Βετανοί επιστήμονες διαπίστωσαν για πρώτη φορά, μετά από πειράματα σε ποντίκια, ότι οι μεγάλου μήκους νανοσωλήνες άνθρακα μπορεί να προκαλούν καρκίνο, όπως συμβαίνει και με τον αμίαντο.
Σύμφωνα με σχετικό άρθρο στο επιστημονικό έντυπο Current Biology, οι μακριές και λεπτές ίνες των συγκεκριμένων νανοϋλικών διαπιστώθηκε ότι προκαλούν στο 10-25% των πειραματόζωων το σχηματισμό κακοήθους μεσοθηλιώματος, μιας σπάνιας, επιθετικής και ανίατης μορφής καρκίνου στον υπεζωκότα γύρω από τους πνεύμονες, που είναι γνωστό ότι προκαλείται από τον αμίαντο.
Σε κράνη, ποδήλατα, αεροπλάνα, αυτοκίνητα, υπολογιστές
Οι ερευνητές, μεταξύ των οποίων και ο Απόστολος Νάκας του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου του Λέστερ, με επικεφαλής την καθηγήτρια Τοξικολογίας Μάριον ΜακΦαρλέιν του Συμβουλίου Ιατρικών Ερευνών της Μ. Βρετανίας, εξηγούν ότι οι μεγάλου μήκους νανοσωλήνες άνθρακα είναι μια υποκατηγορία των εν λόγω νανοϋλικών, που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή απίστευτα ισχυρών αλλά ελαφριών υλικών. Τέτοιοι νανοσωλήνες ενσωματώνονται πλέον σε ολοένα περισσότερα βιομηχανικά και καταναλωτικά προϊόντα, όπως κράνη, ποδήλατα, αεροπλάνα, αυτοκίνητα, ηλεκτρονικοί υπολογιστές κ.α.
Κίνδυνος από τους μακριούς και λεπτούς
Οι ερευνητές διευκρίνισαν ότι δεν είναι ύποπτοι ως καρκινογόνοι όλοι ανεξαιρέτως οι νανοσωλήνες άνθρακα, αλλά μόνο οι μακριοί και λεπτοί, που δεν διασπώνται μέσα στο σώμα. Ανέφεραν επίσης ότι το μεσοθηλίωμα στα πειραματόζωα, μοιάζει από πολλές απόψεις με τον αντίστοιχο όγκο στους ανθρώπους.
«Οι μακριοί λεπτοί νανοσωλήνες άνθρακα είναι πολύ παρόμοιοι με τον αμίαντο στα δομικά και φυσικά χαρακτηριστικά τους. Το ανοσοποιητικό σύστημα, από την άλλη, κάνει καλή δουλειά στην αναγνώριση των νανοσωλήνων που είναι κοντοί και πιο παχείς, τους οποίους μπορεί να καταστρέψει με τα μακροφάγα κύτταρα», εξηγεί η δρ ΜακΦαρλέιν.
Η ανάπτυξη του μεσοθηλιώματος στους ανθρώπους σχετίζεται με τη χρόνια φλεγμονή στο σώμα εξαιτίας της έκθεσης στον αμίαντο, που πυροδοτεί την καρκινογένεση, μέσα από βιολογικούς μηχανισμούς που ακόμη δεν έχουν κατανοηθεί πλήρως. Συχνά η νόσος διαγιγνώσκεται με μεγάλη καθυστέρηση, όταν πια είναι σε προχωρημένο στάδιο.