στους διπλανούς του».
Πού τον οδηγούσε αυτή η διαρκής αναμέτρηση; Του έφερνε μια γαλήνη ή του ενίσχυε την αγωνία για το ανεξερεύνητο «είναι» του; «Νομίζω ότι το ανεξερεύνητο ήταν για τον Λευτέρη ένα modus vivendi που εμπεριείχε και τη γαλήνη και την ηρεμία».
Τους ηθοποιούς του με ποια κριτήρια τους επέλεγε; «Οταν έβλεπε μια ερμηνεία που έστω και σε μια γωνίτσα της τον συγκινούσε, όταν έβρισκε κάτι γυμνό, αληθινό… χραπ, «αυτός είναι για τα δικά μου χεράκια» έλεγε. Με κάποια υπερβολή μπορώ να πω ότι εάν δύο τέτοιες γωνίτσες είχε σε κάθε του παράσταση θα ήταν ευχαριστημένος, γιατί ήξερε ότι αυτές οι μικρές δόσεις αλήθειας δεν βρίσκονται εύκολα. Γι’ αυτό είχε τέτοια μανία με τους ηθοποιούς και τις πρόβες. Σε όλη αυτή τη διαδικασία προσπαθούσε ακριβώς να ξυπνήσει αυτές τις στιγμές αλήθειας. Αυτό το εισέπραττε ο θεατής και συγκλονιζόταν. Εξ ου και το μεγάλο δέσιμό του με τον Λευτέρη. Στην κηδεία του είχε κόσμο που ήταν πολύ περισσότερος από τον κόσμο ο οποίος συνήθως πάει σε έναν μεγάλο καλλιτέχνη. Κόσμος που ήταν παρών με μια προσωπική συμμετοχή στο πένθος, όχι από περιέργεια».
Εκείνος είχε το μυαλό του στο κοινό όταν έκανε μια παράσταση; «Οχι, καθόλου. Αλλά σίγουρα δεν του άρεσε καθόλου το ελιτίστικο θέατρο. Το θέατρο που προτάσσει «είμαι δύσκολος, πρέπει να με καταλάβεις». Η αγωνία και ο αγώνας του ήταν να επικοινωνήσει τη δική του αναζήτηση μέσα από τα σώματα των ηθοποιών και τις φωνές τους».
Ο Γιώργος Διαλεγμένος ήταν άλλος ένας σταθερός συνεργάτης, ετοιμάζετε μάλιστα ένα αφιέρωμα για «τη θυελλώδη σχέση» τους των 30 χρόνων. Θυμάστε κάποια ιδιαίτερη στιχομυθία μεταξύ τους; «Ω, είναι τόσο πολλές. Ο ένας εκτιμούσε το έργο του άλλου. Από εκεί και πέρα, οι προσωπικότητες μπορεί να συγκρούονταν ανάλογα με τα σύνδρομα και τα προβλήματα του καθενός. Ενα μεγάλο μέρος από αυτά που έγραφε ο Διαλεγμένος έβγαιναν κατευθείαν από το ασυνείδητο, το λέει και ο ίδιος. Νομίζω λοιπόν ότι στη σχέση τους επικοινώνησαν τα δύο ασυνείδητα. Τώρα, ο Διαλεγμένος είχε πάντα μια μεγάλη επιθυμία να σκηνοθετήσει τα έργα του, χωρίς όμως να το λέει ευθέως και να το αποτολμά. Θυμάμαι, μιλούσαν στο τηλέφωνο για το τελευταίο του έργο, το «Nothing for nothing», και άκουσα τον Λευτέρη να λέει πάρα πολύ ήρεμα: «Γιώργο μου, ήρθε η ώρα σου. Αυτή τη φορά εσύ θα σκηνοθετήσεις το έργο σου»».
Παρά το πολύ σοβαρό του περίβλημα πρέπει να είχε πολύ χιούμορ… «Απίστευτο χιούμορ, γελούσε όλη την ημέρα. Δεν έλεγε ανέκδοτα, δεν ήταν τέτοιος τύπος, αλλά έκανε πολλές παρατηρήσεις από τη ζωή. Είχε ιδιαίτερο χιούμορ, ψαγμένο, αναπάντεχο. Οπως ήταν και ο ίδιος γενικότερα. Βλέπετε αυτή τη φωτογραφία που είναι ο Γκλεν Γκουλντ μικρός στο πιάνο και δίπλα του ένας σκύλος; «Ποιος είναι σε αυτή τη φωτογραφία;» τον ρωτούσαν. «Ο Λευτέρης μικρός και μια θεία του» απαντούσε. Θα γυριστεί τώρα μια ταινία η θεματική της οποίας θα περιστρέφεται γύρω από την αστεία πλευρά του Λευτέρη. Δεν θα σας πω περισσότερα όμως».
Τελικά η παράσταση-σταθμός στο θέατρό του ήταν «Η νύχτα της κουκουβάγιας»; «Αυτή ήταν πολύ μεγάλη στιγμή. Ο ίδιος αγαπούσε πάρα πολύ όλα τα παιδιά του, τη Σάρα Κέιν, τον Μολιέρο. Νομίζω ότι οι παραστάσεις του Μολιέρου ήταν πραγματικά εξαιρετικές σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Ναι, ήταν ικανοποιημένος πολύ από τη «Νύχτα της κουκουβάγιας», παρ’ όλο που είχε ένα τετράδιο και σημείωνε κάθε μέρα τις παρεκβάσεις, τι έγινε σωστό και τι δεν έγινε ωραίο. Και έκανε καινούργιες πρόβες, ήταν χαρακτηριστικό αυτό. Οσο κρατούσε η παράσταση, έκανε πρόβες μια ώρα πριν από την έναρξη. Κάθε μέρα. Ηθελε η παράσταση να είναι το ίδιο ζωντανή κάθε μέρα. Να μην πέφτει σε κλισέ και σε ευκολίες».
Το «Με δύναμη από την Κηφισιά» πώς το είχε επιλέξει; Ηταν ο πρώτος που το ανέβασε και στη συνέχεια το σκηνοθέτησαν πολλοί, με τελευταίο τον Δημήτρη Καραντζά. «Ναι, το γνωρίζω, αλλά δύσκολα μπορώ να δω ακόμη παραστάσεις για τις οποίες δουλέψαμε –γιατί δούλευα κι εγώ δίπλα του πάρα πολύ. Είναι λάθος μου, αλλά μου είναι δύσκολο συναισθηματικά. Ενώ λογικά και ιδεολογικά εύχομαι να βρεθεί κάποιος να κάνει μια καλύτερη παράσταση ή μια εξίσου καλή. Στην παράσταση του Λευτέρη πέθαινες από τα γέλια και οι ερμηνείες ήταν καταπληκτικές. Λάτρευε τον Κεχαΐδη έτσι κι αλλιώς. Του άρεσαν πολύ αυτοί οι εκρηκτικοί, παράλογοι διάλογοι του έργου. Για παράδειγμα, η μια από τις ηρωίδες διηγείται τρομερές δυστυχίες, αυτοκτονίες που έγιναν σε κάποιο εστιατόριο και η άλλη σαν ατάκα τής λέει: «Και τι φάγατε;». Τέτοια αλλοτρίωση. Στις αναζητήσεις του τις καθαρά θεατρικές πήρε πράγματα από αυτό το έργο. Το λέει και στο πρόγραμμα της παράστασης, όπου συζητάει μαζί με τους συγγραφείς του έργου Δημήτρη Κεχαΐδη και Ελένη Χαβιαρά».
Τα προγράμματα τα επιμελούσασταν εσείς. «Ναι. Γιατί δεν τα κάνω πια; Από πίστη. Από πίστη, αγάπη, ελπίδα, βλακεία».
Με ποιον τρόπο τα διαμορφώνατε; «Μου έλεγε διάφορα πράγματα από τις πρόβες του και από τις στεναχώριες του και τι σκεφτόταν να κάνει με την τάδε σκηνή. Εγώ έβλεπα παράλληλα τα βιβλία που διάβαζε και βάσει αυτών έκανα μια επιλογή κειμένων που είχαν σχέση με την προβληματική του έργου, αλλά κυρίως του σκηνοθέτη. Προσπάθησα να δώσω κείμενα που φώτιζαν τη σκηνοθετική ματιά. Γι’ αυτό στον Μολιέρο έβαλα Λακάν. Στις πρόβες δεν ήμουν παρούσα. Είχα πάει στο «Συμφορά από το πολύ μυαλό» το ’86 και κάτι δεν μου είχε αρέσει, το είχε δει στο βλέμμα μου και είχε στεναχωρηθεί πάρα πολύ. Από τότε είπα: «Δεν θα πηγαίνω, να μην τον επηρεάζω, εξάλλου μπορεί να μην κατάλαβα κάτι»».
Την αρνητική κριτική πώς την αντιμετώπιζε; «Δεν την άντεχε. Ούτε αδιαφορούσε –νομίζω ότι και αυτοί που ισχυρίζονται κάτι τέτοιο για τον εαυτό τους δεν λένε την αλήθεια. Ποιος μπορεί να αντέξει να τον βρίζουν δημοσίως; Γιατί, ξέρετε, υπήρξαν και υβριστικές κριτικές. Οι πολιτικοί ίσως».
Θεωρείτε ότι υπάρχει κάποιο κριτικό κείμενο που ξεκλείδωσε παράστασή του με τρόπο υποδειγματικό; «Νομίζω ναι. Ας πούμε, «Η νύχτα της κουκουβάγιας» έχει πολύ ενδιαφέρουσες κριτικές, για παράδειγμα από τον Γιάννη Βαρβέρη. Οι παραστάσεις που ανέβασε ο Λευτέρης δεν σκιάζονται εύκολα, δεν μπορούν να ξανανέβουν, προς το παρόν, με μια ανάλογη πληρότητα και γοητεία».
Αλήθεια, γιατί δεν ήθελε να τον βλέπει η μητέρα του στις παραστάσεις; «Γιατί θεωρούσε ότι είναι πολύ επικριτική. Οχι ότι θα του έκανε κακή κριτική για την παράσταση, αλλά έστω αυτό το «μην κουράζεσαι», «σε εκείνη τη σκηνή είχες ιδρώσει» δεν μπορούσε να το αντέξει. Βέβαια, είχε πάει να τον δει στο Ηρώδειο ως «Λυσιστράτη» στην παράσταση του Σπύρου Ευαγγελάτου το ’76, αλλά εκεί το μάτι της δεν μπορούσε να φτάσει να δει λεπτομέρειες. Πιο πολύ τον ενδιέφερε να μην τον βλέπει ως ηθοποιό. Ο μπαμπάς του, από την άλλη, ερχόταν πάντα».
Φαντάζομαι ότι δεν στάθηκαν εμπόδιο στα σχέδιά του να γίνει ηθοποιός. «Οχι, μάλιστα ο Λευτέρης έλεγε κάποτε σε μια κουβέντα για τις παραστάσεις των δεκαετίων του ’50 και του ’60: «Πηγαίναμε με τη μαμά μου και τον Σταμάτη (σ.σ.: ο αδελφός του και γνωστός λυρικός τραγουδιστής Σταμάτης Βογιατζής). Ε, εξάλλου σε εκείνη δεν τα οφείλουμε όλα; Εκείνη μας έπαιρνε παντού». Ηταν πολύ θεατρόφιλη. Εκείνος μεγαλώνοντας κρυβόταν στα θεωρεία του Εθνικού Θεάτρου για να παρακολουθεί τις πρόβες του Μινωτή, να βλέπει την Παξινού. Και στον Χορν είχε πάει και είχε κρυφτεί. Είχε κάνει τις επιλογές του».
Οι φίλοι σας ποιοι ήταν; «Κάναμε πολλή παρέα με τον σκηνοθέτη Νίκο Παναγιωτόπουλο και τη γυναίκα του τη Μαριάννα. Φίλος του πολύ από παλιά ήταν ο ποιητής και μεταφραστής Νίκος Παναγιωτόπουλος. Ο Μένης Κουμανταρέας. Ο Παντελής Βούλγαρης και η Ιωάννα Καρυστιάνη, αλλά και η Μαρίνα Καραγάτση στην Ανδρο. Ο Λευτέρης είχε δύο πλευρές. Η μία ήταν πολύ κοινωνική και ευχάριστη. Θυμάμαι, πηγαίναμε σε πρεμιέρες και έφευγε τελευταίος. Μιλούσε με όλους τους γνωστούς, με τους ηθοποιούς έναν-έναν, γελούσε, «χασομερούσε», όπως έλεγα εγώ, που έπρεπε να τον περιμένω ώρα. Είχε και μια άλλη πλευρά, πολύ μοναχική. Του άρεσε πάρα πολύ να είναι μόνος του στο σπίτι να διαβάζει κι εγώ να τριγυρνάω. Ή να διαβάζει και εγώ να είμαι απέναντί του να κάνω μια δουλειά, να με βλέπει. Ή να έχει θεατή, πάρτε το όπως θέλετε».
Είχε αγαπημένα στέκια; «Οχι, το αγαπημένο στέκι του ήταν το σπίτι στην Ανδρο. Το κάναμε μαζί, ήταν το κοινό μας σπίτι. Πηγαίναμε συχνά στο νησί γιατί μας έδιναν το σπίτι τους η Μαρλένα Πολιτοπούλου και ο Κώστας Ρεσβάνης και ύστερα από 2-3 καλοκαίρια αρχίσαμε να ψάχνουμε για εμάς. Το βρήκαμε στο πιο κακοτράχαλο μέρος στις Στραπουριές. Πλέον δεν είναι καθόλου δύσκολο να φτάσει κανείς στο κτήμα, αλλά όταν πρωτοπήγαμε εμείς έπρεπε να ανεβαίνουμε 300 σκαλιά. Δεν κοιτάξαμε τη βολή μας, την ομορφιά κοιτάξαμε. Ηταν ένα παραμυθένιο μέρος για εμάς. Με ένα πολύ ωραίο κτίσμα, με ωραία στοιχεία λαϊκής αρχιτεκτονικής, με θέα εντελώς μοναδική, καθώς βλέπεις ταυτόχρονα και Ανατολή και Δύση, και τη Χώρα και τα λιβάδια».
Υπήρξε και δεινός κολυμβητής, σωστά; «Δεν έχανε ποτέ το μπάνιο, ούτε μία φορά. Ερχόταν από την Αθήνα στην Ανδρο και επειδή το πλοίο έφευγε αργά, στις 7 μ.μ., έκανε μπάνιο στη διαδρομή. Ενα προτού πάρει το πλοίο, καθ’ οδόν για Ραφήνα, και άλλο ένα μόλις έφτανε στην Ανδρο. Κολυμπούσε ώρα, αλλά και πάλι δεν ήταν ευχαριστημένος. «Επρεπε να κολυμπάω περισσότερο» έλεγε».
Του έλειψε ποτέ ότι δεν είχε παιδί; «Ναι, πολλές φορές. Το είχαμε σκεφτεί το θέμα «παιδί». Αν τύχαινε, εντάξει, αλλά να το επιδιώξουμε δεν το αποτολμούσαμε ούτε ο ένας ούτε ο άλλος τελικά. Μια φορά είχε πει: «Θα ήθελα πάρα πολύ ένα παιδί, αλλά δεν ξέρω αν θα ήμουν ικανός να το μεγαλώσω όπως νομίζω ότι πρέπει να μεγαλώνει ένα παιδί». Σίγουρα, αν είχε, θα ήταν καταπληκτικός πατέρας».
Είχε πιο λαϊκά ή πιο ποπ γούστα όσον αφορά την τέχνη; «Του άρεσε πάρα πολύ η μουσική και όχι μόνο οι όπερες και η κλασική μουσική. Ο Τομ Γουέιτς, ο Νικ Κέιβ, αλλά και η Μπαρμπαρά ή η μουσική κάντρι και ο Ελβις Πρίσλεϊ. Τρελαινόταν για θρίλερ, αλλά και για τις b και c movies που έβλεπε στην τηλεόραση. Τον ενδιέφεραν πολύ γιατί έβγαζε από αυτές στοιχεία που πιθανώς θα τα χρησιμοποιούσε μετά σε παραστάσεις. Κατά εποχές έβλεπε απελπιστικά πολλή τηλεόραση. Βέβαια, επειδή είχε πάντα το άγχος του χρόνου, πολλές φορές έκανε παράλληλα άλλα πράγματα, όπως την πρωινή γυμναστική του, κάθε μέρα, από μία ώρα. Ή μετά το βράδυ πολύ αργά έβλεπε Αννίτα Πάνια. Τρελαινόταν για το trash. Μια εποχή μπορώ να πω ότι το μελέτησε. Δεν απέκλειε απολύτως τίποτα. Τον ενδιέφεραν η ζωή, ο άνθρωπος, οι σχέσεις του, σε όλες τις εκφάνσεις».
-Θέατρο της Οδού Κυκλάδων «Λευτέρης Βογιατζής» (Κυκλάδων 11 & Κεφαλληνίας, Κυψέλη). «Hommage», σε σκηνοθεσία Σπύρου Αλιδάκη, από τις 4/12, κάθε Δευτέρα και Τρίτη. «Ο γάμος της Μαρίας Μπράουν», σε σκηνοθεσία Γιώργου Σκεύα, από τις 22/11, Τετάρτη έως Κυριακή.
-«Ανιχνεύοντας τον τρόπο του Λευτέρη Βογιατζή» (κτίριο Κυκλάδων 6). Τα σεμινάρια ολοκληρώνονται στις 31 Ιανουαρίου 2018. Η ομάδα εργασίας αποτελείται από τους Στεφανία Γουλιώτη, Νίκο Κουρή, Αμαλία Μουτούση, Χλόη Ομπολένσκι και Γιώργο Σκεύα.
Στην ένθετη φωτογραφία ο Λευτέρης Βογιατζής στην παράσταση «Σ’ εσάς που με ακούτε» της Λούλας Αναγνωστάκη (2002). Η φωτογραφία είναι του Κώστα Ορδόλη όπως και όλες οι φωτογραφίες του αρχείου του Λευτέρη Βογιατζή που συμπεριλήφθηκαν στο άρθρο του BHΜΑgazino.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2017.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ