Οταν το 2009 κυκλοφόρησε η ταινία του Παντελή Βούλγαρη για τον εμφύλιο πόλεμο υπό τον τίτλο «Ψυχή βαθιά» (η τραγική ιστορία δυο αδελφών που βρέθηκαν στα αντίπαλα στρατόπεδα), το ΚΚΕ κατακεραύνωσε τον γνωστό σκηνοθέτη για τον τρόπο που προσέγγισε κινηματογραφικά την αναμέτρηση εκείνη, η οποία κορυφώθηκε με την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) τον Αύγουστο του 1949. Αρθρα επί άρθρων γράφτηκαν τότε –μέχρι και προκηρύξεις μοιράστηκαν –κατά της ταινίας, καθώς, για τον Περισσό, διαπνέονταν από ένα πνεύμα συμψηφισμού ευθυνών και απουσίας ταξικής προσέγγισης.
Αντιθέτως προς την «Ψυχή βαθιά», η πρόσφατη ταινία του κ. Βούλγαρη με τίτλο «Το τελευταίο σημείωμα», η οποία αφορά την εκτέλεση των 200 κομμουνιστών στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής από τα στρατεύματα κατοχής την 1η Μαΐου 1944, με κεντρικό ήρωα τον Ναπολέοντα Σουκατζίδη, έτυχε θερμής υποδοχής από τον Περισσό, κάτι που επισφραγίστηκε με την παρουσία του γενικού γραμματέα του ΚΚΕ Δημήτρη Κουτσούμπα στην πρεμιέρα της ταινίας, όπου μεταξύ πολλών άλλων παρέστησαν ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, ο Μανώλης Γλέζος και ο γερμανός πρεσβευτής στην Αθήνα Γενς Πλέτνερ.
Πολιτικός συμβολισμός
Η άτυπη αυτή «εξομάλυνση» των διαθέσεων του ΚΚΕ με τον σκηνοθέτη των «Πέτρινων χρόνων» (γυρίστηκε το 1985 και αφορούσε το ανθρώπινο δράμα που βίωσε ένα ζευγάρι κομμουνιστών, το οποίο μοίρασε τη ζωή του μεταξύ παράνομης δράσης και φυλακών, όπου γεννήθηκε το παιδί του), δεν συνιστά μετατόπιση του ΚΚΕ ως προς το ζήτημα του Εμφυλίου –άλλωστε το κόμμα γιόρτασε με κάθε επισημότητα τη συμπλήρωση των 70 χρόνων από την ίδρυση του ΔΣΕ (το 1946). Μάλλον αποτελεί περισσότερο μια κίνηση πολιτικού –ίσως και επικοινωνιακού –συμβολισμού, εν όψει και της συμπλήρωσης, το 2018, της εκατονταετηρίδας από την ίδρυση του κόμματος, καθώς στην ταινία προβάλλεται η θυσία των 200 ελλήνων κομμουνιστών, μεταξύ των οποίων και ο κομμουνιστής Σουκατζίδης, διερμηνέας (με κομματική αποστολή) στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου.
Το κυριότερο, όμως, είναι ότι η ταινία έτυχε της ευμενούς διάθεσης του ΚΚΕ διότι δημιουργήθηκε σε μια περίοδο που ο νεοφασισμός αναβιώνει και επίσης διότι «το έργο παίρνει θέση σε ένα ακόμη πιο κρίσιμο ζήτημα της πολιτικής και ιδεολογικής διαπάλης, τη διεθνή εκστρατεία του κεφαλαίου για ταύτιση του φασισμού με τον κομμουνισμό» όπως ανέφερε ο «Ριζοσπάστης», ο οποίος διέκρινε ότι «παρά τις δυσκολίες της, η ταινία δικαίωσε τη φιλοδοξία των δημιουργών της: να ξυπνήσει τη διάθεση για να ψάξουμε περισσότερο την πρόσφατη ιστορία της ταξικής πάλης στη χώρα μας, να αναζητήσουμε στην αγωνιστική κληρονομιά των γονιών και των παππούδων μας, στις πιο πολύτιμες παρακαταθήκες του χθες, απαντήσεις και αναλογίες για το πώς πρέπει να αντιμετωπίζουμε το σήμερα».
Επαινοι από Περισσό
Η κριτική που επεφύλαξε ο Περισσός στην ταινία του κ. Βούλγαρη ήταν διθυραμβική. «»Το τελευταίο σημείωμα», χωρίς να έχει την πρόθεση να διδάξει Ιστορία, σέβεται την ιστορικά χρήσιμη αλήθεια της» αναφέρεται στο σχετικό κείμενο, ενώ σημειώνεται ότι «το εγχείρημα ήταν τολμηρό, ειδικά γιατί το θέμα της ταινίας προϋποθέτει, εκτός από την καλή γνώση της Ιστορίας και των μέσων της κινηματογραφικής τέχνης –που ο Παντελής Βούλγαρης αναμφισβήτητα διαθέτει -, σοβαρή εξοικείωση με την κομμουνιστική ιδεολογία και δράση». Ο Περισσός επαινεί την ταινία διότι «ορθώνει έναν κόσμο αλληλεγγύης, ήθους, εντιμότητας, αξιοπρέπειας και βαθιάς ανθρωπιάς που φτάνει έως την ύστατη θυσία, χωρίς να κρύβει ότι βασικοί φορείς των ανώτερων αυτών ψυχικών δυνάμεων του ανθρώπου είναι οι κομμουνιστές, με επικεφαλής το στέλεχός τους Ναπολέοντα Σουκατζίδη». Αν μάλιστα τα αρχικά «Ε.Μ.» που υπάρχουν κάτω από την αναλυτική κριτική του «Ριζοσπάστη» ανήκουν στην Ελένη Μηλιαρονικολάκη, υπεύθυνη του Πολιτιστικού Τμήματος της ΚΕ του ΚΚΕ, τότε οι διαφορές στην οπτική του Περισσού έναντι του έργου του σκηνοθέτη, σε αντίθεση με το κλίμα που επικράτησε για την «Ψυχή βαθιά», είναι εμφανείς.
Η ίδια τότε είχε αποδομήσει πλήρως την προσέγγιση του σκηνοθέτη, διατυπώνοντας την άποψη ότι το κεντρικό μήνυμά του «είναι το ανώφελο, ανέφικτο και ουτοπικό, αλλά συνάμα ζοφερό κι ολέθριο της κοινωνικής σύγκρουσης, ακόμη κι αν αυτή, όπως στην περίπτωση του ένοπλου αγώνα του ΔΣΕ, είναι το αναπόφευκτο προϊόν της απροκάλυπτης βίας από τον συνασπισμό της ντόπιας αστικής τάξης και των αγγλοαμερικανών ιμπεριαλιστών κατά του εαμικού κινήματος για να εδραιώσουν την απειλούμενη εξουσία τους». Μάλιστα του ασκούσε έντονη κριτική διότι «στην κεντρική επιδίωξη της ταινίας, να υποβάλει στον θεατή με συγκινησιακούς και συναισθηματικούς προπαντός όρους την ιδέα της «εθνικής ομοψυχίας» και την ανάγκη για «κατάργηση των διαχωριστικών γραμμών», υποτάσσεται και η ιστορική αλήθεια». Οπως έγραφε άλλωστε τότε και ένα άλλο στέλεχος του ΚΚΕ, ο Μάκης Μαΐλης, «είναι πολύ πιο απλό και ανώδυνο να σταθείς δίπλα στους φυλακισμένους των «Πέτρινων χρόνων» και να αναδείξεις τον ηρωισμό τους από το να σταθείς δίπλα στον ΔΣΕ για να αναδείξεις τη διαχρονικότητα της ταξικής πάλης».
Ταινίες που αναδεικνύουν τις ανθρώπινες διαστάσεις
Βεβαίως ο κ. Βούλγαρης έχει δηλώσει ότι δεν είναι ιστορικός, ούτε κάνει διαλέξεις, αλλά ταινίες όπου αναδεικνύονται οι ανθρώπινες διαστάσεις και τα συναισθήματα που είναι ικανά να συνεγείρουν τον θεατή, να τον προβληματίσουν, να τον ωθήσουν να ανιχνεύσει τα ιστορικά γεγονότα, να αναζητήσει την αλήθεια. Αλλωστε, τα οικογενειακά βιώματα του σκηνοθέτη ήταν διαφορετικά, καθώς είχε θύματα και από τις δυο πλευρές. Ο ένας ξάδελφός του ήταν στο ΕΑΜ και έκανε χρόνια φυλακή και ο άλλος ήταν θύμα των Δεκεμβριανών του ’44, καθώς βρέθηκε απέναντι στο ΕΑΜ διαφωνώντας με τη σύγκρουση με τους Αγγλους.
Για τον ίδιο, δε, ο Εμφύλιος ήταν ένας «άδικος πόλεμος» που μπορούσε να αποφευχθεί, παρά το πογκρόμ βίας που ακολούθησε τη Συμφωνία της Βάρκιζας (Φεβρουάριος 1945), κάτι που «ίσως οδήγησε αναγκαστικά τους κομμουνιστές στα βουνά» όπως έχει δηλώσει παλαιότερα. Ο σκηνοθέτης ανήκει στη γενιά εκείνη που «σημαδεύτηκε» από τα γεγονότα αυτά (γεννήθηκε το 1940). Εντονα πολιτικοποιημένος, είχε αντιδικτατορική δράση. Συμμετείχε στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Το βράδυ που εισέβαλε το τανκ ισοπεδώνοντας την πύλη του Πολυτεχνείου, ο κ. Βούλγαρης κατόρθωσε να διαφύγει από τον οδό Στουρνάρη και να κρυφτεί σε ένα σπίτι στην οδό Μαυρομματαίων.
Ομως, λίγες ημέρες αργότερα συνελήφθη από το καθεστώς και εξορίστηκε στη Γυάρο, όπου έμεινε οκτώ μήνες και επέστρεψε στην Αθήνα με την πτώση της δικτατορίας. Πολιτικά παρέμεινε ανέντακτος στον ευρύ χώρο της Αριστεράς, διατηρώντας τις αποστάσεις εκείνες που του επέτρεπαν να δημιουργεί με τη δική του προσωπική ματιά. Η σύζυγός του και συνδημιουργός (και) στο «Τελευταίο σημείωμα» ως σεναριογράφος Ιωάννα Καρυστιάνη βασανίστηκε επί χούντας για την αντιδικτατορική της δράση, υπήρξε μέλος της ΚΝΕ και του ΚΚΕ των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων, ενώ στην πορεία αποστασιοποιήθηκε, διατηρώντας πάντως μια βαθιά πολιτικοποιημένη σχέση με όσα συμβαίνουν γύρω μας.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ