Εκατό χρόνια συμπληρώνονται στις 7 Νοεμβρίου από το ξέσπασμα της Οκτωβριανής Επανάστασης. (η 7η Νοεμβρίου στο παλιό Ιουλιανό ημερολόγιο είναι η 26η Οκτωβρίου –οι Ρώσοι είναι παλαιοημερολογίτες). Από πολλές πλευρές, πρόκειται για εξαιρετικά σημαντική επέτειο, αφού επιτάχυνε τον ιστορικό βηματισμό με τρόπο ασύλληπτο για την εποχή, αλλάζοντας τη μορφή του κόσμου για πάνω από μισό αιώνα. Το είχε τονίσει πρώιμα (το 1929) ο Ανατόλι Λουνατσάρσκι, κομισάριος της κουλτούρας, σ’ έναν λόγο του στα μέλη της κομμουνιστικής νεολαίας (Κομσομόλ): «Η ζωή των παλαιότερων», έλεγε, «κυλούσε τόσο αργά, ώστε αν κοιμόνταν για δύο χρόνια συνεχώς, όταν ξυπνούσαν θα διαπίστωναν πως τίποτε δεν είχε αλλάξει γύρω τους. Η ζωή προχωρούσε σαν να ήταν ένα κάρο, ενώ τώρα τρέχει με τρελή ταχύτητα. Το ένα γεγονός διαδέχεται το άλλο, η μία κρίση την επόμενη».
Οι παρατηρήσεις του Λουνατσάρσκι εξηγούν εκείνο που οι Δυτικοί δυσκολεύονταν να κατανοήσουν: τους λόγους για τους οποίους οι Μπολσεβίκοι έδιναν τεράστια σημασία στην κουλτούρα και ιδιαίτερα στο γραπτό κείμενο. Πώς ήταν δυνατόν άνθρωποι που κυβερνούσαν με σιδερένια πυγμή μια χώρα, η οποία κάλυπτε το ένα έκτο της γήινης επιφάνειας, να δίνουν πολλές φορές στον πολιτισμό μεγαλύτερη σημασία κι από την οικονομία, την εκβιομηχάνιση, που την επέβαλαν με τον πιο βίαιο τρόπο, και το επίπεδο ζωής των πολιτών της; Η απάντηση είναι σχετικά απλή: η κουλτούρα, και ιδιαίτερα το γραπτό κείμενο, ήταν το μέσο να νομιμοποιηθεί ένα καθεστώς που επιβλήθηκε με τη βία.
Η μπολσεβικοποίηση ή σοβιετοποίηση της κουλτούρας, ωστόσο, δεν ήταν εύκολη –πόσω μάλλον ανώδυνη –υπόθεση. Πριν από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης οι σοβιετολόγοι πίστευαν πως το καθεστώς αντάμειβε τους «δικούς» του συγγραφείς και τιμωρούσε όσους δεν ήταν μέλη του κόμματος ή συνοδοιπόροι. Οταν όμως επί Γκορμπατσόφ άνοιξαν τα αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ, του Πολιτικού Γραφείου, των μυστικών υπηρεσιών και το προσωπικό αρχείο του Στάλιν (που τώρα τα κλείνει ο Πούτιν) αποκαλύφθηκε ότι τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι. Ως το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου τα σχετικά ψηφίσματα του Πολιτικού Γραφείου και της Κεντρικής Επιτροπής χαρακτηρίζονταν άκρως απόρρητα. Μετά τον πόλεμο, ωστόσο, το καθεστώς έμοιαζε πλέον ακλόνητο και δεν είχε πρόβλημα να κοινοποιεί ψηφίσματα και αποφάσεις που άλλοτε θα αποτελούσαν επτασφράγιστα μυστικά.
Από το 1917 και μέχρι τον θάνατο του Στάλιν, το 1953, οι σημερινοί ερευνητές διακρίνουν τρεις περιόδους στην εξελικτική πορεία της σοβιετικής κουλτούρας, που όλες τους έχουν βαθύτατα πολιτικό περιεχόμενο. Στην πρώτη, από το 1917 ως το 1932, η κουλτούρα μπολσεβικοποιείται. Στη δεύτερη, από το 1932 ως το 1941, σταλινοποιείται και στην τρίτη, από το 1941 ως το 1953, σταθεροποιείται. Από τότε και ως την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης επικρατεί στασιμότητα.

Ο ιδεολογικός χειρισμός των μαζών

Το 1966, στη δίκη του για «αντισοβιετική δράση», ο Αντρέι Σινιάφσκι δήλωσε πως η διαφορά του με το καθεστώς ήταν αισθητικής τάξεως. Η ουσία όμως τότε, όπως και παλαιότερα, δεν ήταν αυτή. Για τα στελέχη της κομματικής ελίτ, το αισθητικό ζήτημα ήταν αδιάφορο. Είχαν αντικαταστήσει την αισθητική με την ιδεολογία και χρησιμοποιούσαν την κουλτούρα για τον έλεγχο των συνειδήσεων και τον ιδεολογικό χειρισμό του γενικού πληθυσμού. Αυτό αποδεικνύεται και από τις «αναλύσεις» λογοτεχνικών έργων διάφορων υψηλόβαθμων απαράτσικ, ακόμη και του ίδιου του Στάλιν.
Η «κριτική» των απαράτσικ μόλυνε σύντομα μεγάλο μέρος της μαρξιστικής κριτικής όχι μόνο στη Σοβιετική Ενωση, αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο. Αν η οικονομία και η άνοδος του βιοτικού επιπέδου οδηγούσαν στον «δρόμο προς τον κομμουνισμό», το κόμμα ήταν η αυθεντική έκφραση της «σοβιετικής πραγματικότητας», την οποία τοποθετούσε πάνω από την οικονομία και το βιοτικό επίπεδο. Γι’ αυτό, μολονότι το Κομισαριάτο του Λαού για τον Πολιτισμό (που αργότερα μετονομάστηκε σε υπουργείο Πολιτισμού) έπαιζε σημαντικό ρόλο στα πολιτιστικά ζητήματα, τις καθοριστικές αποφάσεις τις ελάμβαναν τα ανώτερα όργανα του κόμματος: πρωτίστως το Πολιτικό Γραφείο και κατόπιν η Κεντρική Επιτροπή.
Μέσω της γραφής η πραγματικότητα αποκτούσε συστηματικό χαρακτήρα. Και πραγματικότητα φυσικά ήταν η μπολσεβίκικη εμπειρία. Αυτή όριζε το πλαίσιο και τη θεματολογία –κι άρα την ταυτότητα του καθεστώτος. Ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός επομένως δεν συνιστούσε, επί της ουσίας, αισθητικό ρεύμα, αλλά ήταν η φόρμουλα αυτής της ταυτότητας. Και δεν επιβλήθηκε αμέσως, παρά στη δεκαετία του 1930, την περίοδο της σταλινοποίησης, όταν «σταλινοποιήθηκε» και ο ίδιος ο Στάλιν.
Η σηµασία των κειµένων θεωρούνταν κρίσιµη γιατί όριζε την κοινωνική και την πολιτική ιεραρχία. Το ποιος ήταν ο καθένας οριζόταν από τον βαθµό της πρόσβασής του στα κείµενα, από τη δύναµή του να τα φέρνει στο φως ή να τα κρατά στο σκοτάδι. Ακόµη και το επίσηµο όργανο της λογοκρισίας (η διαβόητη Γκλάβλιτ) δεν είχε όση ισχύ πιστεύαµε πριν από µερικά χρόνια. Τον τελικό λόγο τον είχαν πάντοτε τα ανώτερα όργανα του κόµµατος και φυσικά πάνω απ’ όλα ο γενικός γραµµατέας, δηλαδή ο Στάλιν.
Στις δεκαετίες του 1920 και 1930 άρχισαν να εκδίδονται συστηµατικά άγνωστα µαρξιστικά κείµενα για εκπαιδευτικούς –κυρίως όµως για πολιτικούς –σκοπούς. Μέσα στο σύστηµα της εκπαίδευσης και της προπαγάνδας ο ρόλος τους ήταν κανονιστικός, όµως µεγαλύτερη σηµασία ακόµη κι από τα ίδια τα κείµενα είχε η ερµηνεία τους, που την καθόριζε η πολιτική γραµµή. Εποµένως η ερµηνεία όριζε και τον τρόπο µε τον οποίον θα έπρεπε να διαβάζονται τα κείµενα. Αυτή ήταν η υπερ-πραγµατικότητα, µε την οποία θα έπρεπε να προσλαµβάνεται και η πραγµατική ζωή. Κατά συνέπεια, ό,τι θα γραφόταν από εκεί και πέρα θα έπρεπε να είναι συµβατό µε το ερµηνευτικό πλαίσιο. Τα τελευταία χρόνια λέγεται καθ’ υπερβολήν ενδεχοµένως, που δεν απέχει όµως πολύ από την αλήθεια, πως ο κοµµουνισµός είναι ένας είδος θρησκείας, γι’ αυτό και το σοβιετικό σύστηµα ήταν επί της ουσίας θεοκρατικό και παρέµεινε τέτοιο ακόµη και µετά το 20ό συνέδριο και το «λιώσιµο των πάγων». Γι’ αυτό και ο Γκορµπατσόφ δεν κατάφερε να το µεταµορφώσει –απλούστατα επειδή δοµικά και ουσιαστικά το σύστηµα δεν µπορούσε να αλλάξει χωρίς να εξαφανιστεί εξ ολοκλήρου.

Οι «αριστεροί» συγγραφείς και το Κόµµα

Το τσαρικό καθεστώς οι Μπολσεβίκοι το χαρακτήριζαν «φυλακή των εθνών» σε µια «καθυστερηµένη χώρα», «ένα αστυνοµικό κράτος» και «µια σιχαµερή αυτοκρατορία». Οταν όµως κατέλαβαν την εξουσία, το πρώτο που είχαν να αντιµετωπίσουν ήταν η µαζική φυγή των διανοουµένων. Από όσους έµειναν, πολλοί πέθαναν από τις κακουχίες και άλλοι επέλεξαν τη σιωπή. Το πρώτο µέτρο που έλαβαν ήταν η απαγόρευση εξόδου από τη χώρα. Το 1921 ο κορυφαίος ποιητής του ρωσικού συµβολισµού Αλεξάντρ Μπλοκ, που ήταν βαριά άρρωστος, ζήτησε να µεταβεί στο εξωτερικό για θεραπεία. Οι υπηρεσίες ασφαλείας εισηγήθηκαν αρνητικά και ο Λένιν συµφώνησε. Τότε ο Γκόρκι του έστειλε επιστολή όπου του ζήτησε να αλλάξει γνώµη. Ο Λουνατσάρσκι ταυτοχρόνως κίνησε γη και ουρανό προκειµένου να αλλάξει την απόφαση. Εστειλε µια επιστολή-καταπέλτη στην Κεντρική Επιτροπή, κοινοποιώντας την και στον Λένιν, που τελικά άλλαξε γνώµη. Ηταν όµως αργά. Ο Μπλοκ είχε στο µεταξύ πεθάνει.

Ο Ανατόλι Λουνατσάρσκι και το θέατρο Μπαλσόι

Ανάμεσα στους Μπολσεβίκους ο Ανατόλι Λουνατσάρσκι ήταν χωρίς αμφιβολία από τις ευγενέστερες και πιο σημαντικές μορφές. Γνώριζε έξι ζωντανές και δύο νεκρές γλώσσες, ήταν διεισδυτικός κριτικός κι έγραψε πολύ ενδιαφέροντα κείμενα για συγγραφείς πρώτης γραμμής (ανάμεσα στους οποίους περιλαμβάνονται ο Ντοστογέφσκι και ο Προυστ) και χωρίς αμφιβολία το αξιοθαύμαστο σύστημα των βιβλιοθηκών στη Σοβιετική Ενωση ήταν σε πολύ μεγάλο βαθμό δικό του έργο. Επρεπε όμως να δουν το φως της δημοσιότητας τα ντοκουμέντα της εποχής για να μάθουμε πως χάρη σ’ αυτόν δεν έκλεισε το θέατρο Μπαλσόι, το οποίο για πολλούς Μπολσεβίκους ήταν σύμβολο του παρελθόντος που ικανοποιούσε «δέκα χιλιάδες γεμάτες κοιλιές». Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση το Μπαλσόι δεν έχασε μόνο την κρατική επιδότηση, αλλά και τις χορηγίες από ιδιώτες.

Στις 12 Ιανουαρίου 1922 ο Λένιν στέλνει σημείωμα στον Μόλοτοφ, όπου του λέει, ούτε λίγο ούτε πολύ, πως έμαθε από τον Κάμενεφ ότι έπειτα από «εντελώς απρεπή» εισήγηση του Λουνατσάρσκι το Συμβούλιο των Κομισάριων του Λαού της ΕΣΣΔ αποφάσισε ομοφώνως να διατηρηθούν η όπερα και το μπαλέτο Μπαλσόι.
Ο Λένιν δίνει τις παρακάτω εντολές:
1. Το προεδρείο της Πανρωσικής Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής να ακυρώσει την απόφαση.
2. Να μείνουν μόνο μια ντουζίνα καλλιτέχνες του Μπαλσόι για τη Μόσχα και την Πετρούπολη που οι παραστάσεις τους να καλύπτουν τα έξοδά τους.
3. Από τα εκατομμύρια που θα περισσέψουν τα μισά να δαπανηθούν για την καταπολέμηση του αναλφαβητισμού.
4. Να κληθεί για πέντε λεπτά ο Λουνατσάρσκι και να του γίνει ξεκάθαρο, όπως και στους άλλους κομισάριους, πως αν συνεχίσουν να εισάγουν και να επικυρώνουν τέτοια ψηφίσματα, αυτό θα συνεπάγεται αυστηρότερα μέτρα εκ μέρους της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος.
Ο Λουνατσάρσκι δεν μένει άπρακτος. Στέλνει την επομένη μακροσκελή επιστολή στον Λένιν, όπου ανάμεσα στα άλλα του λέει πως δεν είναι σωστά πληροφορημένος και ενημερώνει και την Κεντρική Επιτροπή. Χάρη στην υποστήριξή του από τον Μ.Ι. Καλίνιν, πρόεδρο τότε της ΕΣΣΔ, το θέατρο Μπαλσόι τελικά δεν κλείνει.
Κάτω οι φορμαλιστές!

Το σύστηµα δεν ήταν ακόµη τόσο συγκεντρωτικό – µολονότι κάθε άποψη του Λένιν αποτελούσε «νόµο» -, γι’ αυτό και στις περιπτώσεις που τα στελέχη διαφωνούσαν µεταξύ τους απευθύνονταν στον ίδιον. Στα χρόνια του εµφύλιου πολέµου, όταν δεν ήταν διόλου βέβαιο πως το καθεστώς θα επιβίωνε και τα τρόφιµα µοιράζονταν µε το δελτίο, οι Μπολσεβίκοι έλαβαν ένα ακόµη µέτρο: κατέταξαν τους συγγραφείς και τους διανοουµένους στην υψηλότερη κατηγορία όσων δικαιούνταν τρόφιµα µε το δελτίο.

Αλλά το κυριότερο πρόβληµα που θα έπρεπε να αντιµετωπίσουν ήταν οι λεγόµενοι «αριστεροί καλλιτέχνες» της ΡΑΠΠ (Ρωσική Ενωση Προλεταρίων Συγγραφέων), που στόχευαν στην πλήρη αποστασιοποίηση από το πολιτιστικό παρελθόν της χώρας και την προλεταριοποίηση της κουλτούρας. Δεν ήταν όµως µόνο η ΡΑΠΠ, αλλά και δύο άλλες, επίσης ριζοσπαστικές, ενώσεις: η ΛΕΦ (Αριστερό Μέτωπο των Τεχνών), που αποτελούνταν από φουτουριστές και κονστρουκτιβιστές, και η Προλέτκουλτ. Στη ΛΕΦ ανήκαν ορισµένοι από τους επιφανέστερους καλλιτέχνες, συγγραφείς και διανοουµένους, όπως ο Αϊζενστάιν, ο Σκλόφσκι, ο Μαγιακόφσκι, ο Τζίγκα Βερτόφ, ο Ισαάκ Μπάµπελ και ο Παστερνάκ. Οι συγκρούσεις ανάµεσα στις τρεις ενώσεις ήταν συνεχείς.
Το Κόµµα είχε να αντιµετωπίσει ένα µεγάλο πρόβληµα: πώς θα οργάνωνε το πολιτιστικό περιβάλλον και πώς θα ήλεγχε τις ενώσεις αυτές. Ο χειρισµός ήταν µακιαβελικός: θα υποστήριζε τη µια ή την άλλη ένωση κατά περίπτωση, ενώ κατά την περίοδο της ΝΕΠ (Νέας Οικονοµικής Πολιτικής) θα οργάνωνε το «πολιτιστικό περιβάλλον».
Ως πρόσφατα σχεδόν πολλοί πίστευαν ότι το Κοµµουνιστικό Κόµµα στη Σοβιετική Ενωση την περίοδο της ΝΕΠ δεν είχε άποψη για την «πολιτιστική πολιτική» και δεν παρενέβαινε. Τα ντοκουµέντα όµως αποδεικνύουν ότι συνέβαινε το αντίθετο. Το βιβλίο του Τρότσκι Λογοτεχνία και Επανάσταση (1923) ανήκει στα θεµελιώδη κείµενα που χαρακτηρίζουν την εποχή και η φράση του «το Κόµµα οδηγεί το προλεταριάτο, όχι την ιστορική διαδικασία» έχει µείνει ιστορική. Σε αναφορά του, εν τούτοις, στο Πολιτικό Γραφείο στις 30 Ιουνίου 1922 σχετικά µε το πώς θα πρέπει να χειριστούν τους νέους συγγραφείς – και παρά τον φαινοµενικά φιλελεύθερο χαρακτήρα της -, ο Τρότσκι δίνει κεντρικό ρόλο στη λογοκρισία και στην εκπαίδευση των κοµµατικών κριτικών προκειµένου να προβληθεί το έργο των καλύτερων νέων συγγραφέων.
Εκείνο που επίσης έχει ιδιαίτερη βαρύτητα είναι το σύστηµα των επιδοτήσεων και της οικονοµικής ενίσχυσης συγγραφέων και καλλιτεχνών που προτείνει. Αν τα δει αυτά κανείς λαµβάνοντας υπόψη τις εσωκοµµατικές συγκρούσεις της εποχής και τις τακτικές κινήσεις των πρωταγωνιστών, δεν απορεί που ο Στάλιν συναινεί τότε γραπτώς σε όλα µε τον Τρότσκι και κινεί τις σχετικές γραφειοκρατικές διαδικασίες. Κι όταν έγινε πανίσχυρος, εφάρµοσε στο πρακτικό επίπεδο τις παλιές προτάσεις του Τρότσκι.
Από τότε η ένωση συγγραφέων και καλλιτεχνών που θα κυριαρχούσε θα ήταν η ΡΑΠΠ. Σιγά-σιγά θα εξαφάνιζε ή θα απορροφούσε σχεδόν όλες τις υπόλοιπες ενώσεις. Το 1931 είχε φτάσει να ελέγχει το εκδοτικό σύστηµα και τα σηµαντικότερα περιοδικά (ανάµεσά τους και τη Λιτερνατούρναγια Γκαζέτα, το κύρος της οποίας ήταν σχεδόν αντίστοιχο µ’ εκείνο της Πράβδα). Η ΡΑΠΠ διέλυσε τη ΛΕΦ και έναν χρόνο πριν από την αυτοκτονία του στις τάξεις της εντάχθηκε και ο Μαγιακόφσκι. Τα µέλη της ήταν εκείνα που είχαν ξεκινήσει την «εκστρατεία» εναντίον του Μπουλγκάκοφ και του Ζαµιάτιν, ο οποίος σε επιστολή του στον Στάλιν τον Ιούνιο του 1931 τα «φωτογραφίζει», χωρίς να τα αναφέρει ονοµαστικά, ως υπεύθυνα για τον «συγγραφικό του θάνατο», αφού του έχουν κλείσει τις πόρτες σε όλους τους εκδότες. Ο Ζαµιάτιν ζητεί να φύγει στο εξωτερικό – και ο Στάλιν εγκρίνει.
Το 1931 η ΡΑΠΠ είχε την αµέριστη υποστήριξη της Κεντρικής Επιτροπής και είναι χαρακτηριστικά δύο κύρια άρθρα στην Πράβδα. Το πρώτο µε ηµεροµηνία 18 Απριλίου 1931 και τίτλο «Για την προλεταριακή λογοτεχνία» και το δεύτερο της 31ης Αυγούστου της ίδιας χρονιάς µε τίτλο «Για την ηγεµονία της προλεταριακής τέχνης», όπου διαβάζουµε επί λέξει: «Η ΡΑΠΠ είναι η πρωταρχική και καθοδηγητική ένωση της προλεταριακής λογοτεχνίας, που εκφράζει τη γραµµή του Κόµµατος για τα λογοτεχνικά ζητήµατα».
Ολα όµως έχουν ένα τέλος. Στις 8 Μαρτίου 1931 µε ειδικό ψήφισµα το Πολιτικό Γραφείο συστήνει µια «εξεταστική επιτροπή για τα ερωτήµατα που αφορούν τις δραστηριότητες της ΡΑΠΠ». Στις 23 Απριλίου της ίδιας χρονιάς µε το ψήφισµα «Περί αναδόµησης των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών οργανώσεων» διαλύει τη ΡΑΠΠ και αναγγέλλει την ένταξη όλων των συγγραφέων σε µια ένωση, προβλέποντας ότι αυτό θα ισχύει κατά περίπτωση και για τις υπόλοιπες τέχνες. Σε άλλο ψήφισµα ορίζονται και οι όροι µε τους οποίους θα εφαρµοστεί η απόφαση σε όλες τις Δηµοκρατίες. Και µάλιστα διατάζει να παραδοθούν όλα τα αρχεία και η περιουσία της ΡΑΠΠ σε µια Πανρωσική Οργανωτική Επιτροπή ώσπου να λάβει χώρα (σε δύο χρόνια) το συνέδριο που θα σηµατοδοτούσε την ίδρυση της Ενωσης Σοβιετικών Συγγραφέων και θα επέβαλλε τον σοσιαλιστικό ρεαλισµό και τον απόλυτο κοµµατικό έλεγχο χωρίς παρεκκλίσεις, είτε προς τα δεξιά είτε προς τα αριστερά.

Ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός

Η δεκαετία του 1930 ήταν η πιο αποφασιστική περίοδος για τη δηµιουργία και τη σταθεροποίηση αυτού που γνωρίσαµε ως Σοβιετική Ενωση. Είναι η περίοδος που δεν αναλύθηκε στον βαθµό που θα περίµενε κανείς, αφού τώρα αναδεικνύεται ο Στάλιν ως ο απόλυτος κυρίαρχος και το Κόµµα επιβάλλεται απολύτως στη ζωή των πολιτών µε όχηµα την κουλτούρα. Οι διανοούµενοι πλέον θα παίξουν έναν και µοναδικό ρόλο: του ενδιάµεσου ανάµεσα στην πολιτική εξουσία και τον γενικό πληθυσµό. Και το αποφασιστικό γεγονός ήταν το συνέδριο των συγγραφέων το 1934, το οποίο σηµατοδότησε τον απόλυτο έλεγχο του Κόµµατος τόσο όσον αφορά τα οργανωτικά ζητήµατα όσο και το ιδεολογικό πλαίσιο που θα καθόριζε το σύστηµα ελέγχου σε κάθε τοµέα της πολιτιστικής και κοινωνικής ζωής.
Αυτό δεν συνέβη διόλου εύκολα. Το συνέδριο προετοιµαζόταν επί δύο ολόκληρα χρόνια και κατά τη διάρκεια της προετοιµασίας του οι µυστικές υπηρεσίες συνέτασσαν απανωτές αναφορές, ενώ αναµείχθηκαν και όλα τα κορυφαία κοµµατικά στελέχη. Αλλά ο κυρίαρχος ρόλος ήταν του Στάλιν, που αξιοποίησε στον ύψιστο βαθµό τη φήµη και την απήχηση του Γκόρκι, ο οποίος ήταν µια φυσιογνωµία µε αδιαµφισβήτητο διεθνές κύρος, ο τελευταίος των κορυφαίων ρώσων ρεαλιστών µετά τον Γκόγκολ, τον Ντοστογέφσκι και τον Τολστόι.
Η εκτενής αλληλογραφία ανάµεσα στους δύο άνδρες είναι αποκαλυπτική: ο Στάλιν χρησιµοποιούσε τον Γκόρκι όσο τον χρειαζόταν. Ο Γκόρκι αξιοποιούσε για λογαριασµό του την απευθείας σχέση του µε τον δικτάτορα. Εγινε ο πρώτος πρόεδρος της Ενωσης Σοβιετικών Συγγραφέων, ενώ στο µεταξύ προωθούσε τους δικούς του ανθρώπους στα κοµµατικά όργανα που ήταν επιφορτισµένα µε την πολιτική της κουλτούρας. Την εισηγητική του έκθεση στο πρώτο συνέδριο των σοβιετικών συγγραφέων την έστειλε στις 2 Αυγούστου 1934, πριν την ανακοινώσει, στον Στάλιν για παρατηρήσεις και διορθώσεις. Αλλά ο Στάλιν είχε επιλέξει στο µεταξύ το δεξί του χέρι στο Πολιτικό Γραφείο και στην Κεντρική Επιτροπή, τον διαβόητο Αντρέι Ζντάνοφ, να εκφωνήσει την παράλληλη εισήγηση εκ µέρους του Κόµµατος.
Αυτά είναι γνωστά. Λιγότερο γνωστό όµως είναι το ότι οργανωτικός νους ήταν ο Ιβάν Μιχαήλοβιτς Γκρόνσκι (1894-1985), διευθυντής της εφηµερίδας Ισβέστια κι επικεφαλής της Οργανωτικής Επιτροπής του συνεδρίου. Ο Γκρόνσκι έπεσε αργότερα σε δυσµένεια και το 1937, τη χειρότερη χρονιά του Μεγάλου Τρόµου, εξορίστηκε στο γκουλάγκ, όπου κατάφερε µα επιβιώσει. Εκείνη την εποχή όµως ήταν πολύ εύκολο να πέσει κανείς από τα ύψη στα τάρταρα. Το 1972 έγραψε µια σειρά από επιστολές (δηµοσιεύθηκαν επί Γκορµπατσόφ), όπου αποκαλύπτει το πώς αποφασίστηκε να υιοθετηθεί ο όρος σοσιαλιστικός ρεαλισµός. Μπορεί κανείς να φανταστεί τη σκηνή, όπως την περιγράφει ο Γκρόνσκι:
Βρισκόµαστε την παραµονή της έναρξης του συνεδρίου στο γραφείο του Στάλιν στο Κρεµλίνο:
«Τα οργανωτικά ζητήµατα που έχουν να κάνουν µε την αναδόµηση των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών ενώσεων έχουν ήδη αποφασιστεί από την Κεντρική Επιτροπή. Ζητήµατα όµως που έχουν να κάνουν µε τις δηµιουργικές µεθόδους δεν έχουν αντιµετωπιστεί» λέει ο Στάλιν – και στη συνέχεια ρωτάει τον Γκρόνσκι: «Τι προτείνεις;».
Ο Γκρόνσκι δεν είναι προετοιµασµένος και προτείνει όρους όπως «προλεταριακός σοσιαλισµός» ή «ακόµη καλύτερος κοµµουνιστικός ρεαλισµός» ως έκφραση του αγώνα της εργατικής τάξης για τον κοµµουνισµό.
«Εχεις δίκιο να υπογραµµίζεις τον ταξικό, προλεταριακό χαρακτήρα της σοβιετικής λογοτεχνίας», λέει ο Στάλιν, «αλλά είναι λάθος να ορίζουµε την ύψιστη επιδίωξη της εργατικής τάξης – τον κοµµουνισµό. Πέραν αυτού, προς το παρόν δεν έχουµε καν προτείνει τη µετάβαση από τον σοσιαλισµό στον κοµµουνισµό ως πρακτικό καθήκον. Θα έρθει χωρίς αµφιβολία ο καιρός που το κόµµα θα κληθεί να το αντιµετωπίσει ως πρακτικό ζήτηµα, αλλά αυτό δεν θα συµβεί σύντοµα». Κι ο Στάλιν καταλήγει: «Τι θα έλεγες αν ονοµάζαµε τη µέθοδο της σοβιετικής λογοτεχνίας και τέχνης σοσιαλιστικό ρεαλισµό; Το πλεονέκτηµα του όρου συνίσταται πρώτον στη συντοµία του (µόνο δύο λέξεις), δεύτερον στο ότι είναι εύκολα κατανοητός και τρίτον στον τρόπο µε τον οποίο ορίζει τη συνέχεια της λογοτεχνίας, τη λογοτεχνία στην περίοδο της αστικοδηµοκρατικής εποχής, που άλλαξε και αναπτύχθηκε στην περίοδο του σοσιαλιστικού κινήµατος σε λογοτεχνία του σοσιαλιστικού ρεαλισµού».
Η συνάντηση Στάλιν – Γκρόνσκι διήρκεσε έξι µε επτά ώρες. Αλλά τότε αποφασίστηκαν τα πάντα. Ο σοσιαλιστικός ρεαλισµός θα επιβαλλόταν και θα τον χρησιµοποιούσαν για πολλά ακόµη χρόνια και µετά τον θάνατο του Στάλιν, ως τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης. Και θα επιβαλλόταν όχι µόνο στη λογοτεχνία, αλλά και σε όλες τις άλλες τέχνες.
Η φόρµουλα ήταν κατανοητή όσον αφορά τη λογοτεχνία και τα γραπτά κείµενα. Αλλά πώς θα εφαρµοζόταν στις άλλες τέχνες; Οι απαντήσεις ήταν απλές – καθότι η «απλότητα» ήταν το σήµα-κατατεθέν των απαράτσικ: Οι µουσικοσυνθέτες θα συνέθεταν «ωραία µουσική», οι ζωγράφοι και οι γλύπτες θα έπρεπε να φτιάχνουν «ρεαλιστικούς» πίνακες και γλυπτά, οι σκηνοθέτες του κινηµατογράφου «ταινίες για τις µάζες». Με άλλα λόγια, «ωραία µουσική» σήµαινε µελωδικά έργα χωρίς πειραµατισµούς, η πειραµατική τέχνη στη ζωγραφική θα έπρεπε να ριφθεί στο πυρ το εξώτερον και το ίδιο περίπου θα έπρεπε να ισχύει και στον κινηµατογράφο.

Κάτω οι φορµαλιστές!

Στις 16 Δεκεµβρίου 1935, έναν χρόνο µετά το συνέδριο και την ίδρυση της Ενωσης Σοβιετικών Συγγραφέων, το Πολιτικό Γραφείο πέρασε ένα ψήφισµα όπου αναγγελλόταν η ίδρυση µιας πανεθνικής επιτροπής για θέµατα των τεχνών. Τώρα πλέον ο συγκεντρωτισµός στις τέχνες και τα γράµµατα θα ήταν ολοκληρωτικός. Ολες οι οργανώσεις, οι ενώσεις, τα ιδρύµατα, τα κινηµατογραφικά στούντιο και τα θέατρα θα τελούσαν υπό τον έλεγχο της επιτροπής, η οποία φυσικά θα εφάρµοζε χωρίς παρέκκλιση τις κοµµατικές ντιρεκτίβες, όπως διατυπώνονταν στα σχετικά ψηφίσµατα. Εφεξής κάθε καλλιτεχνικό έργο και κάθε κείµενο θα έπρεπε να είναι απολύτως κατανοητό από τις µάζες.
Και για να επιτευχθεί αυτό εξαπολύθηκε η λεγόµενη «αντιφορµαλιστική εκστρατεία», η οποία κατευθυνόταν κυρίως εναντίον τριών από τους επιφανέστερους εκπροσώπους της αριστερής πρωτοπορίας στη δεκαετία του 1920: του «λαµπρού» (όπως τον χαρακτήριζε ο Γκόρκι σε επιστολή του της 10ης Μαρτίου 1936 στον Στάλιν) σκηνοθέτη του θεάτρου Βσέβολοντ Μέγερχολντ, του επιφανέστερου σκηνοθέτη του κινηµατογράφου Σεργκέι Αϊζενστάιν και του µεγαλύτερου σοβιετικού µουσικοσυνθέτη του 20ού αιώνα Ντµίτρι Σοστακόβιτς.
Η επίθεση ξεκίνησε µε δύο άρθρα στην Πράβδα εναντίον του Σοστακόβιτς, στις 20 Ιανουαρίου 1936 και στις 6 Φεβρουαρίου της ίδιας χρονιάς. Το πρώτο, µε τίτλο «Μπέρδεµα αντί για µουσική», αφορούσε την όπερά του «Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ» (ή αλλιώς «Κατερίνα Ισµαΐλοβα») και το δεύτερο, µε τίτλο «Ψευδοµπαλέτο», το µπαλέτο «Καθαρό ρυάκι» για το οποίο είχε γράψει τη µουσική. Το σοκ που υπέστη ο τριαντάχρονος Σοστακόβιτς δεν το ξεπέρασε ως το τέλος της ζωής του.
Η µυστική αστυνοµία Νι Κα Βε Ντε, η οποία ήταν πάντοτε ενηµερωµένη καταλεπτώς για ό,τι συζητούσαν µεταξύ τους οι συγγραφείς και οι καλλιτέχνες – που σηµαίνει ότι είχε παντού πληροφοριοδότες -, έστειλε λεπτοµερή αναφορά για τις αντιδράσεις τους, οι οποίες φυσικά έµπαιναν στον ατοµικό φάκελο του καθενός ώστε, αν χρειαζόταν, να χρησιµοποιηθούν εναντίον του.
Η Πράβδα καταδίκαζε όχι απλώς την όπερα του Σοστακόβιτς αλλά και τις «αντιλαϊκές τάσεις στη µουσική» – κατ’ επέκταση και στις άλλες τέχνες. Οσοι δεν ήταν «απλοί» κι έκαναν «πειράµατα» στην τέχνη χαρακτηρίζονταν συλλήβδην «φορµαλιστές». Τον Μάρτιο του 1937, όταν ο Μεγάλος Τρόµος βρισκόταν στο αποκορύφωµά του, το Πολιτικό Γραφείο απαγόρευσε την ταινία του Αϊζενστάιν «Το λιβάδι του Μπεζίν», έπειτα βέβαια από εισήγηση του επικεφαλής των κινηµατογραφικών στούντιο Μπορίς Ζαχάροβιτς Σουµιάτσκι.
Τα πράγµατα όµως δεν σταµάτησαν εδώ. Στις 7 Ιανουαρίου 1938 το Πολιτικό Γραφείο αποφασίζει να κλείσει το θέατρο του Μέγερχολντ. Ηδη στο πρώτο άρθρο της Πράβδα εναντίον του Σοστακόβιτς είχε χρησιµοποιηθεί ο καινοφανής όρος «µεγερχολντισµός».
Τρία ήταν τα κύρια σηµεία της απόφασης:
Α. Να κλείσει το θέατρο του Μέγερχολντ ως ξένο προς τη σοβιετική τέχνη.
Β. Να χρησιµοποιηθούν οι ηθοποιοί του και το προσωπικό σε άλλα θέατρα.
Γ. Να συζητηθεί αργότερα το αν ο Μέγερχολντ θα εξακολουθήσει να εργάζεται στο θέατρο.
Η τύχη του Μέγερχολντ είχε προδιαγραφεί. Στις 20 Ιουνίου συλλαµβάνεται, βασανίζεται να οµολογήσει ότι ήταν κατάσκοπος των βρετανικών και ιαπωνικών µυστικών υπηρεσιών κι εκτελείται την 1η Φεβρουαρίου 1940. Λίγες µέρες µετά τη σύλληψή του, η σύζυγός του Ζηναΐδα Ράιχ βρέθηκε δολοφονηµένη άγρια, µε δεκαεφτά µαχαιριές, κοµµένη καρωτίδα και τα µάτια της εξορυγµένα στο διαµέρισµά της. Η δύστυχη γυναίκα προκειµένου να προστατέψει τον Μέγερχολντ είχε στείλει µια επιστολή στον Στάλιν στις 29 Απριλίου 1937 όπου κατηγορούσε µέλη της ΡΑΠΠ ότι ήταν τροτσκιστές που ήθελαν να τον εξοντώσουν! «Οµως εσύ καταλαβαίνεις τον Μαγιακόφσκι. Καταλαβαίνεις τον Τσάπλιν και θα καταλάβεις και τον Μέγερχολντ. Ενα εχθρικό χέρι σ’ έχει αποµακρύνει από κοντά του» γράφει η Ράιχ ανάµεσα σε άλλα.

Ο Στάλιν, οι συγγραφείς και οι καλλιτέχνες

Το σύστημα ελέγχου στην κουλτούρα που είχε επιβάλει το σοβιετικό καθεστώς ήταν τόσο συγκεντρωτικό, ώστε όλες οι σημαντικές αποφάσεις λαμβάνονταν στην κορυφή, δηλαδή από τον ίδιο τον Στάλιν. (Το ίδιο γινόταν και με τον Λένιν, αν και σε μικρότερο βαθμό.) Φυσικά, ο Στάλιν πριν πάρει μια απόφαση ρωτούσε την άποψη των άλλων μελών του Πολιτικού Γραφείου, όμως ποτέ δεν ελήφθη απόφαση αντίθετη με τη δική του. Πολύ σύντομα το είχαν καταλάβει οι συγγραφείς, οι διανοούμενοι και οι καλλιτέχνες, οι οποίοι όταν ήθελαν να πετύχουν κάτι απευθύνονταν στον ίδιο τον Στάλιν.

Υπάρχουν στα αρχεία επιστολές στον Στάλιν πλήθους σημαντικών και ασήμαντων συγγραφέων, σκηνοθετών και διανοουμένων, κι ανάμεσά τους του Μπουλγκάκοφ, του Ζαμιάτιν, του Πιλνιάκ, του Στανισλάφσκι, του Παστερνάκ, του Αλεξέι Τολστόι, του Αλεξαντρόφ, του Αϊζενστάιν, του Ντοβζένκο, της συντρόφου του Μαγιακόφσκι, Λιλί Μπρικ, υπάρχει η αλληλογραφία του με τον Γκόρκι και τον Σόλοχοφ, για τον οποίο ο Στάλιν ήλπιζε ότι θα αναδεικνυόταν σε Τολστόι της σοβιετικής εποχής, αλλά υπάρχουν και οι επιστολές του δικτάτορα στους επικεφαλής της σοβιετικής γραφειοκρατίας που χειρίζονταν τα πολιτιστικά ζητήματα, ένας τεράστιος όγκος αρχειακού υλικού που θα πάρει χρόνια για να μελετηθεί σε βάθος.
Οι πάντες είχαν συνειδητοποιήσει πως ο Στάλιν αποφάσιζε για τα πάντα και πως μια λέξη του αρκούσε για οτιδήποτε. Το σύστημα υπήρξε δικό του δημιούργημα και το χειριζόταν όπως ήθελε. Ομως κανείς δεν ήταν ασφαλής – και η απόσταση συχνά από τον έπαινο ως το γκουλάγκ και κάποτε τον θάνατο δεν απείχε παρά ένα βήμα. Ας αναφέρω εδώ μόνο μία – αλλά από πολλές πλευρές χαρακτηριστική – περίπτωση:
Στις 4 Ιανουαρίου 1931 λ.χ. ο Μπορίς Πιλνιάκ, εξαίρετος πεζογράφος και κομμουνιστής, έχοντας δυσκολίες να πάρει άδεια για να ταξιδέψει στο εξωτερικό, έστειλε επιστολή στον Στάλιν ζητώντας τη μεσολάβησή του. «Πρέπει μήπως να υποθέσω ότι οι άνθρωποι θα νομίσουν ότι δραπετεύω; Μα αυτό είναι καθαρή ανοησία, στ’ αλήθεια! Πώς μπορώ να δραπετεύσω από τον εαυτό μου, από τη μοίρα του συγγραφέα, από την Επανάσταση, από τη χώρα μου, από τη γλώσσα μου, τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου;» του γράφει.
Ο Στάλιν του απαντά σε τρεις μόνο μέρες! «Αξιότιμε σύντροφε Πιλνιάκ! Τα αρμόδια όργανα δεν έχουν αντίρρηση να ταξιδέψεις στο εξωτερικό. Είχαν κάποιους δισταγμούς στην αρχή, αλλά όχι πλέον. Η αναχώρησή σου θα πρέπει προφανώς να θεωρηθεί σίγουρη». Η άδεια είχε δοθεί.
Μια άλλη επιστολή που του είχε στείλει ο Στάλιν ο Πιλνιάκ την είχε καδράρει και κρεμάσει σε περίοπτη θέση στο σπίτι του. Αυτά όμως δεν τον βοήθησαν έξι χρόνια αργότερα. Στις 28 Οκτωβρίου 1937 συνελήφθη με την κατηγορία ότι ήταν τροτσκιστής, τρομοκράτης και πράκτορας των Ιαπώνων. Η δίκη του στις 21 Απριλίου 1938 διήρκεσε μόλις δεκαπέντε λεπτά. Καταδικάστηκε σε θάνατο κι εκτελέστηκε με μια σφαίρα στον αυχένα. Στον φάκελό του βρέθηκε ένα μικρό κομμάτι κίτρινο χαρτί που έγραφε: «Απόφαση εξετελέσθη».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ