Είχαν µαζευτεί διάφορα δείγµατα από οδοντόκρεμες, κρέμες ξυρίσματος, αρωματάκια, λοσιόν για τα χέρια και το σώμα… Είπα να τα χρησιμοποιήσω. Ξεκίνησα από το ξύρισμα. Το δειγματάκι έκανε έναν αφρό που μύριζε κανέλα. Κανέλα; Οταν στέγνωσε, άφησε στο δέρμα μου ένα λεπτό στρώμα από κάτι σαν πούδρα, σαν μπέικιν πάουντερ, σαν ασβέστη, θα σας γελάσω. Πάντως ήμουν ίδιος ηθοποιός του Θεάτρου Καμπούκι. Ξαναδιάβασα πιο προσεκτικά τα γράμματα στο σωληνάριο. Είχα ξυριστεί με οδοντόκρεμα. Μερικές ημέρες μετά, έπλυνα τα δόντια μου με αφρό ξυρίσματος. Απαίσια γεύση, μην το δοκιμάσετε. Και ναι, το ξέρω, και άλλοι το έχουν πάθει, και άλλοι έχουν μπερδέψει τα μπουκαλάκια ή δεν έχουν προσέξει τα μικρά γράμματα… Στη δική μου περίπτωση όμως είχε έρθει η στιγμή να κοιτάξω σοβαρά το θέμα της πρεσβυωπίας που έκανε όλο και πιο δύσκολη τη ζωή μου. Οπως το αποφάσισα («θα κλείσω ραντεβού στον οφθαλμίατρο»), έτσι το ξέχασα.
Μερικές ημέρες μετά, αγόρασα αιθέρια έλαια για το σπίτι (τα βάζω στην ειδική συσκευή και μοσχομυρίζει η ατμόσφαιρα), ανάμεσά τους ένα μπουκαλάκι που έγραφε «Sea Μist». Φαντάστηκα το σαλόνι μου να παίρνει τη φρεσκάδα που έχουν οι βόλτες στις παραλίες της Σκωτίας και της Ουαλίας, εκεί όπου η μυρωδιά από τα υγρά χόρτα προστίθεται στη φρεσκάδα του θαλασσινού αέρα με ένα μαγικό και άκρως τονωτικό αποτέλεσμα. Εβαλα δέκα σταγόνες στο νερό, άναψα το κεράκι, και σε λίγο η ατμόσφαιρα άρχισε να ευωδιάζει… σαρδέλες. Σαν ένα κύμα να είχε εκβράσει ολόκληρο κοπάδι μέσα στο σπίτι μου. Κοίταξα πιο προσεκτικά, με τη βοήθεια μεγεθυντικού φακού, το «Sea Μist», για να δω πως έγραφε «Seaweed», δηλαδή φύκια. Και ό,τι ήθελα είχα διαβάσει, παρασυρμένος από τη βιασύνη μου, και το ραντεβού με τον οφθαλμίατρο κλείστηκε πάραυτα.
Ο επιστήµων επιβεβαίωσε εκείνο που ήδη γνώριζα: ου γαρ έρχεται μόνον. Ερχεται μετά της πρεσβυωπίας. Η οποία για κάποιον που φορούσε ανέκαθεν γυαλιά μπορεί και να μην ακούγεται ως κάτι το φοβερό, για εμένα όμως που δεν είχα ούτε γυαλιά ηλίου έφερνε μεγάλες αλλαγές. Ο οφθαλμίατρος μου έδωσε και γυαλιά για το διάβασμα και γυαλιά ηλίου. Εντάξει, άνθρωπος προσαρμοστικός είμαι, θα τα συνηθίσω, αυτή τη στιγμή όμως ζω και συμπεριφέρομαι σαν ένας Μίστερ Μπιν με προβλήματα όρασης, που δεν ξέρει πώς ακριβώς να διαχειριστεί τα πράγματα.
Αφού κάθισα άπειρες φορές πάνω στα γυαλιά πρεσβυωπίας (έχω την κακή συνήθεια να τα αφήνω στον καναπέ όταν σηκώνομαι) και κατέστρεψα δύο ζευγάρια, αγόρασα τα φτηνά, της εύκολης καθημερινής χρήσης. Εύκολης; Το πρώτο ζευγάρι το έχασα την πρώτη κιόλας ημέρα. Το είχα στην τσέπη, κάπου κάθισα, γλίστρησε. Το δεύτερο το έβαζα στην τσάντα μου για να μην έχει την τύχη του πρώτου, πράγμα που το καθιστούσε δύσχρηστο. Ανοιξε, κλείσε, βάλε, βγάλε, ξαναβάλε… Οταν φορούσα τα γυαλιά ηλίου και χτυπούσε το κινητό, πάθαινα πανικό: έπρεπε να τα βγάλω, να φορέσω τα πρεσβυωπίας για να δω ποιος πήρε. Βρισκόμουν δηλαδή με δύο ζευγάρια γυαλιά, ένα κινητό, και… δύο χέρια. Κάτι περίσσευε. Οταν αποφάσισα να μη βλέπω ποιος παίρνει αλλά να απαντώ αμέσως, έπεσα πάνω σε ένα από τα νούμερα που σε καλούν από Τιμπουκτού για να χρεώνεσαι.
Τώρα δοκιµάζω το κόλπο με το κορδόνι, που κάνεις το γυαλί μενταγιόν. Το αποτέλεσμα είναι πως ξεχνώ ότι τα γυαλιά μου κρέμονται στο στήθος μου και τα ψάχνω πάλι στην τσάντα. Πού θα πάει όμως, θα τα ξεμπλέξω τα πράγματα. Θα μάθω να διαχειρίζομαι, με την επιδεξιότητα ζογκλέρ, την ίδια στιγμή, δύο ζευγάρια γυαλιών, ένα κινητό που χτυπάει και μία τυρόπιτα που πρέπει να φαγωθεί προτού κρυώσει. Ολα τα μπορεί ο άνθρωπος! Αν δεν τα μπορεί, την πατάει. Προχθές, στο σουπερμάρκετ, βαρέθηκα να βγάλω τα γυαλιά από την τσάντα (τα οποία όμως δεν ήταν στην τσάντα αλλά στο στήθος μου) και αφού επιχείρησα να διαβάσω με τον κώδικα Μπράιγ τις τιμές, έφτασα στο ταμείο με ένα ξίδι που ενώ εγώ είχα δει πως κόστιζε 1,80 ευρώ, στην πραγματικότητα κόστιζε 18,00 ευρώ, γιατί είχε μέσα τρούφες και άλλα τέτοια μπινελίκια που αν δεν βλέπεις καλά σε περιμένουν υπερτιμημένα στη γωνία. Ντράπηκα να το επιστέψω και το αγόρασα. Η στραβομάρα πληρώνεται ενίοτε ακριβά!
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2017.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ