Το μεγαλύτερο τρόπαιο στη μάχη για τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης συνασπισμού στη Γερμανία είναι ο έλεγχος του υπουργείου Οικονομικών. Ο επόμενος «τσάρος» δεν θα ελέγχει απλώς τη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης, αλλά θα έχει και τον πρώτο λόγο στα ακριβά σχέδια για τη μεγαλύτερη ολοκλήρωση της ευρωζώνης, όπως την οραματίζεται ο γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν.
Ακόμη και προτού καταλήξουν σε μια συμφωνία συνασπισμού, τα τέσσερα κόμματα, τα οποία διεξάγουν συνομιλίες για τη διαμόρφωση της επόμενης κυβέρνησης, έχουν ήδη στείλει ένα σαφές μήνυμα: Δεν έχουμε πολλά χρήματα να διαθέσουμε για την Ευρώπη και δεν θα σωρεύσουμε χρέη.
Θεωρητικά, οι Χριστιανοδημοκράτες της καγκελαρίου Aνγκελα Μέρκελ (CDU) και το αδελφό κόμμα της Βαυαρίας CSU δεν πραγματοποιούν ακόμα επίσημες συνομιλίες συνασπισμού με τους Eλεύθερους Δημοκράτες (FDP) και τους Πράσινους. Οι συζητήσεις τους χαρακτηρίζονται ως «διερευνητικές». Αλλά τα κόμματα έχουν ήδη αρχίσει να παλεύουν για τον έλεγχο του υπουργείου Οικονομικών, το οποίο όλοι θεωρούν ως το μεγάλο βραβείο στο τραπέζι.
Υψηλόβαθμο στέλεχος από τους φιλικούς προς τις επιχειρήσεις Ελεύθερους Δημοκράτες δήλωσε ότι το υπουργείο έχει λειτουργήσει ως «εκτεταμένος βραχίονας» της καγκελαρίας της Μέρκελ –κάτι που το κόμμα επιθυμεί να τερματίσει.
Οι Χριστιανοδημοκράτες, πάλι, δεν κρύβουν πόσο πολύ θα ήθελαν να διατηρήσουν τον έλεγχο του υπουργείου και στην επόμενη κυβέρνηση. Υποστηρίζουν ότι το επίτευγμα του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο οποίος επανέφερε τη χώρα σε ισοσκελισμένο προϋπολογισμό με έλλειμμα 0%, είναι η απόδειξη πως το υπουργείο ήταν σε καλά χέρια.
Αλλά οι μελλοντικοί εταίροι του συνασπισμού φοβούνται ότι θα πέσουν στην ίδια παγίδα με τους Σοσιαλδημοκράτες, οι οποίοι είχαν μικρό ρόλο στην τελευταία κυβέρνηση της Μέρκελ και τέθηκαν στο περιθώριο σε πολλές βασικές συζητήσεις επειδή δεν είχαν καμιά εξουσία στο υπουργείο Οικονομικών.
Ο αρχηγός των Ελεύθερων Δημοκρατών Κρίστιαν Λίντνερ, υπέρμαχος των φορολογικών περικοπών και πολύ καχύποπτος απέναντι στα σχέδια του Μακρόν για την ευρωζώνη, διεκδικεί με πάθος την ανάληψη του υπουργείου Οικονομικών από το κόμμα του.
Σε μια έρευνα της Civey την περασμένη εβδομάδα, το 38% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι ο νέος υπουργός Οικονομικών θα πρέπει να προέρχεται από το FDP, ενώ το 29% υποστηρίζει το CDU. Ανάμεσα στα ονόματα που ακούγονται στο Βερολίνο για τους πιθανούς υποψήφιους υπουργούς Οικονομικών του FDP είναι του ίδιου του Λίντνερ, του προέδρου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων Βέρνερ Χόγερ και του Φόλκερ Βίσινγκ, περιφερειακού υπουργού Οικονομικών της Ρηνανίας-Παλατινάτου.
Το μόνο βέβαιο; Οποιος και αν είναι επικεφαλής του υπουργείου Οικονομικών, δεν θα έχει αρκετά χρήματα για να προωθήσει όλα τα αιτήματα που υπέβαλαν τα τέσσερα κόμματα που κάθονται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Τα επόμενα τέσσερα χρόνια η Γερμανία μπορεί να δαπανήσει σχεδόν 30 δισεκατομμύρια ευρώ για νέες πολιτικές πρωτοβουλίες χωρίς να χρειαστεί να αυξήσει το χρέος της χώρας, σύμφωνα με εσωτερική εκτίμηση του υπουργείου Οικονομικών του CDU.
Αλλά η χρηματοδότηση όλων των πολιτικών που προτείνονται από τους πιθανούς εταίρους του συνασπισμού –όπως η πρόσθετη στήριξη των οικογενειών που ζήτησαν οι Πράσινοι, η επιθυμία του FDP να καταργήσει τον λεγόμενο φόρο αλληλεγγύης, τα επιπλέον επιδόματα στις μητέρες όπως απαιτεί το βαυαρικό κόμμα CSU ή το σχέδιο του CDU για μείωση των φόρων εισοδήματος –θα ανερχόταν σε περίπου 100 δισ. ευρώ σε πρόσθετες δαπάνες για τέσσερα χρόνια.
Οι συντηρητικοί της Μέρκελ βλέπουν τον ισοσκελισμένο προϋπολογισμό τους ως σύμβολο της ανωτερότητας του οικονομικού μοντέλου της Γερμανίας έναντι άλλων χωρών που έχουν υπερχρεωθεί στην Ευρώπη. Κατάφεραν να πείσουν και τους άλλους να δεσμευτούν να μη δημιουργήσουν νέο χρέος κατά την επόμενη τετραετή κοινοβουλευτική περίοδο. Ενα εσωτερικό έγγραφο ανέφερε ότι «οι συνομιλητές συμφωνούν ότι θέλουν έναν ισορροπημένο προϋπολογισμό».
Αναπόφευκτα, αυτό σημαίνει ότι κανένα κόμμα δεν πρόκειται να πάρει ό,τι θέλει. Ενα μεγάλο μέρος της διαμάχης για τον συνασπισμό θα αφορά ποιες πολιτικές θα χρηματοδοτηθούν και ποιες όχι.
Για να καλύψει το κενό που θα αφήσει πίσω του το Brexit και να χρηματοδοτήσει νέες προτεραιότητες, όπως ο έλεγχος των συνόρων και η ενισχυμένη αμυντική συνεργασία, το Βερολίνο μπορεί να χρειαστεί να πληρώνει ετησίως άνω των 5 δισ. ευρώ στον προϋπολογισμό της ΕΕ. Και αυτό πριν από την έναρξη των μεταρρυθμίσεων της ευρωζώνης.
HeliosPlus