Ακόμα και όταν δεν θέλει να σε ειρωνευτεί, ο Σαλμάν Ρούσντι σε κοιτάζει ειρωνικά. Είναι, το δίχως άλλο, απόρροια του συνδυασμού μιας οξείας γωνίας φρυδιών και της συνήθειάς του να κοιτάζει τους συνομιλητές του ή τον φωτογραφικό φακό με πλάγιο βλέμμα. Θα πει κανείς ότι στο κάτω κάτω το δικαιούται. Είναι ένας διεθνούς φήμης συγγραφέας, ο πρώτος και επιφανέστερος μιας χορείας βρετανών πολυπολιτισμικών λογοτεχνών, κυνηγημένος από τους μουσουλμάνους φονταμενταλιστές, τιμημένος με τον τίτλο του ιππότη από τη βασίλισσα Ελισάβετ. Ποιος θυμάται σήμερα ότι προτού ανέλθει την κλίμακα της φήμης υπήρξε κειμενογράφος της διαφημιστικής εταιρείας Ogilvy & Mather ή ότι κρίθηκε κάποτε «πολύ προβλέψιμος, πολύ δημοφιλής» για να κερδίσει το Νομπέλ, σύμφωνα με πηγές εκ των έσω που επικαλούνταν οι «Times» του Λονδίνου τον Οκτώβριο του 1997;
Οταν το 2000 εγκατέλειψε την πατρίδα που τον υιοθέτησε, τη Μεγάλη Βρετανία, για να υιοθετηθεί από μιαν άλλη, τις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Ρούσντι είχε γίνει ήδη brand name. Εξ ου και μπορούσε να παντρευτεί την ηθοποιό και μοντέλο Πάντμα Λάκσμι, τέταρτη κατά σειρά σύζυγό του, και να βρεθεί το 2011 στην πρωτοπορία της εξέγερσης κατά του οικονομικού κατεστημένου ως επικεφαλής του κινήματος «Occupy Writers». Από ένα σημείο και μετά, όπως συνέβη με πολλά καλλιτεχνικά ονόματα της δεκαετίας του ’80, κάθε κίνηση του Σαλμάν Ρούσντι έμοιαζε να αποτελεί γεγονός, ανεξάρτητα από την ουσία της. Το ίδιο συμβαίνει και με το τελευταίο του μυθιστόρημα «The Golden House» (εκδ. Random House), η δημοσιότητα του οποίου δεν οφείλεται στην ποιότητά του, ούτε καν στο όνομα του συγγραφέα του, αλλά στο ότι ο χαρακτήρας που διαμορφώνει το υπόβαθρο της υπόθεσης είναι ο Ντόναλντ Τραμπ.
Με την εξαίρεση των απομνημονευμάτων του σχετικά με τα χρόνια που πέρασε κρυπτόμενος από τον φετφά του Αγιατολάχ Χομεϊνί («Τζόζεφ Αντον», εκδ. Ψυχογιός), ο Ρούσντι δεν είναι πια το αγαπημένο παιδί των κριτικών. Δεν οφείλεται αυτό σε καμία βεντέτα. Μάλλον έχει να κάνει με τη μόνιμη πάλη των λογοτεχνών με τη γλώσσα. Ο Ντουάιτ Γκάρνερ έγραφε στους «New York Times» τον περασμένο Σεπτέμβριο ότι, σε αντίθεση με την ισορροπία θεματικής και γλωσσικών μορφών που χαρακτήριζε το πρώιμο έργο για το οποίο ο συγγραφέας έγινε διάσημος, τα πρόσφατα έργα του τείνουν προς το πομπώδες λεκτικό και τις εξεζητημένες προτάσεις: «Ολες οι χειρονομίες είναι «μεγάλες», όλοι οι καθρέφτες είναι «μαγικοί», κάθε αγριότητα είναι «πραγματική», κάθε τύψη είναι «πικρή». Το εφέ σε εξαντλεί –και αποδυναμώνει το μυθιστόρημα».
Για να σωθεί από τον βερμπαλισμό το όψιμο έργο του Ρούσντι έχει ανάγκη βοήθειας από άλλες λειτουργίες της γραφής –μια ευρηματική πλοκή ή έναν από μηχανής θεό-ήρωα. Το «Golden House» έχει κάτι και από τα δύο. Κατ’ αρχάς, μια πάσα από τον «Μεγάλο Γκάτσμπι» του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ: το στόρι ενός εκατομμυριούχου που φτάνει στη Νέα Υόρκη με τους τρεις γιους του από κάπου αλλού προκειμένου να κάνει ό,τι κάνουν όλοι όσοι προσφεύγουν ικέτες στη Νέα Υόρκη –να επανεφεύρει τον εαυτό του. Ο Nero Golden (Νέρων Χρυσός, ας πούμε) προορίζεται να αποτύχει τόσο θεαματικά όσο ο ρωμαίος αυτοκράτορας του οποίου το όνομα φέρει και εξίσου ολοκληρωτικά με τον αρχετυπικό χαρακτήρα της αμερικανικής λογοτεχνίας. Ωστόσο, οι αγγλοσάξονες κριτικοί εκτίμησαν μεν αυτή την έμπνευση από το ρεπερτόριο του λογοτεχνικού μοντερνισμού, πολύ περισσότερο όμως χάρηκαν την επίθεση στον Γκάρι «Γκριν» Γκουίνπλεϊν, τον αυτοαποκαλούμενο «Τζόκερ», ο οποίος ως υποψήφιος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών νικά την «Μπατγούμαν» (μαντέψτε ποια) και εκλέγεται στο αξίωμα. «Η μυστική ταυτότητα της Αμερικής δεν ήταν ένας σούπερ ήρωας. Ηταν ένας σούπερ εγκληματίας, τελικά» γράφει ο Ρούσντι. «Το ψεύδος έγινε αστείο και το μίσος έγινε αστείο και η μισαλλοδοξία έγινε αστείο» και «ολόκληρη η χώρα κατάντησε μυθιστόρημα-κόμικ».
Και μόνο η ταύτιση του Ντόναλντ Τραμπ με τον δολοφονικό, ψυχοπαθή, κλόουν αρχιεχθρό του Μπάτμαν, ο υποβιβασμός του από αυτάρεσκο αυτοδημιούργητο υπερεπιτυχημένο σε φιγούρα του χάρτινου σύμπαντος της τετραχρωμίας, ενθουσίασε αρκετούς κριτικούς. Ο «γιγάντιος νικηφόρος πρασινομάλλης βασιλιάς των καρτούν» και «η απειλή που συνιστά για αυτή την Αμερική που ο συγγραφέας αγαπά γίνονται αφορμή για να ξεσπάσει ο Ρούσντι και το θέαμα είναι απολαυστικό» έλεγε ο Ντουάιτ Γκάρνερ στους «New York Times». Παρόμοια επιδοκιμασία εξέφραζε και ο Εντουαρντ Λους στους «Financial Times» της 24ης Σεπτεμβρίου στο περιθώριο μιας συνέντευξης με τον συγγραφέα, όπου ο Ρούσντι εξιστορούσε, μεταξύ άλλων, τις δύο παλιές συναντήσεις του με τον Τραμπ, βέβαιος ότι ο νυν πρόεδρος δεν τον είχε καν αναγνωρίσει: «Δεν διαβάζει, έτσι δεν είναι;».
Στην ίδια συνέντευξη όπου δηλώνει ότι στις ΗΠΑ του Ντόναλντ πια «κάθε ημέρα είναι και μια έκπληξη», ο συγγραφέας διατυπώνει την ανησυχία του και για τις δύο άλλες πατρίδες του, την Ινδία που μεταβάλλεται σε «εθνικιστική κοινωνία» και τη Βρετανία που δεν του φαίνεται πια «τόπος κοινής λογικής και πραγματισμού». Αναμενόμενες επικρίσεις, θα έλεγε κανείς, και πιθανότατα δίκαιες. Το πρόβλημα για πολλούς όμως είναι ότι ο Σαλμάν Ρούσντι έχει γίνει ακριβώς αναμενόμενος σε όσα γράφει και όσα λέει. Ισως είναι η μοίρα του δημόσιου διανοουμένου που εκθέτει επί δεκαετίες τις σκέψεις του σε κοινή θέα να γίνεται τελικά κοινότοπος. Ισως και να έχει δίκιο ο Ιρανός Χαμίντ Νταμπάσι, καθηγητής Ιρανικών Σπουδών και Συγκριτικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, ο οποίος σε πρόσφατο άρθρο του στο «Al Jazeera» τον κατηγόρησε για ισλαμοφοβία, σημειώνοντας όμως ότι ο Χομεϊνί με τον φετφά του πέτυχε να «σκοτώσει» τελικά τον συγγραφέα αλλοιώνοντας τη φυσιογνωμία, τη γραφή και τις πολιτικές του ιδέες.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2017.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ