Βόλφερτ Βέμπερ ή Χρυσά όνειρα
Μετάφραση Γιώργος Μπαρουξής
Εκδόσεις Ποικίλη Στοά, 2017
σελ. 104, τιμή 10 ευρώ
Οι φανατικοί αναγνώστες των διάσημων κόμικς του Μπάτμαν σε αυτά παραπέμπουν όταν ακούν τις λέξεις Gotham City, που χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά το 1940. Πρόκειται για την πόλη του Μπάτμαν (που ο δημιουργός του την τοποθετεί στο Νιου Τζέρσι, το οποίο συνορεύει με τη Νέα Υόρκη). Αλλά η προέλευση είναι πολύ παλαιότερη. Πρόκειται για το ψευδώνυμο που έδωσε ο Ουάσινγκτον Ιρβινγκ στη Νέα Υόρκη το 1807, στο περιοδικό του Salmagundi. Αλλά κι αυτός την πήρε από αλλού. Gotham λεγόταν ένα χωριό στο Νότιγχαμσαϊρ της Αγγλίας, που, κατά τον θρύλο, το κατοικούσαν τρελοί.
Την «τρέλα» της Νέας Υόρκης μετέφερε σε πλήθος κείμενά του ο Ουάσινγκτον Ιρβινγκ, ο πρώτος αμερικανός συγγραφέας που έγινε γνωστός εκτός ΗΠΑ. Και αυτή τη «γλυκιά τρέλα» θα βρει ο αναγνώστης στο αφήγημά του Βόλφερτ Βέμπερ ή Χρυσά όνειρα, που περιλαμβάνεται στη συλλογή του Tales of a Traveller (Ιστορίες ενός ταξιδιώτη) του 1824. Φανταστείτε λοιπόν μια Νέα Υόρκη όχι αγγλοσαξονική αλλά ολλανδική και ένα Μανχάταν χωρίς ψηλά κτίρια αλλά με χωράφια και αγροικίες. Και έναν πρωταγωνιστή ονόματι Βόλφερτ Βέμπερ, ο οποίος είναι γόνος μιας από τις πρώτες οικογένειες Ολλανδών που αποίκισαν το Μανχάταν.
Λάχανα και θησαυροί
Ο Βέμπερ συνεχίζοντας την παράδοση της οικογένειάς του καλλιεργεί λάχανα στο μεγάλο χωράφι που κατέχει. Κερδίζει αρκετά για να έχει μια αξιοπρεπή ζωή και ένα ωραίο αγροτικό σπίτι. Είναι παντρεμένος με μια καλή γυναίκα και έχει μια όμορφη θυγατέρα της παντρειάς. Τα βράδια περνάει την ώρα του στην ολλανδική λέσχη ενός κοντινού πανδοχείου διασκεδάζοντας με τις ιστορίες που ακούει για περιπέτειες στη θάλασσα, πειρατές και κρυμμένους θησαυρούς, που του εξάπτουν τη φαντασία, όπως άλλωστε και όσων παρευρίσκονται σε αυτές τις συναντήσεις. Και βέβαια ο αναγνώστης συμπεραίνει ότι το όνειρο του εύκολου και γρήγορου πλουτισμού ήταν από τότε όνειρο των αποίκων σε μια περιοχή που θα εξελισσόταν έναν αιώνα και πλέον αργότερα σε μια λαμπρή μεγαλούπολη.
Αλλά σύντομα ο κόσμος όπου ζούσε ο Βόλφερτ Βέμπερ θα άλλαζε, όπως είχε αρχίσει να αλλάζει και το Μανχάταν. Η σταδιακή ανάπτυξη της πόλης ανέβαζε το κόστος ζωής και τα κέρδη του δεν επαρκούσαν ώστε να διατηρήσει το ίδιο βιοτικό επίπεδο, αφού εξαιτίας του σκληρού ανταγωνισμού δεν μπορούσε να ανεβάσει τις τιμές. Σιγά-σιγά η φαντασία άρχισε να καταλαμβάνει τον χώρο της πραγματικότητας. Αφού, σύμφωνα με τις ιστορίες που άκουγε, είχαν βρεθεί τόσοι θησαυροί, γιατί να μην υπήρχε ένας ακόμα, θαμμένος στο χωράφι του;
Ο Βέμπερ παρατάει την καλλιέργεια του χωραφιού του και αρχίζει τα βράδια να σκάβει για να βρει κρυμμένους θησαυρούς. Οι δικοί του απελπίζονται και ζητούν τη συμβουλή του γιατρού της περιοχής, ο οποίος όμως έχει παρόμοιες φαντασιώσεις. Ετσι, αντί να «συνεφέρει» τον φαντασιόπληκτο, συνεργάζεται μαζί του στην αναζήτηση του θησαυρού πεπεισμένος από τις φήμες και την αφήγηση ενός γέρου μαύρου, ο οποίος είδε κάποτε, κάπου να θάβουν κάποιοι ένα μπαούλο. Ο Βέμπερ, ο γιατρός και ο μαύρος ψάχνουν να βρουν το μέρος –νύχτα φυσικά, προκειμένου να είναι υποβλητικότερη η ατμόσφαιρα. Η αναζήτηση πλουτίζεται με διάφορες περιπέτειες, που ωστόσο ο συγγραφέας τις περιγράφει με αρκετή ειρωνεία, θυμίζοντάς μας σε πολλά σημεία τον Τζόναθαν Σουίφτ.
Η αναζήτηση έχει άδοξο τέλος, ο Βέμπερ αισθάνεται ότι αυτό είναι και το τέλος της ζωής του –και πέφτει να πεθάνει. Δίνει την έγκρισή του η κόρη του να παντρευτεί τον φτωχό αλλά όμορφο νεαρό με τον οποίο είναι ερωτευμένη και ετοιμάζεται κατόπιν να συντάξει τη διαθήκη του με τη βοήθεια ενός νεαρού δικηγόρου. Ωστόσο ο δικηγόρος τού λέει κάτι που αγνοούσε: το τεράστιο χωράφι του έχει πλέον αμύθητη αξία, αφού ο δήμος θα περάσει από εκεί έναν φαρδύ δρόμο. Αυτός που θα το κληρονομήσει θα κολυμπάει στα πλούτη. Ο Βέμπερ τότε σηκώνεται από την «επιθανάτια κλίνη» και δηλώνει ότι τη διαθήκη του θα τη συντάξει μια άλλη φορά.
Οπως συμβαίνει στα παραμύθια, ο βαθύπλουτος πλέον Βέμπερ που όσο περνούσαν τα χρόνια «γινόταν γέρος και πλούσιος και παχύσαρκος, έφτιαξε και μια μεγάλη άμαξα» που την τραβούσαν «ένα ζευγάρι μαύρες φλαμανδικές φοράδες με ουρές που σάρωναν το έδαφος», γράφει ο Ιρβινγκ, για να σχολιάσει με σαρκασμό παρακάτω: «Και για να τιμήσει την προέλευση του μεγαλείου του έβαλε να του ζωγραφίσουν για θυρεό ένα μεγάλο λάχανο στις πόρτες (του ανακτόρου που έχτισε), με το βαρυσήμαντο απόφθεγμα ALLES KOPF, δηλαδή ΟΛΟ ΚΕΦΑΛΙ, που σήμαινε ότι είχε πετύχει με καθαρή δουλειά του μυαλού».
Συγγραφέας εποχής
Είναι γοητευτικός ο τρόπος με τον οποίο ο Ιρβινγκ ενσωματώνει μέσα στην κύρια ιστορία και άλλες μικρότερες, χωρίς να παρακάμπτει το βασικό του θέμα. Οι μικρές αυτές αφηγήσεις δεν λειτουργούν συμπληρωματικά αλλά ενισχύουν τη δύναμη της κύριας αφήγησης. Ο Ιρβινγκ έγραφε για τους αναγνώστες της εποχής του και όλα του τα βιβλία είχαν μεγάλη εμπορική επιτυχία, συμπεριλαμβανομένου και του πεντάτομου έργου Η ζωή του Τζορτζ Ουάσινγκτον, τον οποίο είχε γνωρίσει όταν ήταν έξι ετών.
Ο Ιρβινγκ είναι συγγραφέας της εποχής του και δεν θα τον χαρακτήριζε κανείς συγγραφέα για όλες τις εποχές. Ηταν όμως εκείνος που άνοιξε τον δρόμο ώστε να γίνουν γνωστοί παγκοσμίως οι μεγάλοι αμερικανοί πεζογράφοι του 19ου αιώνα: ο Μέλβιλ, ο Πόου, ο Χόθορν.
Νομίζω πως ο αναγνώστης που θα έλθει για πρώτη φορά σε επαφή με το έργο του θα αναζητήσει και τα άλλα βιβλία του που κυκλοφορούν στα ελληνικά. Εδώ, όπως σωστά τονίζει στη μικρή εισαγωγή του ο μεταφραστής του βιβλίου Γιώργος Μπαρουξής, ο Ιρβινγκ «διηγείται για πρώτη φορά το αμερικανικό όνειρο εν τη γενέσει του, στο κέντρο των ονείρων, το πολύχρυσο Μανχάταν». Ο συγγραφέας όμως αυτός, όπως και όλοι όσοι διαθέτουν τη δική του αίσθηση του χιούμορ, είναι σκεπτικιστής. Και το «ευτυχισμένο τέλος» της ιστορίας του είναι κατά βάθος ειρωνικό –γι’ αυτό και το αφήγημα αυτό διαβάζεται και σήμερα με ενδιαφέρον.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ