Μιλήστε μου για την παράσταση «7 χρόνια» στην οποία πρωταγωνιστείτε στο θέατρο Αποθήκη, σε σκηνοθεσία Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου. «Τέσσερις φίλοι έχουν στήσει µια επιτυχηµένη εταιρεία σχεδιασµού λογισµικού. Οταν η Εφορία ανακαλύπτει µια οικονοµική απάτη, η µόνη λύση είναι κάποιος από τους τέσσερις να αναλάβει µόνος του την ευθύνη και να περάσει επτά χρόνια στη φυλακή ώστε να σώσει τους υπόλοιπους. Για αυτό τον σκοπό καλούν έναν ανεξάρτητο µεσολαβητή να τους βοηθήσει να αποφασίσουν ποιος θα πάρει πάνω του το βάρος αυτό. Τους συναντάµε εκείνο το σκοτεινό βράδυ της διαµεσολάβησης, υπό την απειλή του εγκλεισµού, να αποκαλύπτουν τον πιο ανθρωποφαγικό εαυτό τους».
Αν και επιτυχημένοι, οι ήρωες του έργου αποδεικνύονται βαθιά δυστυχισμένοι… «Το ενδιαφέρον είναι ότι, ενώ φοβούνται τη φυλακή, τελικά ήδη βρίσκονται σε µια φυλακή που έχουν δηµιουργήσει µόνοι τους. Το ίδιο το κυνήγι της επιτυχίας τούς έχει παγιδεύσει σε µια ύπαρξη η οποία τους αποµακρύνει από τα αρχικά τους όνειρα, από τα όνειρα που τους είχαν αρχικά ενώσει».
Το σκηνικό είναι ιδιαίτερο: η πλατεία έχει διαμορφωθεί σε meeting room της εταιρείας και εσείς παίζετε ανάμεσα στους θεατές… «Νοµίζω, αυτό σε βοηθά να είσαι συνεχώς παρών. Δεν µπορείς να κρυφτείς. Ουσιαστικά παίζεις για τον θεατή που βρίσκεται απέναντι, αλλά και για αυτόν που είναι ακριβώς δίπλα σου. Ακούς την ανάσα του και εκείνος τη δική σου».
Και τι συμβαίνει αν το κοινό είναι κακό, αν χτυπήσει ένα κινητό; «Κατά έναν µαγικό τρόπο, τα τελευταία χρόνια ακούγονται όλο και λιγότερα κινητά. Και δεν ξέρω, δεν πιστεύω σε αυτό που λέµε καλό ή κακό κοινό. Υπάρχουν καλές και κακές ηµέρες για όλους µας, µια µέρα που «επικοινωνεί» µια παράσταση και µια µέρα που δεν «επικοινωνεί»».
Κρίνετε τον εαυτό σας έπειτα από κάθε παράσταση; «Ποτέ δεν θεωρώ ότι έχω κάνει µια καλή παράσταση. Ισως γιατί γενικά στη ζωή µου λειτουργώ µε το ανικανοποίητο, κάτι µάλλον βασανιστικό. Το θέατρο, ευτυχώς για την ιδιοσυγκρασία µου, µου δίνει την ψευδαίσθηση ή και την αληθινή πεποίθηση ότι αύριο µπορώ να κάνω τα πράγµατα καλύτερα».
Ποιος είναι ο ιδανικός σκηνοθέτης; «Αυτός που ξέρει τι κάνει, αυτός που έχει µελετήσει, που δεν ανεβάζει ένα έργο επειδή απλώς βρέθηκε στα χέρια του. Μεγαλώνοντας προτιµώ τα πιο αυστηρά πλαίσια στην τέχνη, γιατί τελικά αυτά σου δίνουν µεγαλύτερη ελευθερία».
Αλήθεια, η σχέση σας με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο πώς ήταν; «Ηταν µια σχέση δέους και καλώς εννοούµενου φόβου. Ηµουν πολύ µικρή όταν έπαιξα στο «Λιβάδι που δακρύζει», ήταν η πρώτη φορά που έφυγα από το σπίτι. Ο ίδιος ήταν σκληρός µε τον εαυτό του και το όραµά του και εφόσον έδινε το παράδειγµα, δεν µπορούσες να κάνεις κι εσύ κάτι λιγότερο. Θυµάµαι που κάναµε όλοι ησυχία για να αποτυπωθεί ο ήχος της σιωπής του δωµατίου. Για εµένα ο Αγγελόπουλος ήταν ένας αυστηρός πατέρας µε πολύ τρυφερά στοιχεία. Και δεν µε εγκατέλειψε ύστερα. Ερχόταν στις πρεµιέρες µου, µιλούσαµε. Ηταν παρών στη ζωή µου ουσιωδώς και σιωπηλά».
Παρακολουθείτε την επικαιρότητα; «Περνώ µια περίοδο αγοραφοβική. Προσπαθώ να βρω έναν καινούργιο τρόπο επεξεργασίας της ενηµέρωσης µέσα στον βοµβαρδισµό πληροφορίας ώστε να νιώθω µάχιµη, γιατί οι καταστάσεις γίνονται όλο και πιο κρίσιµες, σαν να ωθούν να χάσουµε τον ιδεαλισµό µας και τη δυνατότητα επέµβασης».
Την υπόθεση του μικρού Αφγανού Αμίρ που δεν κράτησε τη σημαία στην παρέλαση την παρακολουθήσατε; «Τι να πω; Για µένα, θα πρέπει να τελειώσουµε µε τις σηµαίες. Τώρα, αν συντρέχει κάποιος λόγος να υπάρχουν, ένας λόγος παραπάνω αυτή τη στιγµή να κρατά τη σηµαία ένα παιδί από το Αφγανιστάν».
Προσωπικά βασίλεια προκειμένου να ξεφεύγετε έχετε; «Το θέατρο, τους ανθρώπους µου. Και τον γάτο µου, τον Merry, όταν γουργουρίζει στην αγκαλιά µου». l
«7 Χρόνια»: Θέατρο Αποθήκη (Σαρρή 40, Ψυρρή), Τετάρτη έως Κυριακή.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2017.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ