Ο πρύτανης του ΟΠΑ κ. Εμμανουήλ Γιακουμάκης (ΕΓ) απάντησε την προηγούμενη Κυριακή στο «Βήμα» σε κείμενο του Απόστολου Δοξιάδη που αναρωτιόταν τι κάνει ο πρύτανης όταν ασκείται φυσική βία στα πανεπιστήμια ακόμα και σε άτομα ΑμΕΑ, όπως συνέβη προ καιρού στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο. Θα προσπεράσω την απαξιωτική αναφορά του ΕΓ σε «σχολάζουσα διανόηση», που θέλω να ελπίζω ότι έγινε από παραδρομή, διότι δεν μπορεί ένας ακαδημαϊκός δάσκαλος να θεωρεί είτε εν γένει τη διανόηση σχολάζουσα (θυμίζει τη ρήση για τους ποιητές-λαπάδες του Σωτήρη Κούβελα) είτε αργόσχολους τους εκτός πανεπιστημίου διανοουμένους είτε αργόσχολο τον Απόστολο Δοξιάδη, έναν έλληνα διανοούμενο με πραγματικά διεθνές κύρος και απήχηση, που είναι πάντα στις επάλξεις για κάθε σοβαρό θέμα που απασχολεί τη χώρα. Είναι επικίνδυνος λαϊκισμός, στη λογική του αντιελιτισμού, να απαξιώνεται με τέτοιον τρόπο η διανόηση ή να θεωρείται ότι μπορεί να παράγεται διανοητικό έργο υψηλής ποιότητας σχολάζοντας.
Για το επίδικο, ο πρύτανης θεωρεί ότι το ενδεδειγμένο ερώτημα δεν είναι τι κάνει ο πρύτανης για τη βία αλλά τι μπορεί να κάνει ο πρύτανης. Δεν μπορεί να τη σταματήσει ο ίδιος ως άτομο, δεν έχει μηχανισμό φύλαξης, δεν τον βοηθά το ισχύον θεσμικό πλαίσιο που απαιτεί μεγάλους χρόνους σε σχέση με την ταχύτητα των φαινομένων και περιορίζεται από τις κυρίαρχες αντιλήψεις στην κοινωνία περί μεθόδων αποτροπής της βίας. Οπότε, «εκ των πραγμάτων», όπως λέει, αυτό που μπορεί να κάνει είναι «να επιχειρεί την εκτόνωση των φαινομένων αυτών».
Δηλαδή, να αποδεχθούμε όσα συμβαίνουν, να αποδεχθούμε ότι δεν μπορούμε να τα αποτρέψουμε και να μεριμνούμε για τον μετριασμό των συνεπειών τους: να συνεχίζεται η ακαδημαϊκή λειτουργία και να μην πολλαπλασιάζεται η ένταση. Οι τραμπούκοι θα σπάνε και θα χτυπούν και οι πρυτανικές αρχές θα μαζεύουν τα ράκη του πανεπιστημίου από το πάτωμα για να τα κρύψουν στην αποθήκη.
Για να δούμε όμως αυτά που λέει ο πρύτανης του ΟΠΑ.
l Πρώτον, ο νέος νόμος Γαβρόγλου επιτρέπει στα πανεπιστήμια να συνάπτουν συμβάσεις για φύλαξη (άρθρο 13 και 59). Γιατί τα πανεπιστήμια δεν τον ενεργοποιούν;
l Δεύτερον, γιατί δεν διαμαρτυρήθηκαν και δεν κινητοποιήθηκαν οι πρυτάνεις όταν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ άλλαξε το θεσμικό πλαίσιο σχετικά με το άσυλο κάνοντας ακόμα πιο χρονοβόρα και δύσκολη την κλήση της Αστυνομίας για παράνομες πράξεις εντός των πανεπιστημίων; Ο πρύτανης ισχυρίζεται πως «το θεσμικό πλαίσιο που ισχύει με διάφορες παραλλαγές τα τελευταία 40 χρόνια κατ’ ουσίαν δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα». Κι όμως! Ο νόμος Διαμαντοπούλου δεν έβαζε κανέναν περιορισμό στην παρέμβαση της Αστυνομίας σε περίπτωση τέλεσης παράνομων πράξεων στα πανεπιστήμια. Γιατί, ωστόσο, συνεχίστηκε η βία και με εκείνο το πλαίσιο; Οχι γιατί ο νόμος δεν προέβλεπε επιχειρησιακό σχεδιασμό, όπως γράφει ο πρύτανης –κανένας νόμος δεν εξασφαλίζει με το γράμμα του την εφαρμογή του -, αλλά γιατί οι πρυτανικές αρχές δεν τόλμησαν να διαταράξουν τις ισορροπίες που παγίωσαν ένα status quo κατειλημμένων χώρων, βίαιων ενεργειών και αυθαίρετων/παράνομων πράξεων. Παλαιά έκρυβαν όπως μπορούσαν τις καταστροφές που συνέβαιναν στα πανεπιστήμια ενώ αργότερα, όταν το κλίμα στην κοινωνία ως προς το άσυλο άρχισε να αλλάζει, κατάλαβαν ότι η Αστυνομία, ακόμα και αν κληθεί χρειάζεται πολιτική κάλυψη για να επέμβει. Δεν θα ανταποκριθεί εάν δεν έχει την υποστήριξη της κυβέρνησης και του αρμόδιου υπουργού. Με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ οι πρυτάνεις αισθάνονται μόνοι. Το Πρυτανικό Συμβούλιο του ΑΠΘ ζήτησε τη συνδρομή του εισαγγελέα και της Αστυνομίας για τη διακίνηση ναρκωτικών στους χώρους του και δέχθηκε, όχι την υποστήριξη, αλλά την αποδοκιμασία του υπουργού.
l Τρίτον, τι είδους ακαδημαϊκή λειτουργία είναι αυτή που πρέπει να προστατευθεί όταν διεξάγεται σε ένα περιβάλλον βίας, φόβου και απειλών; Σε ποιο μέρος του κόσμου συμβαίνουν έστω και λίγα απ’ όσα συμβαίνουν στη χώρα μας; Σε κανένα, όπως αναγνωρίζει ο πρύτανης. Συμβιβαζόμαστε, και εν τέλει αποδεχόμαστε, να ζούμε και να εργαζόμαστε με το χειρότερο και να υποδεχόμαστε πρωτοετείς φοιτητές με όνειρα και φιλοδοξίες, που τόσο μόχθησαν για να κερδίσουν τη θέση τους στα ελληνικά ΑΕΙ, σε ένα περιβάλλον που μας προσβάλλει όλους. Τι τους μαθαίνουμε ως δάσκαλοι; Συμβιβαστείτε; Αποδεχθείτε την αυθαιρεσία; Κλείστε τα μάτια και κοιτάξτε άρον-άρον να πάρετε το πτυχίο σας και να φύγετε από ‘δώ, να πάτε σε ένα κανονικό πανεπιστήμιο;
Τι μπορεί όμως να γίνει; Η λύση προφανώς δεν είναι ένα ρωμαλέο φοιτητικό κίνημα, όπως πρότεινε ο υπουργός. Ούτε είναι λύση να διαπιστώσουμε πρώτα το πρόβλημα, να συμφωνήσουμε μετά στη λύση και ύστερα να την εφαρμόσουμε, όπως πρότεινε ο ΕΓ. Δεν χρειάζεται να διαπιστώσουμε τίποτε. Το πρόβλημα βοά. Το ξέρουμε. Η λύση επίσης είναι προφανής. Πρέπει η βία και αυθαιρεσία να σταματήσουν. Κι αυτό που χρειάζεται για την εφαρμογή δεν είναι παρά σθένος και πολιτική βούληση. Το λέει και ο ίδιος ο πρύτανης: «Αυτά που απαιτούνται είναι θέληση και… η κατάλληλη επιλογή των ανθρώπων που θα ηγηθούν». Προσθέτει ότι απαιτείται και χρόνος, αλλά δεν υπάρχει άλλος χρόνος για χάσιμο. Ολα τα σοβαρά προβλήματα είναι σύνθετα και έχουν κοινωνικές αιτίες. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να δρούμε για να τα αντιμετωπίσουμε. Αν ήταν έτσι, θα έπρεπε αντί, π.χ., να αστυνομεύουμε το έγκλημα να στήνουμε επιτροπές για να το μελετάμε.
Το υπουργείο καταδικάζει ως παρατηρητής και επιλεκτικά τη βία –δεν καταδίκασε, π.χ., τον προπηλακισμό και τη στοχοποίηση του καθηγητή Συρίγου στο Πάντειο –και συνηθίζει να παραπέμπει τα δύσκολα θέματα σε επιτροπές. Εχει ήδη φτιάξει επιτροπή για την εκκλησιαστική περιουσία, για τα οικονομικά των πανεπιστημίων, για τις συγχωνεύσεις ΤΕΙ, για τα επαγγελματικά δικαιώματα, για τον έλεγχο του κόστους των μεταπτυχιακών, για τις αλλαγές στο Λύκειο, και βέβαια επιτροπή σχετικά με το άσυλο, σε μια προσπάθεια υπεκφυγής από το βάρος των προβλημάτων. Υπάρχουν κοινωνικοί επιστήμονες σε πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα για να μελετούν τα κοινωνικά φαινόμενα. Οι υπουργοί και πανεπιστημιακές διοικήσεις δεν είναι μελετητές, έχουν ευθύνη για το πεδίο που εποπτεύουν και διοικούν. Οι πρυτάνεις μπορούν να δηλώσουν τη βούλησή τους να εξαλείψουν τα φαινόμενα βίας στα ιδρύματα και να ζητήσουν τη συνδρομή της πολιτείας, της ακαδημαϊκής κοινότητας και της κοινωνίας. Πρέπει να ηγηθούν και να μας κινητοποιήσουν. Πριν είναι πολύ αργά.
Η κυρία Βάσω Κιντή είναι καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο ΕΚΠΑ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ