Η ανάγκη των ανθρώπων για απαντήσεις είναι απόλυτα συμβατή με τη φύση τους –τις ψάχνουν, κάποιοι μάλιστα μανιωδώς, μολονότι γνωρίζουν πως για τα μεγάλα ζητήματα της ζωής τέτοιες δεν υπάρχουν.
Η διαδικασία της δημιουργίας του ανθρώπου παραμένει εξίσου ανεξερεύνητη με τη σκοτεινή ψυχοσύνθεσή του. Η έλξη για τον άλλον εξηγείται δυσκολότερα από την αποστροφή. Η πίστη και ο έρωτας γεννιούνται συνήθως ξαφνικά και απροσδόκητα. Τα νοσήματα που δεν καταλαβαίνουμε τα ονομάζουμε «ψυχικά» γιατί μας τρομάζει η περιγραφή τους. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ο ορισμός του «φυσιολογικού», που διαρκώς μεταβάλλεται. Εν τέλει, έχουμε μάθει να θεωρούμε φυσιολογικό ό,τι απλά μας έχει τύχει ή οτιδήποτε γνωρίζουμε ότι έχει συμβεί σε άλλους –ακόμη κι αν συχνά για αυτό δεν υπάρχει η παραμικρή εξήγηση.
Η ταινία του Γιώργου Λάνθιμου, που προβάλλεται στις αίθουσες με τον κάπως πομπώδη τίτλο «Ο θάνατος του ιερού ελαφιού», αποτελεί ένα δοκίμιο που έχει σχέση με την αντίληψη των ανθρώπων για το τι είναι και τι δεν είναι φυσιολογικό. Μόνο που ο Λάνθιμος, με την εξαιρετική μανιέρα του, για το χτίσιμο του δοκιμίου δεν χρησιμοποιεί μόνο τους ηθοποιούς του και την κάμερα, αλλά και εμάς τους θεατές, βάζοντάς μας μπροστά στην ανάγκη να προβληματιστούμε για το πώς αντιλαμβανόμαστε τη «φυσιολογικότητα»: με μια σπάνια μαεστρία παίζει με τις βεβαιότητές μας, κυρίως για να μας θυμίσει ότι η συνήθεια μετρά περισσότερο από την αντίληψη. Στη ζωή δεν έχουμε πάντα εξηγήσεις και απαντήσεις, απλώς με κάποια ανεξήγητα έχουμε μάθει να πορευόμαστε και με άλλα όχι.
Στην ταινία, η οικογένεια δύο γιατρών χτυπιέται από ένα είδος ανεξήγητης κατάρας: την προκαλεί ο γιος ενός καλού οικογενειάρχη που πέθανε κατά τη διάρκεια μιας καρδιοχειρουργικής επέμβασης –πέθανε στα χέρια του μεθυσμένου γιατρού, πρωταγωνιστή και τραγικού ήρωα της ταινίας. Πιο πολύ και από το στόρι προκαλούν πραγματικό ενδιαφέρον οι συζητήσεις όσων είδαν την ταινία: οι πιο πολλοί θεατές, μαζί τους και κάμποσοι καλοί κριτικοί κινηματογράφου που τον Λάνθιμο κατά τα άλλα τον αποθεώνουν, ζητούν εξηγήσεις για το πώς την οικογένεια των πρωταγωνιστών μπορεί να την έχει βρει ένα τόσο μεγάλο κακό –αναρωτιούνται κυρίως για το πώς ο 16χρονος εκδικητής το προκαλεί στο όνομα του νεκρού πατέρα.
Αυτή η αναζήτηση εξηγήσεων, που δεν υπάρχουν, τονίζει απλά το πόσο έτοιμοι είμαστε όλοι μας να δεχτούμε κάποιες άλλες συμφορές που στην ταινία εμφανίζονται και δεν τις θεωρούμε ανεξήγητες, γιατί είμαστε απλά σε αυτές συνηθισμένοι. Δεν θεωρούμε παράδοξο π.χ. ότι ένας 45άρης που δεν καπνίζει, κάνει καλή ζωή και αθλείται παθαίνει ξαφνικά καρδιακό επεισόδιο. Δεν μας κάνει εντύπωση που ο καρδιοχειρουργός που τον χάνει στη διάρκεια μιας συνηθισμένης πλέον επέμβασης τον χειρουργεί μεθυσμένος, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν κατηγορείται καν για τον θάνατο του ασθενούς του. Δεν μας ενοχλεί σχεδόν καθόλου ότι ένα 16χρονο παιδί που έχει χάσει τον πατέρα του από καρδιακό επεισόδιο καπνίζει μανιακά. Δεν βρίσκουμε καθόλου παράταιρο ή παράδοξο ότι η χήρα του νεκρού ποθεί σεξουαλικά τον γιατρό που δεν κατάφερε να σώσει τον άντρα της. Δεν έχουμε καμία απορία για όλα αυτά. Αλήθεια, πόσο φυσιολογικά είναι;
Ο Λάνθιμος κερδίζει ένα δύσκολο στοίχημα αποδεικνύοντας ότι έχουμε μάθει να αποδεχόμαστε πλέον ως φυσιολογικό οτιδήποτε μη φυσιολογικό, αρκεί αυτό να είναι συμβατό με τους δικούς μας κώδικες κατανόησης της ζωής, δηλαδή με το σύνηθες. Η συνήθεια μας δίνει απαντήσεις αρκετά απλοϊκές, αλλά αυτό δεν μας πειράζει. Για το καρδιακό επεισόδιο του προσεκτικού 45άρη «φταίει το κακό το ριζικό του». Ο μεθυσμένος γιατρός τη γλιτώνει «γιατί ο κόσμος είναι άδικος». Τα 16χρονα παιδιά καπνίζουν –συμβαίνει και δεν μας απασχολεί ούτε καν το γιατί. Η μάνα τους μπορεί να είναι τσούλα –άλλωστε για τις σαραντάρες χήρες και τις σεξουαλικές τους διαστροφές έχουμε ακούσει ένα σωρό ιστορίες.
Oπως λέει κι ένα τραγούδι, «τα μιλήσαμε, τα συμφωνήσαμε». Και τώρα, Γιώργο Λάνθιμε, θέλουμε εξηγήσεις για τα δικά σου ανεξήγητα, πανάθεμά σε…
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ