«Πρόκειται για λάθος», ανέφερε ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος σχολιάζοντας τις εκτιμήσεις του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, για το ύψος των τόκων που καλείται να πληρώσει η Ελλάδα τα επόμενα χρόνια.

Το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής οδηγήθηκε σε λανθασμένες εκτιμήσεις, αξιοποιώντας στοιχεία του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρήματος που είχαν μεταβιβαστεί στη Βουλή το 2014, σημειώνει ο υπουργός Οικονομικών με δήλωσή του στην «Εφημερίδα των Συντακτών», με αποτέλεσμα να εκτινάσσει τους τόκους στα 84,3 δισεκατομμύρια ευρώ την χρονική περίοδο 2021-2026.

Υπουργείο Οικονομικών: Ανακρίβειες στην έκθεση Λιαργκόβα

Το «άδειασμα» του επικεφαλής του γραφείου προυπολογισμού της Βουλής Παναγιώτη Λιαργκόβα συνεχίζει το υπουργείο Οικονομικών μιλώντας για «ανακρίβειες περί χρέους» στην τελευταία έκθεση του.

Οπως ανακοινώθηκε πρίβ από λίγο σχετικά με την πρόσφατη τριμηνιαία έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή των Ελλήνων, το υπουργείο Οικονομικών «ναι μέν σέβεται απόλυτα την ανεξαρτησία του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, όπως και άλλων αντίστοιχων φορέων, και δε συνηθίζει να σχολιάζει τις εκθέσεις και τις απόψεις που εκφέρονται από τα μέλη του, αλλά την ίδια στιγμή, ωστόσο, οφείλει να αποκαθιστά την πραγματικότητα όταν διαπιστώνονται σφάλματα».
Στην ανακοίνωση τονίζει:
-«Οι εκτιμήσεις για τις δαπάνες τόκων που αναφέρονται στην τριμηνιαία έκθεση Ιουλίου-Σεπτεμβρίου 2017 του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή (σελ. 12) δεν είναι ακριβείς.

Οι εκτιμήσεις αυτές ανάγονται στα τέλη του 2013 όπου, μεταξύ άλλων, τα επιτόκια ήταν πολύ υψηλότερα και δεν είχαν εφαρμοστεί τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος τα οποία αποφασίστηκαν στο Eurogroup του Μάιου του 2016. Σημειώνεται, επίσης, ότι το 2013 το δημόσιο χρέος είχε σε ποσοστό 80% κυμαινόμενα επιτόκια. Είναι επομένως άστοχο να προβαίνει κανείς σήμερα σε προβλέψεις για την περίοδο 2023-2026 με βάση στοιχεία που ίσχυαν πριν από τέσσερα χρόνια.

Με βάση τα νέα στοιχεία και τις εκτιμήσεις του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους, οι τόκοι για την περίοδο 2021-2026 θα είναι μειωμένοι από 24% έως και 36% σε σχέση με τα όσα αναφέρονται στην έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους, ανάλογα με τις παραδοχές που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό τους.

Σε κάθε περίπτωση ο υπολογισμός των τόκων, στο μέτρο που το μεγαλύτερο μέρος δανεισμού έχει ακόμη κυμαινόμενο επιτόκιο, εξαρτάται προφανώς από τη μέθοδο πρόβλεψης των επιτοκίων. Κατά συνέπεια, σε τόσο μακρινές περιόδους, η πιθανότητα σοβαρών αποκλίσεων είναι μεγάλη. Συνεπώς ο υπολογισμός αυτός επιβάλλεται να αναθεωρείται σε τακτά χρονικά διαστήματα».

Σε κάθε περίπτωση τα επίσημα στοιχεία για τις δαπάνες τόκων είναι αυτά που αναφέρονται στο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2018-2021 και συγκεκριμένα:

Ενοποιημένοι Τόκοι Γεν. Κυβέρνησης (σε εκατ. €)

2017 2018 2019 2020 2021

6.015 6.445 6.469 6.648 6.824

Γρ. Προϋπολογισμού: Θα χρεοκοπήσουμε χωρίς ελάφρυνση χρέους

Από την πλευρά του το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής εξέπεμψε «σήμα κινδύνου» για το χρέος, που χωρίς παρεμβάσεις θα εκτιναχθεί σε δυσθεώρητα ύψη μετά το 2021, τονίζοντας ότι «χωρίς σοβαρή ελάφρυνση χρέους η Ελλάδα θα χρεοκοπήσει». Αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος, εξηγεί, που καθιστά επιτακτική την ομαλή εφαρμογή του προγράμματος έως τον Αύγουστο του 2018, καθώς αυτό αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για να γίνει το επόμενο βήμα για τη διευθέτηση του χρέους.

Στην τριμηνιαία έκθεσή του διαπιστώνει πρόοδο στις σχέσεις με τους θεσμούς, το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής έκανε λόγο για θετικές προοπτικές στην οικονομία και ενδείξεις ότι αφήνει την κρίση πίσω της, προσθέτοντας ωστόσο ότι «η μακροχρόνια αναπτυξιακή προοπτική παραμένει αμφίβολη όσο καιρό δεν αλλάζουν βασικές δομές και θεσμοί της χώρας» και απευθύνει εννέα συστάσεις στην κυβέρνηση.

Παράλληλα, επανέλαβε τους φόβους του για εξάντληση της φοροδοτικής ικανότητας των πολιτών, γεγονός που θα έχει άμεση επίπτωση στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων των επόμενων ετών. Για τους τελευταίους δε, επιμένοντας ότι τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα είναι «μάλλον ανέφικτα» ελπίζει σε αναθεώρηση των στόχων.

Όπως σημειώνει «το τρίτο πρόγραμμα προσαρμογής («μνημόνιο») τελειώνει τον Αύγουστο 2018. Ο γενικός στόχος της κυβέρνησης είναι να πετύχει «καθαρή έξοδο στις αγορές», δηλαδή να εξυπηρετεί τα δάνεια της χώρας χωρίς τη διακρατική βοήθεια του ΕΜΣ (και οριακά του ΔΝΤ). Πρόκειται για ένα θεμιτό στόχο γιατί, αν επιτευχθεί, θα έχει ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, το τέλος της αυστηρής και σε βάθος εποπτείας που συνοδεύει τα μνημόνια, ενώ θα ανοίξει και τον δρόμο για ελάφρυνση του χρέους».

Ωστόσο, τονίζει, «η έξοδος στις αγορές δεν σημαίνει είσοδο σε μια κατάσταση χωρίς δημοσιονομικούς (και άλλους) περιορισμούς. Η Ελλάδα, ακόμα και αν όλα πάνε καλά, θα υπάγεται στους ισχύοντες για τα κράτη μέλη περιορισμούς της δημοσιονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ και ειδικά της Ευρωζώνης […] Ακόμα και μια «καθαρή» έξοδος στις αγορές δεν συνεπάγεται και έξοδο από κάθε επιτήρηση!».