#ΚιΕγώ

Αν υπάρχει ένα θέμα στο οποίο να βρίσκει τις τελευταίες ημέρες απόλυτη εφαρμογή το δημοσιογραφικό κλισέ περί γεγονότων που λαμβάνουν μορφή χιονοστιβάδας, τότε αυτό είναι το ζήτημα της σεξουαλικής παρενόχλησης. Καθημερινά έρχονται στο φως καινούργιες μαρτυρίες για την ανάρμοστη συμπεριφορά του χολιγουντιανού παραγωγού Χάρβεϊ Γουάινσταϊν, αλλά και άλλων ισχυρών ανδρών.

Αν υπάρχει ένα θέμα στο οποίο να βρίσκει τις τελευταίες ημέρες απόλυτη εφαρμογή το δημοσιογραφικό κλισέ περί γεγονότων που λαμβάνουν μορφή χιονοστιβάδας, τότε αυτό είναι το ζήτημα της σεξουαλικής παρενόχλησης. Καθημερινά έρχονται στο φως καινούργιες μαρτυρίες για την ανάρμοστη συμπεριφορά του χολιγουντιανού παραγωγού Χάρβεϊ Γουάινσταϊν, αλλά και άλλων ισχυρών ανδρών. Η λίστα είναι μεγάλη και δεν ξέρει κανείς ποιον να πρωτοαναφέρει. Για παράδειγμα, ο Νάιτ Λάντεσμαν, συνεκδότης του «Artforum», του έγκριτου εντύπου-βίβλου της σύγχρονης τέχνης, είναι η νέα προσωπικότητα που κατηγορείται για καταχρηστική συμπεριφορά σε βάρος γυναικών.
Στο στόχαστρο έχουν επίσης βρεθεί ο βετεράνος του πολιτικού ρεπορτάζ Μαρκ Χάλπεριν, ο κωμικός Αντι Ντικ και ο Λίον Βισελτίρ, έγκριτος κριτικός λογοτεχνίας, έπειτα από ανάλογες κατηγορίες που προέκυψαν σε βάρος τους.
Και για να περάσουμε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, 36 ονόματα περιλαμβάνει η λίστα με τα μέλη του Συντηρητικού Κόμματος της Βρετανίας που εμπλέκονται σε σεξουαλικά σκάνδαλα, ενώ στους κόλπους των βρετανών Εργατικών έχει διαταχθεί έρευνα ύστερα από καταγγελίες ακτιβίστριας ότι πριν από έξι χρόνια έπεσε θύμα βιασμού από αξιωματούχο του κόμματος και ότι αποθαρρύνθηκε από το να καταγγείλει το περιστατικό.
Το φαινόμενο ενδημεί –φυσικά –και στη χώρα μας. «Δεν νομίζω ότι υπάρχει γυναίκα στον πλανήτη που να μην έχει παρενοχληθεί» μας είπε χαρακτηριστικά ελληνίδα ηθοποιός η οποία στη διάρκεια της καριέρας της γνώρισε πολλούς επίδοξους Γουάινσταϊν. Πάντως, ανεξάρτητα από το πού λαμβάνει χώρα η σεξουαλική παρενόχληση, μιλάει μια lingua franca. Hθοποιός η οποία έχει εργαστεί επανειλημμένως στον ελληνικό κινηματογράφο ήρθε αντιμέτωπη με το περίφημο κόλπο του επαγγελματικού ραντεβού που κανονίζεται κεκλεισμένων των θυρών προκειμένου να συζητηθεί μια πρόταση για δουλειά. «Ενας σεναριογράφος με πήρε τηλέφωνο για να πάω στο γραφείο του. Με κάλεσε ένα μεσημέρι για να κάνουμε κάστινγκ για τη νέα ταινία του και δεν υποψιάστηκα κάτι, κυρίως επειδή είχε πάρει το τηλέφωνό μου από επαγγελματία, δεν τον είχα γνωρίσει σε ένα πάρτι, μου είχε ζητήσει μάλιστα και το βιογραφικό μου. Το γραφείο, όπως αποδείχθηκε, ήταν και σπίτι, όπου μου ανακοίνωσε τους όρους συνεργασίας για να μου δώσει έναν ρόλο στο φιλμ. Ούτε λίγο ούτε πολύ μού είπε ότι την περίοδο των γυρισμάτων και των προβών θα έπρεπε να μένω σπίτι του για να μη μας ενοχλεί κανείς. «Οχι όπως είχε συμβεί με μιαν άλλη ηθοποιό που της τηλεφωνούσε ο φίλος της και μας ενοχλούσε» διευκρίνισε. Τα έχασα, κοιτούσα την πόρτα μη μου ορμήξει, φαινόταν και λίγο ανισόρροπος. Εφυγα και εξαφανίστηκα» θυμάται η ηθοποιός.
Για την ίδια δεν ήταν το μοναδικό περιστατικό. «Ενας άλλος, γνωστός σκηνοθέτης του κινηματογράφου, που χαίρει μάλιστα μεγάλου σεβασμού, με κάλεσε ένα Σάββατο βράδυ για κάστινγκ σε άλλο ένα σπίτι-γραφείο, όπως αποδείχθηκε. Ηταν πάρα πολύ φιλικός. Με ρώτησε ποια είναι τα ενδιαφέροντά μου, και ύστερα από λίγο έβαλε μουσική για να χορέψουμε… βαλς. Ηθελε αφορμή δηλαδή για να κολλήσει επάνω μου. Δεν καταλάβαινα πολύ καλά τι συνέβαινε. Τι ήθελε; Να δει πόσο διαθέσιμη είμαι; Αν μου συνέβαινε τώρα, θα είχα σκάσει στα γέλια, τότε όμως ήμουν πολύ μικρή και είχα μπερδευτεί. Μέχρι κάποια ηλικία είχα μεγάλο πρόβλημα. Επρεπε να δείχνεις ότι με κάποιον τρόπο σού αρέσουν αυτοί οι άνθρωποι με εξουσία στον κινηματογραφικό χώρο. Εκείνοι νόμιζαν ότι τους έχεις ανάγκη –και η αλήθεια είναι ότι τους είχες -, αυτό όμως δεν σήμαινε πως θα έκανες τα πάντα για να σου δώσουν έναν ρόλο».
Τα πράγματα στο ελληνικό θέατρο είναι πολύ χειρότερα –ίσως επειδή είναι περισσότεροι οι σκηνοθέτες ή γιατί είναι πολύ πιο εύκολο να κάνεις μια παράσταση από ό,τι μια ταινία… Αλλη μια ελληνίδα ηθοποιός, του θεάτρου αυτή τη φορά, κατέθεσε κάποιες εμπειρίες της και μολονότι οι μαρτυρίες της θα μπορούσαν να μονοπωλήσουν όλο το άρθρο, τόσο εξαιτίας του πλήθους τους, όσο και λόγω της ποικιλομορφίας των εξοργιστικών ιστοριών, περιοριζόμαστε στο να σταχυολογήσουμε το υλικό. «Προσωπικά, το γεγονός ότι ήμουν για μεγάλα χρονικά διαστήματα μόνη μου και όχι σε σχέση έδινε πάτημα σε ορισμένους. Θυμάμαι ένας σκηνοθέτης που είχε μάθει ότι δεν είχα κλείσει κάποια δουλειά μού πρότεινε να παίξω στην παράστασή του. Μου έταξε μάλιστα ότι θα πάμε και στην Επίδαυρο. Σε μια πρόβα λοιπόν, όπου έγινε διακοπή ρεύματος, όρμησε στο σκοτάδι και μου δάγκωσε το… κούτελο. «Τι κάνεις;» του φωνάζω. «Ηθελα να πετύχω χειλάκια» μου απαντάει.
Το κοινό χαρακτηριστικό σε όλες τις περιπτώσεις παρενόχλησης είναι ότι όταν δεν ανταποκριθείς ξεκινάει η εκδίκηση, πάντα σε σχέση με τη δουλειά. Ο συγκεκριμένος δεν μου έδωσε ποτέ τον μισθό μου. Οσες φορές κι αν πήρα να του ζητήσω τα χρήματά μου με απέφευγε. Επειδή δεν γίναμε ζευγάρι. Τις περισσότερες φορές αυτό συμβαίνει, αυτοί οι τύποι εστιάζουν σε μια κοπέλα ή ένα αγόρι που βλέπουν ότι κάνει τα πρώτα βήματά του στον χώρο και βρίσκεται σε αδύναμη θέση. Υπ’ όψιν, αυτό δεν συμβαίνει μόνο με σκηνοθέτες αλλά και με πρωταγωνιστές ηθοποιούς. Γιατί όταν δεν είσαι πρωταγωνίστρια, πάλι για μια σχέση εξουσίας μιλάμε. Παράδειγμα: Κάποια στιγμή που συνεργαζόμουν με έναν γνωστό ηθοποιό και ένα βράδυ είχαμε βγει όλος ο θίασος, με ακολούθησε στην τουαλέτα, με περίμενε απ’ έξω και μόλις πήγα να βγω με έσπρωξε μέσα για να με φιλήσει. Τον απώθησα και έφυγα εντελώς σοκαρισμένη. «Το γεγονός ότι μέθυσα ένα βράδυ δεν σημαίνει πως πρέπει να έχεις αυτή τη μούρη σήμερα» μου είπε την επομένη, πριν από την παράσταση. «Ξέχασε αυτό που έγινε τώρα». Από τότε ήταν απαξιωτικός απέναντί μου.
Ακούω που λένε τώρα με την περίπτωση του Γουάινσταϊν: «Γιατί δεν μίλησαν νωρίτερα όλες αυτές οι γυναίκες;». Ή «γιατί δεν αντέδρασαν τη στιγμή που συνέβαινε η παρενόχληση;». Σκέφτομαι ότι αυτά συνήθως δεν τα μοιράζεσαι. Δεν είναι εύκολα πράγματα αυτά για να τα πεις. Και δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ετοιμόλογοι ή δυναμικοί για να βάλουν κάποιον στη θέση του, όπως του αρμόζει, επί τόπου. Επειτα, υπάρχει και το λεκτικό bullying, όταν κάποιος δεν παίρνει αυτό που θέλει. Δεν ξέρω αν θεωρείται σεξουαλική παρενόχληση, αλλά είναι πολύ βίαιο, κι ας μη σε στριμώχνει ο άλλος στη γωνία. Δεν λέω ότι πρέπει να φτάσουμε στο άλλο άκρο και να ποινικοποιούμε τον έρωτα ή τον πόθο ενός άνδρα με εξουσία απέναντι σε μια γυναίκα. Το θέμα όμως πάντα είναι πώς θα χειριστεί τα συναισθήματά του και τη θέση του».
Ακόμα όμως και όταν βρίσκεις το κουράγιο να καταγγείλεις αυτό που σου έχει συμβεί, δεν είναι απαραίτητο ότι βρίσκεις ευήκοα ώτα. Τον περασμένο Μάρτιο ο διευθύνων σύμβουλος της ΕΡΤ έλαβε μια έγγραφη καταγγελία υπαλλήλου της ΕΡΤ η οποία κατηγορούσε τον προϊστάμενό της για σεξουαλική παρενόχληση. Σύμφωνα με δημοσιεύματα, η «κυρία Μ.» στην καταγγελία της υποστήριζε πως: «Πριν από περίπου δύο εβδομάδες ο άμεσος προϊστάμενός μου και νυν προϊστάμενος του ρεπορτάζ […] κ. Π., μέσα στα πλαίσια της φερόμενης ως συνεργασίας μας, με κάλεσε στο γραφείο του, όπου, αφού αυτός έκλεισε την πόρτα, με ρώτησε εν ψυχρώ αν κάνω σεξ με τον άνδρα μου. Ευρισκόμενη σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, δεν του απάντησα και προσπάθησα να αποφύγω τη συνέχιση της συνομιλίας ζητώντας να περιοριστεί αυστηρά αυτή στα θέματα της ημερήσιας ατζέντας μας. Αυτός με αγνόησε και συνέχισε: «Ασ’ τα αυτά, έλα εδώ τώρα από πίσω μου, να μου κάνεις μασάζ, γιατί είμαι πιασμένος»… Εγώ κινήθηκα προς την πόρτα, εκείνος με μια κίνηση πετάχτηκε εμπρός μου κλείνοντας τον δρόμο, και είπε: «Μπορείς να σταματήσεις λίγο να μιλάς; Να ξέρεις ότι ήσουν πάντα το σεξουαλικό μου απωθημένο, να ξέρεις ποτέ δεν ήθελα καμία εδώ μέσα, δεν ασχολούμουν ποτέ με τέτοιες. Πότε θα κάνουμε σεξ;» –κάθε φορά που περνούσε από δίπλα μου, στο γραφείο μου, έσκυβε και μου ψιθύριζε να του κάνω μασάζ».
Η γενική γραμματέας Ισότητας των Φύλων, Φωτεινή Κούβελα, έδωσε πριν από λίγο καιρό στη δημοσιότητα –μέσα από συνέντευξή της –αδιάσειστα στοιχεία για το πώς ο φόβος για την απώλεια της θέσης εργασίας και η έλλειψη αποδείξεων και μαρτύρων κρατούν τις υποθέσεις σεξουαλικής παρενόχλησης στην αφάνεια. Η τηλεφωνική γραμμή SOS 15900 κατά της βίας / υπέρ των γυναικών έχει δεχθεί από την έναρξη της λειτουργίας της (τον Μάρτιο του 2011) ως τώρα 30.635 κλήσεις. Από αυτές, μόνο οι 248 (1%) αφορούσαν σεξουαλική παρενόχληση. Στα συμβουλευτικά κέντρα έχουν ως σήμερα απευθυνθεί περίπου 18.000 γυναίκες. Μόνο 225 από αυτές ανέφεραν περιστατικό σεξουαλικής παρενόχλησης.
Οπως έχει δηλώσει σχετικά η κυρία Κούβελα στον ελληνικό Τύπο: «Η γυναίκα που έχει παρενοχληθεί σεξουαλικά αισθάνεται προσβολή, ντροπή και φόβο. Φοβάται ότι αν μιλήσει θα κινδυνεύσει η θέση εργασίας της, ότι κανείς δεν θα την πιστέψει και πως στο τέλος ούτε θα τιμωρηθεί ο δράστης ούτε θα δικαιωθεί ηθικά η ίδια. Συχνά μάλιστα οι γυναίκες αναρωτιούνται: «Τι ήταν αυτό τώρα; Κομπλιμέντο ή σεξουαλική παρενόχληση;»». Η SOS 15900 ετοιμάζει πάντως τέσσερα ενημερωτικά spots για το τι είναι σεξουαλική παρενόχληση. Στόχος αυτών των μηνυμάτων είναι η ευαισθητοποίηση των γυναικών και των ανδρών σχετικά με το θέμα, ώστε να αντιλαμβάνονται πότε μια συμπεριφορά παύει να θεωρείται κομπλιμέντο και μετατρέπεται σε sexual harassment.
Η βουλευτής της ΝΔ Ντόρα Μπακογιάννη θέτει ακόμα μία παράμετρο: «Αυτό που έχει σημασία είναι ότι αυτές οι υποθέσεις παρενόχλησης προκύπτουν από τις θέσεις εξουσίας ορισμένων ανθρώπων. Δεν σας διαχωρίζω καν φύλο, διότι μπορεί αυτό να συμβεί και από άνδρα και από γυναίκα. Το πρόβλημα λοιπόν είναι η εξάρτηση και η εξουσία, όταν δηλαδή δεν υπάρχει ισοτιμία στη σχέση. Γι’ αυτό είναι τόσο προκλητικό και ντροπιαστικό για εκείνον που το δέχεται. Διότι πάρα πολλές φορές είναι υποχρεωμένος να το υποστεί. Και γι’ αυτό είναι από τα ταμπού των διαφόρων κοινωνιών. Διότι αυτός που το δέχεται είναι κατά κανόνα ο εξαρτώμενος και ο άλλος που ασκεί αυτού του είδους τη βία –γιατί περί βίας πρόκειται, μην κοροϊδευόμαστε –θεωρεί ότι έχει την απόλυτο έλεγχο. Είναι καλό ότι γίνεται αυτή η κουβέντα, γιατί ακριβώς απελευθερώνει ανθρώπους οι οποίοι σήμερα έχουν ενδεχομένως τη δυνατότητα να βγουν να το πουν, δίνοντάς τους όπλα. Η συζήτηση αυτή είναι επιβεβλημένη να γίνει. Γιατί συμβαίνει παντού, από το βενζινάδικο και τη μικρή εταιρεία μέχρι, φυσικά, το Κοινοβούλιο».
Η κυρία Μπακογιάννη έχει άραγε τέτοια προσωπική εμπειρία; «Ναι, έχω βιώσει παρόμοιο περιστατικό. Αλλά εγώ ανήκα στους τυχερούς που, αν θέλετε, δεν είχα την εξάρτηση και άρα μπορούσα άνετα να γυρίσω το φύλλο ανάποδα –απλώς είχα τη διαφορά ηλικίας, ο άλλος θεωρούσε ότι με κρατούσε από εκεί. Πώς το αντιμετώπισα; Βιαίως. Χαστούκι έδωσα» απαντά και συμπληρώνει: «Δεν είναι ένα θέμα που θα κουβεντιάσουν οι γυναίκες, αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα. Εγώ που έχω ένα πολιτικό γραφείο ανοιχτό έχω ακούσει τέτοιες ιστορίες από διάφορες κοπέλες. Είτε είναι γραμματείς, που είναι το σύνηθες φαινόμενο, είτε είναι στο πανεπιστήμιο –είναι κάτι το απίστευτο το τι γίνεται εκεί με τέτοιου είδους ιστορίες, με θύτες καθηγητές. Να έρχονται στο γραφείο και να κλαίνε και να τους λες: «Θα πάμε μαζί». Είναι τόσο μειωτικό για αυτόν που το δέχεται, είναι τόσο πολύ μεγάλη η προσβολή της προσωπικότητάς του, της οντότητάς του, της αξιοπρέπειάς του. Εχω τσακωθεί με δύο έλληνες Γουάινσταϊν. Και συνήθως η αντίδραση είναι «Μα δεν είναι αλήθεια, μα αυτό, μα εκείνο, μα το άλλο…», πλην όμως μαζεύονται. Τουλάχιστον αυτοί οι δύο μαζεύτηκαν».
Ενίοτε υπάρχει βεβαίως και ένα στοιχείο υπερβολής, που καταλήγει να ευτελίζει την επιχειρηματολογία κατά της σεξουαλικής παρενόχλησης στον χώρο της εργασίας. «Η Αμερική π.χ. το έχει πάει στο άλλο άκρο» συμπληρώνει η Ντόρα Μπακογιάννη. «Δεν θα ξεχάσω ποτέ που ήμουν μια φορά στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, πολλά χρόνια τώρα, την εποχή που ακόμη υπήρχε μια καφετέρια στην οποία μπορούσες να καπνίσεις. Ηταν Πρωτομαγιά και θα έβλεπα τον υφυπουργό των Εξωτερικών, ο οποίος μού ζήτησε, επειδή καπνίζαμε και οι δύο, να συναντηθούμε στην καφετέρια. Την ώρα που κατέβηκε εκείνος –εγώ είχα κατέβει λίγο νωρίτερα –έφερε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο και μου το έδωσε. Ερχεται τότε από πίσω η γραμματέας του σε κατάσταση υστερίας. «Τι είναι αυτά που κάνετε! Θα σας κατηγορήσουν για σεξουαλική παρενόχληση». «Κάτσε», της λέω, «παιδάκι μου. Εμείς είμαστε Ευρωπαίες, δεν έχουμε τέτοια κολλήματα». Τον έπιασαν τα γέλια. Η ουσία της υποθέσεως είναι ότι κάποιοι πάνε στο άλλο άκρο και τελικώς δημιουργούν μεγαλύτερο πρόβλημα. Γιατί αυτή η ιστορία πρέπει να μείνει στις διαστάσεις που σας λέω. Δεν είναι σεξουαλική παρενόχληση να πεις σε μια γυναίκα ότι είναι όμορφη ή ότι είναι ωραίο το ταγέρ της. Αλλά είναι αναμφισβήτητα παρενόχληση αν θέλεις να κάνω κάτι επειδή εσύ έχεις την εξουσία και εγώ είμαι εξαρτώμενη. Αυτό το όριο πρέπει να μπει». Είναι υποκριτική η ελληνική κοινωνία; «Οχι τόσο υποκριτική, όσο φοβισμένη. Αυτά τα κορίτσια φοβούνται. Ξέρετε, είναι άλλο να έχεις μεγαλώσει με μία πάρα πολύ μεγάλη προστασία –εγώ δεν μπορώ να παραπονεθώ, ένιωθα πάντοτε ασφαλής –άρα δεν είναι νταηλίκι αυτό που έκανα. Νταηλίκι είναι να το κάνεις όταν εξαρτάσαι, όταν κινδυνεύει η δουλειά σου, το πτυχίο σου, εκεί θέλεις κότσια».
Η Βένα Γεωργακοπούλου, δημοσιογράφος στην «Εφημερίδα των Συντακτών», έχει να θυμάται τα εξής: «Κάθε φορά που πήγαινα στο γραφείο του, στην άλλη άκρη του διαδρόμου, στεκόμουνα λίγο πιο μακριά από το τραπέζι του, καθάριζα δήθεν τον λαιμό μου, έκανα μικροφασαρία για να με προσέξει και πλησίαζα χωρίς να κοιτάω τo κομπιούτερ του. Με τα βηξίματα και τα τριξίματα ήθελα να τον προειδοποιήσω «άλλαξε, παιδάκι μου, την οθόνη σου, δεν θέλω να ξαναδώ το σκίτσο με το γιγαντιαίο ανδρικό μόριο». Ηταν τόσο σίγουρος για την εξουσία του πάνω μου που με κοίταζε ειρωνικά, προκλητικά, του στυλ «δεν θα πει τίποτα η φεμινίστρια;». Οχι, δεν έλεγα. Εγώ, η τολμηρή και αθυρόστομη, πάγωνα μπροστά στον κυνισμό και την επιθετικότητα, όχι μόνο της οθόνης με το πέος, αλλά και των φωτογραφιών με ημίγυμνες γυναίκες που στόλιζαν τους τοίχους του.
Σε δημοσιογραφικά γραφεία προοδευτικής εφημερίδας ήμασταν, κι αυτός ήταν ένας έξυπνος, δουλευταράς, καλός δημοσιογράφος, που πέρα από τις αηδιαστικές φωτογραφίες είμαι σίγουρη ότι ποτέ δεν θα ‘κανε κάτι πιο χοντρό και άσχημο απέναντι σε εμάς, τις συναδέλφους του. Και λοιπόν; Στη δεκαετία του 2000 ήμασταν και όχι πίσω στον ανδροκρατούμενο Τύπο του ’60 ή του ’70 ή του ’80. Τότε που είχα πρωτοπατήσει τα ποδαράκια μου στην ίδια εφημερίδα, για να μου πάρει συνέντευξη γνωστή, πρωτοπόρα στα γυναικεία θέματα δημοσιογράφος της, γιατί ήμουνα μέλος αυτόνομης φεμινιστικής ομάδας στην Ιατρική. Και ξεμπούκαραν από τα γειτονικά γραφεία άνδρες συνάδελφοί της να με ελέγξουν, να με ζυγίσουν, να με ψειρίσουν, να διαπιστώσουν αν είμαι ή δεν είμαι φεμινιστικό φρικιό. Ακουγα τα σχόλιά τους, δυνατά τα έλεγαν…» σημειώνει η έμπειρη δημοσιογράφος.
Και συνεχίζει: «Ακόμη ακούω πότε πότε διάφορα φαλλοκρατικά αστειάκια στους δημοσιογραφικούς διαδρόμους. Από το ένα αφτί μού μπαίνουν, από το άλλο μού βγαίνουν. Επαθα ανοσία, είναι μια ψιλοπαραίτηση, το ξέρω. Τουλάχιστον δεν είναι σεξουαλική παρενόχληση, με παρηγορώ, τέτοια σοβαρά περιστατικά δεν έχω ζήσει στα τριάντα τόσα χρόνια που κάνω τη δημοσιογράφο, αν και έχω ακούσει πολλά και διάφορα να συμβαίνουν σε άλλες. Φήμες, που δεν τις έψαξα, δεν είχα ανάγκη, είμαι πεισμένη πως παντού και πάντα οι άνδρες θα χρησιμοποιήσουν την εξουσία τους για να ελέγξουν σεξουαλικά τις γυναίκες, να τις φοβίσουν, να τις ταπεινώσουν. Και τώρα που, μετά τον Χάρβεϊ Γουάινσταϊν, πήραν σβάρνα οι γυναικείες καταγγελίες κάθε χώρο και θεσμό, έφτασαν μέχρι κυβερνήσεις και κοινοβούλια, αναθαρρώ. Το γλεντάω. Καλό είναι να νιώσουν κι αυτοί λίγο φόβο, να το σκεφτούν την επόμενη φορά που θα ανοίξουν το στόμα τους ή θα απλώσουν το χέρι τους. Οπως εκείνος ο θεατρικός συγγραφέας που με είχε στριμώξει να με φιλήσει ενώ του έπαιρνα συνέντευξη και νόμιζε πως εξέφραζε τον θαυμασμό του, πως επιβεβαίωνε τον μύθο του, πως θα ζούσαμε παρέα κάποια απελευθερωτική, ερωτική στιγμή. Ελπίζω να θυμάται, ο κακομοίρης, την αηδία και αποστροφή μου».
Το γενικό κύμα συμπαράστασης φαίνεται να έχει ενθαρρύνει ακόμα περισσότερες γυναίκες να μιλήσουν για τις εμπειρίες τους. Το ίδιο είχε συμβεί και στην περίπτωση του Μπιλ Κόσμπι. Την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές είχαν συγκεντρωθεί περισσότερες από 300 κατηγορίες για ανάρμοστη συμπεριφορά με σεξουαλικό περιεχόμενο εναντίον του σεναριογράφου και σκηνοθέτη Τζέιμς Τόμπακ, έξι γυναίκες αποκάλυψαν την υποτιμητική συμπεριφορά του επιτυχημένου σκηνοθέτη και παραγωγού Μπρετ Ράτνερ, ενώ ακόμα και ο 80χρονος Ντάστιν Χόφμαν κατηγορήθηκε για σεξουαλική παρενόχληση από μια γυναίκα η οποία στα 17 της είχε κάνει την πρακτική της στο σετ της τηλεταινίας «Ο θάνατος του εμποράκου». Η δημοφιλής αμερικανοκαναδέζα κωμικός Σαμάνθα Μπι υπήρξε κάπως πιο επιθετική. Κλείνοντας το σκετς της με τίτλο «Listen Up, Creeps!» στην εκπομπή «Full Frontal» συνοψίζει μερικές σκόρπιες σκέψεις: «Ακούστε, καθάρματα. Ξέρουμε ποιοι είστε. Οι γυναίκες μιλούν μεταξύ τους. Και μιλάμε σε δημοσιογράφους. Μιλάμε και σε δικηγόρους. Είναι 2017. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να ανεχόμαστε αυτές τις αηδίες. Ετοιμαστείτε, γιατί σας τη φυλάμε».
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2017.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.