Από τον περασμένο Μάιο, όταν «Το Βήμα» επισκέφθηκε τα γυρίσματα της ταινίας «Το τελευταίο σημείωμα» στις φυλακές Ιτζεδίν στα Χανιά, ο σκηνοθέτης της, Παντελής Βούλγαρης, έλεγε συνέχεια ότι μια από τις ανάγκες του να κάνει αυτή την ταινία ήταν επειδή κατά τη γνώμη του η περίοδος της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα δεν έχει αξιοποιηθεί όσο της αξίζει στον ελληνικό κινηματογράφο.
Η επιλογή του θέματός του βέβαια, το οποίο επεξεργάστηκε μαζί με τη σύζυγό του, συγγραφέα Ιωάννα Καρυστιάνη, δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο νευραλγική: η ταινία «επιστρέφει» στην εκτέλεση 200 αγωνιστών –φυλακισμένων στις φυλακές Χαϊδαρίου –από τους γερμανούς κατακτητές την 1η Μαΐου 1944 στην Καισαριανή. Η εκτέλεση έγινε ως αντίποινα για τη δράση της ελληνικής Αντίστασης που είχε σκοτώσει τέσσερις Γερμανούς στους Μολάους και η ταινία εστιάζει στον Ναπολέοντα Σουκατζίδη (Ανδρέας Κωνσταντίνου), κρητικό μικρασιατικής καταγωγής και αγωνιστή του λαϊκού κινήματος ο οποίος εκτελούσε χρέη διερμηνέα του γερμανού διοικητή του στρατοπέδου στο Χαϊδάρι, Καρλ Φίσερ (Αντρέ Χένικε). Η σχέση των δύο ανδρών σε συνάρτηση με τη Χαρά Λιουδάκη (Μελία Κράιλινγκ), την αρραβωνιαστικιά του Σουκατζίδη, κλιμακώνει την ιστορία για την οποία ο Βούλγαρης και η Καρυστιάνη μού μίλησαν πριν από μερικές ημέρες στο σπίτι τους στο Χαλάνδρι. Ανάμεσα σε τσάι του βουνού, μια θαυμάσια παριανή χορτόπιτα (από τα χέρια της συγγραφέως) και τη συντροφιά μιας γειτόνισσας γάτας, της Μαρίκας, που για αρκετά μεγάλο διάστημα βρέθηκε στην αγκαλιά μου.
Ιωάννα Καρυστιάνη: «Διάβασα το άρθρο σου «Αγιοι Ελληνες» στο «Βήμα». Τον τίτλο τον έβαλες από του Μυριβήλη τη δήλωση, ε; Μετά την εκτέλεση της Λέλας Καραγιάννη και της ομάδας της στις 8 Σεπτεμβρίου ο Στρατής είχε μιλήσει για αγίους της φυλής, εννοώντας και όλους τους προηγούμενους, όχι μόνο τους 48. Και τον Λυκουρίνα και τα πιτσιρίκια και την Ηλέκτρα Αποστόλου που την είχαν τσακίσει στα βασανιστήρια στη Μέρλιν και τους 200 του Χαϊδαρίου και τους 45 και τους 95 και τους 102. Υπάρχει μάλιστα μια καταπληκτική ιστορία γιατί μετά την εκτέλεση των 200 του Χαϊδαρίου κάποιοι δωσίλογοι –όχι λίγοι –και άλλοι αντικομμουνιστές είχαν χαρεί. Υπάρχουν και σχετικά δημοσιεύματα. Υπήρξαν όμως και άλλοι αστοί, περιώνυμοι της αθηναϊκής κοινωνίας, όπως ο Βαλής και η Λητώ Κατακουζηνού που βγήκαν στην πλατεία Κολωνακίου και τα έβαλαν με τους σκατόψυχους μετά την Πρωτομαγιά του ’44. Η δε Λητώ Κατακουζηνού, δέσποινα αρχοντική, φόρεσε μαύρα. Τους πένθησε μαυροφορεμένη».
Παντελής Βούλγαρης: «Ηταν ένα ζευγάρι πολύ ιδιαίτερο οι Κατακουζηνοί. Εχουν περάσει και σε βιβλία… Λοιπόν τώρα που μιλάμε συνειδητοποίησα ότι έχω κάνει τέσσερις ταινίες, τη μία μετά την άλλη, που είναι εποχής: «Νύφες», «Ψυχή βαθιά», «Μικρά Αγγλία» και τώρα αυτή».
Ι.Κ.: «Καιρός να κάνεις μια για το σήμερα… Ή…τέλος πάντων».


Σας πειράζει που το «Τελευταίο σημείωμα» είναι ταινία εποχής; Δεν νομίζω.
Π.Β.: «Οταν κάνω μια ταινία, δεν τη σκέφτομαι –έχει φύγει πίσω μου. Αυτό που είπα, τώρα το συνειδητοποίησα. Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ. Ούτε καλό ούτε κακό. Απλώς ήταν και οι τέσσερις μεγάλες παραγωγές, δύσκολες ταινίες».
Ι.Κ.: «Κυρίως αυτό. Αλλά πιστεύω ότι και η εν βρασμώ τέχνη είναι όμορφη και η εν καιρώ· όταν τα πράγματα έχουν κατασταλάξει μέσα σου και αισθάνεσαι ότι τα προσεγγίζεις πολύ πιο δίκαια. Χρήσιμα και τα δύο. Το πρωί ήταν εδώ ο εξαιρετικός ζωγράφος Μίλτος Γκολέμας, το παιδί που γεννήθηκε στις φυλακές στα «Πέτρινα χρόνια». Κουβεντιάζαμε για τη δουλειά του και για τη δουλειά του Παντελή. Συνειδητοποιήσαμε ότι πολλές φορές η τέχνη καλύπτει κενά. Γιατί υπάρχουν κενά στην αφήγηση της Ιστορίας, στις αλλαγές της νοοτροπίας. Ο καλλιτέχνης τα «πιάνει» και με τον τρόπο του τα αποδίδει. Αλλά πάντα, αυτά τα κενά είναι αντίδραση στο σήμερα, είναι ο εαυτός τους σήμερα. Και για το 1922 να κάνει κάποιος μια ταινία ή για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ή να γράψει ένα μυθιστόρημα, θα το κάνει με ερωτήματα που έχουν σχέση με το σήμερα, ξέροντας τις μεταγενέστερες εξελίξεις. Μεγάλος σύμμαχος αυτό σε σχέση με καυτά σημερινά θέματα. Είναι αυτά που έχουν μείνει μέσα μας, που έχουν εγκατασταθεί ως ερωτήματα, ως περιέργεια, ως ενδιαφέρον να ψάξουμε να μάθουμε περισσότερα. Οπότε πιστεύω ότι κατά κάποιον τρόπο μια ταινία ή ένα μυθιστόρημα είναι εποχής μόνο από τη σκηνογραφική ανάπλασή τους ή από τη χρονολογία που τοποθετούνται».
Κινηματογραφικά μιλώντας, θεωρώ ότι το «Τελευταίο σημείωμα» είναι μια από τις πιο μοντέρνες ταινίες σας, γιατί κοιτάζει το παρελθόν με σύγχρονη ματιά. Το αποδίδετε στο ότι δουλέψατε δίπλα σε πολύ νέους ανθρώπους, όπως ο διευθυντής φωτογραφίας Σίμος Σαρκετζής, συνδυάζοντας όμως την εμπειρία «ψημένων» στον χώρο, όπως ο μοντέρ Τάκης Γιαννόπουλος;
Π.Β.: «Τον Σίμο τον είχα ως βοηθό του (σ.σ.: Γιώργου) Αρβανίτη στις «Νύφες». Οταν δούλεψε με τον Αλέξανδρο (σ.σ.: Βούλγαρη, γιο του Παντελή και μουσικό στο «Τελευταίο σημείωμα»), είδα έναν άνθρωπο που με πολύ λίγα μέσα ήξερε να καδράρει και να χειρίζεται καταπληκτικά το φως. Ετσι τον διάλεξα για το «Σημείωμα» και δεν πήρα κάποιον κοντά στη δική μου ηλικία. Την ώρα του γυρίσματος το μάτι του έβλεπε προς τα πίσω και πολλές φορές έφευγε και κατέγραφε πρόσωπα, χειρονομίες. Κάλυπτε τη σκηνή και πέρα από το βασικό υλικό που χρειαζόταν. Οσο για τον Τάκη (σ.σ.: Γιαννόπουλο), με την τεράστια εμπειρία του έχει μια αυστηρότητα που βοηθά ώστε να μη μένουν ουρές σε κάθε πλάνο αλλά και στη διάταξη των σκηνών, γιατί, όπως γνωρίζουμε, μια ταινία παίρνει τον χαρακτήρα και την τελική της έκφραση στο μοντάζ. Ειδικά έτσι όπως ήταν η δική μας ταινία στο πρώτο μέρος της».
Ι.Κ.: «Ο Παντελής προκαλεί τους συνεργάτες του και τους ηθοποιούς επίσης να δίνουν τις δικές τους ιδέες. Μέχρι το τελευταίο πλάνο. Ετσι κανείς δεν αισθάνεται ότι είναι ένα δίφραγκο για να παίξει στο τζουκ μποξ του σκηνοθέτη».
Π.Β.: «Τον Ανδρέα (σ.σ.: Κωνσταντίνου) τον είχα δοκιμάσει στη «Μικρά Αγγλία». Τώρα, ήταν κάθε μέρα στο γύρισμα –άσχετα αν τον ήθελα ή όχι –και έκανε πρόβες. Συνεπώς την άλλη μέρα που είχαμε τη σκηνή του, σχεδόν είχαν ωριμάσει πολλά πράγματα απ’ όσα κατέγραψα».
Ι.Κ.: «Με ρώταγαν και μένα για τον διάλογο, «ν’ αλλάξουμε κάτι;». Και συχνά συμφωνούσα».
Θα θέλατε να μου δώσετε ένα παράδειγμα παρέμβασης στους διαλόγους από τους ηθοποιούς;
Ι.Κ.: «Στη σκηνή της εκτέλεσης, ένας από τους εκτελεσθέντες, αυτός με το παρατσούκλι Σάιλοκ, βγάζει ένα χτενάκι, χτενίζεται και το πετάει απαξιωτικά προς τους Γερμανούς λέγοντας, όπως έγραφα, «κλάστε μου τον πούτσο!». Ε, κάποιος δεν έπρεπε να τους βρίσει; Στο γύρισμα ο ηθοποιός με ρώτησε: «Να πω καλύτερα χτενίστε μου τ’ αρχίδια;». Και του λέω: «Πες το!». Και το ‘πε».
Π.Β.: «Ολοι ερχόντουσαν με ιδέες, ακόμα και οι Κρητικοί που έπαιξαν στην ταινία: «Να πω αυτή την κουβέντα;», «Να εκτελεστώ κι εγώ;». Ασε που τώρα όλοι αυτοί που εκτελέστηκαν έχουν κάνει ένα site και αλληλογραφούν μεταξύ τους. Πρέπει να δώσεις τα στοιχεία σου για να γίνεις μέλος».
Ι.Κ.: «Ασε… Ηθελαν όλοι να εκτελεστούν».
Π.Β.: «Ακόμα και αυτοί που έκαναν τους Γερμανούς μού ζητούσαν να ρίξουν χαριστικές βολές… Αυτοί οι πρόθυμοι, οι αφοσιωμένοι, οι καυλωμένοι Χανιώτες καταφέραμε να μας φορτίσουν. Ηταν ακούραστοι! Μετά τα νυχτερινά πλάνα έπρεπε να πάνε ν’ ανοίξουν τα μαγαζιά τους. Υπήρχαν ηθοποιοί που ερχόντουσαν από το Ηράκλειο για τα γυρίσματα κάθε μέρα, δυόμισι ώρες να έρθεις και άλλες τόσες για να πας πίσω».


Σχολιάστε λίγο την απόφασή σας να χρησιμοποιήσετε τόσο πολλούς ερασιτέχνες ηθοποιούς στα γυρίσματά σας. Δεν ήταν η πρώτη φορά βέβαια.
Ι.Κ.: «Στη «Μικρά Αγγλία», στην Ανδρο, έγινε για πρώτη φορά το πείραμα πώς μπορείς να κινητοποιήσεις το σύνολο για τη δημιουργία μιας ταινίας. Και έπιασε. Στα Χανιά έγινε το ίδιο, απλώς σε μεγαλύτερη κλίμακα. Βέβαια σε ακόμα μικρότερη κλίμακα ένα πείραμα είχε γίνει και στα «Πέτρινα χρόνια». Με το σόι μου είχαμε γεμίσει ένα δικαστήριο, πάλι στα Χανιά. Τριακόσια άτομα είχαν έρθει. Αλλά είχε και πλάκα, διότι, για παράδειγμα, τα αδέλφια μου και οι γαμπροί μου στα «Πέτρινα χρόνια» έκαναν τους στρατοδίκες που καταδικάζουν την Μπαζάκα. Και τώρα ήταν ανάμεσα σε αυτούς που εκτελέστηκαν».
Π.Β.: «Ζήλευα πάντα τον Κεν Λόουτς. Κάνει μια ταινία με κάποιους κορυφαίους ηθοποιούς που δεν ξέρουμε και ταυτόχρονα με απλό κόσμο που δεν ξεχωρίζεις ποιος είναι ηθοποιός. Θυμάμαι ότι ο Κισλόφσκι είχε πει ότι ήθελε να πάει σε μια ταινία του Λόουτς για να φτιάχνει τους καφέδες μόνο και μόνο για να δει πώς συνεργάζεται με επαγγελματίες ηθοποιούς και τυχαίους ανθρώπους».
Ι.Κ.: «Οι περισσότεροι είχαν στα χέρια τους ιστορίες από δικούς τους εκτελεσμένους στην Κατοχή. Το ανθρωποκεντρικό είναι το σημαντικότερο. Η ιστοριογραφία σού δίνει μια πολύ καλή βάση, αλλά μετά πρέπει να την μπολιάσεις με βιώματα, με ιστορίες πραγματικές, τις οποίες μπορείς να τις χρησιμοποιήσεις ατόφιες, να τις μετασκευάσεις, να τις ενώσεις κ.λπ. Δεν πρέπει να νομίζεις ότι τα ξέρεις όλα προαποφασισμένος ότι θα κάνεις το δικό σου. Εξάλλου τα τελευταία χρόνια η πολιτική και η πληροφόρηση ψηφίζουν εν πολλοίς παραπολιτική και παραπληροφόρηση. Οταν ακούω ειδήσεις, αμέσως νιώθω ένα κράτημα. Είτε είναι δηλώσεις κυβέρνησης είτε της αντιπολίτευσης. Περιμένω να δω αν θα μου δοθεί η δυνατότητα να ξεσκαρτάρω και να καταλάβω. Εντυπωσιάζομαι από τη φρενήρη πληροφορία και ένα όργιο αληλοκαταγγελιών και έχω την αίσθηση ότι βγαίνουν στα μανταλάκια πέντε-δέκα πτυχές ενός θέματος για να αποκρύψουν την κουφιόπετα που λέγαμε στη μοδιστρική όταν έραβα μικρή. Η συνθηματολογία δεν βοηθά τον κόσμο να νιώσει, να αναπτύξει την κριτική του ματιά και, επιτέλους, κάτι να στοχαστεί. Αν δεν είσαι σεμνός και απλός ακροατής της περιπέτειας του άλλου ανθρώπου, χάνεις. Πάντα υπάρχουν πράγματα που δεν ξέρουμε, τα οποία μπορούν να φωτίσουν πλευρές της σκέψης μας».

Ο έρωτας πίσω από τα κάγκελα της φυλακής

Μιλήστε μου λίγο για την ερωτική σχέση ανάμεσα στον Σουκατζίδη και στη Χαρά. Εκεί ρισκάρατε, η σχέση δεν αναπτύσσεται πάρα πολύ, η ταινία πηγαίνει κόντρα στο ερωτικό σκέλος, μια συνθήκη που μιλώντας με εμπορικούς όρους χρειαζόταν περισσότερο χρόνο.
Π.Β.: «Εκ των πραγμάτων δεν μπορούσε να είναι παραπάνω. Πόσα επισκεπτήρια μπορούσαν να γίνουν μέσα σε ένα δεκαήμερο;».
Ι.Κ.: «Στα αρχικά σενάρια είχαμε κι άλλες σκηνές, όπως στο ψυχιατρείο όπου η Χαρά δουλεύει ως εκπαιδεύτρια. Στο δεκαήμερο όμως που συμπτύξαμε την ιστορία, ώστε χωρίς να πλατειάσει να έχει λίγο συνθήκες φυλακής, δεν υπήρχε περιθώριο να βάλουμε άλλο επισκεπτήριο. Ακόμα και η σκηνή που ο Φίσερ τούς προτείνει να τους στείλει στο Βερολίνο είναι μια επινόηση. Εκεί που μπροστά στους Γερμανούς τα δύο παιδιά φιλιούνται με πάθος. Πολλές φορές όταν έγραφα τις νύχτες έλεγα μέσα μου: «Μήπως είναι γλυκερό;». Αλλά μετά σκεφτόμουν ότι σ’ αυτές τις συνθήκες πρέπει να τολμήσεις και να παραδεχτείς ότι υπάρχει ευσυγκινησία. Οι σκηνοθέτες και οι συγγραφείς πολλές φορές αυτολογοκρίνονται άγρια γιατί προσπαθούν να αποφύγουν το μελό. Αλλά μπορείς να αποφύγεις το μελό και να κατεβάσεις το μπόι του νοήματος. Αν δεν υπήρχαν η υπέρβαση και η έξαρση στην κοινή συλλογική εμπειρία, δεν θα υπήρχαν οι λέξεις στο λεξιλόγιο».

Στη δημοσιογραφική παρουσίαση της ταινίας ακούστηκε το ενδεχόμενο της λανθάνουσας ερωτικής προσέγγισης του Φίσερ προς τον Σουκατζίδη. Δραματουργικά πώς προσεγγίσατε αυτή τη σχέση;
Ι.Κ.: «Οταν μιλάς για υπαρκτά πρόσωπα, εν προκειμένω τον Σουκατζίδη, που έχει συγγενείς κ.ο.κ., δεν μπορείς να πας πολύ μακριά κάτι για το οποίο δεν είσαι σίγουρος. Εγώ θεωρώ ότι ήταν μια προσωπικότητα ελκυστική για τον Φίσερ και θεωρώ επίσης ότι σε συνθήκες στρατοπέδου, ανδροκρατίας κ.λπ. μπορεί να πέρασε από το μυαλό του Φίσερ να έχει κάποια έλξη· υπάρχουν στιγμές τέτοιες. Αλλά έπρεπε να είναι τόσο όσο. Νομίζω ότι ο Παντελής το χειρίστηκε σοφά εκεί».
Π.Β.: «Πάντως ο έρωτας στη φυλακή –και μιλάμε τώρα για όσους έχουν κάνει χρόνια φυλακή –είναι άλλο τεράστιο θέμα. Στη Γυάρο ήταν ένας βετεράνος των φυλακών –δεν θέλω να πω το όνομά του –όλη του τη ζωή στο κόμμα. Το 1965 βγήκε μαζί με τους τελευταίους του Εμφυλίου, με τον Φλωράκη. Τότε που ο Καραμανλής προκειμένου να κυβερνήσει συμφώνησε ότι θα πρέπει να γίνουν τα μέτρα ειρηνεύσεως και οι θανατικές καταδίκες εξελίχθηκαν σε ισόβια δεσμά. Αυτοί οι ισοβίτες κάποια στιγμή έφυγαν από την Αίγινα. Αυτός λοιπόν ο βετεράνος έφτιαξε για πρώτη φορά στη ζωή του ερωτική σχέση το 1965. Και το 1967 τον συνέλαβε ξανά η χούντα. Δεν χάρηκε ποτέ τον δεσμό του. Για σκέψου, ποτέ στη ζωή του δεν είχε φτιάξει ανθρώπινη σχέση. Εδώ εμείς! Πόσο καθίσαμε; Οκτώ μήνες στη Γυάρο και κάποια στιγμή όταν μάθαμε ότι υπήρξε κάποια γυναικεία παρουσία στο νησί έγινε της τρελής. Η εικόνα της γυναίκας μεταφερόταν διαφορετικά από τον καθένα. Ο ένας έλεγε ότι ήταν ξανθιά, ο άλλος ότι ήταν μελαχρινή, ο τρίτος ότι ήταν αδύνατη. Το γυναικείο φύλο ήταν μυθοπλασία».
Πολιτικά μιλώντας είχατε επιφυλάξεις σε ό,τι αφορά την παρουσίαση των κρατουμένων;
Ι.Κ.: «Τους δείξαμε ακριβώς όπως ήταν. Βέβαια, μερικοί θα πουν γιατί δεν λέμε για τους 13 αρχειομαρξιστές που ήταν στους 200; Ηταν και μερικοί που δεν ήταν κομμουνιστές. Από εκεί και πέρα, συνέχεια αναφέρεται η Ακροναυπλία. Ο Φίσερ λέει στον Σουκατζίδη ότι τον συνέλαβαν επειδή ήταν κομμουνιστής. Ενας κρατούμενος λέει «κομμουνιστής ως τον θάνατο». Στους λουτήρες ένας Γερμανός λέει «έχουμε να εκτελέσουμε πολλούς αύριο» και ο άλλος τού απαντά: «Διακόσιους, αλλά κομμουνιστές». Υπήρξε ένα θέμα που ξεκίνησε με το teaser της ταινίας όπου πολλοί νόμισαν ότι ακούγεται η πρώτη διαταγή που βγήκε, η οποία έλεγε πως «σε αντίποινα για τη δολοφονία των Γερμανών τάδε και τάδε αποφασίζεται η εκτέλεση την 1η Μαΐου του 1944 200 κομμουνιστών». Ελεγε επίσης ότι «αποφασίζεται η εκτέλεση 100 κατοίκων της περιοχής σε αντίποινα και ότι διάφοροι συνεργάτες μας σκότωσαν αυτοβούλως και άλλους κομμουνιστάς». Στα χωράφια πού ήξεραν ποιοι είναι οι κομμουνιστές; Σε όλες τις διαταγές για εκτέλεση επί Κατοχής τούς βαφτίζανε όλους (που θα εκτελούνταν) κομμουνιστές. Εμείς δεν δείξαμε αυτή τη διαταγή. Αφήσαμε κάποια πράγματα μετέωρα για να υπάρξει και το σασπένς. Στη προβολή της Θεσσαλονίκης είχαν έρθει δύο από το Πολιτικό Γραφείο του ΚΚ. Ο Αγάπιος Σαχίνης και ο Θεοδόσης Κωνσταντινίδης. Συγκινήθηκαν, έκλαιγαν και δεν είχαν κανένα πρόβλημα με την ταινία».
Π.Β.: «Ας μην ξεχνάμε ότι ο κατάλογος είναι δεδομένος. Και να θέλαμε να το αποφύγουμε, εν πάση περιπτώσει δεν είμαστε και δεξιοί. Εξάλλου γι’ αυτό διάλεξα το θέμα. Θα απέκρυπτα από την ταινία ότι αυτοί οι άνθρωποι ήταν κομμουνιστές; Αλλά υπονομεύεις το νόημα αν καταφύγεις σε συνθηματολογία και κραυγές».
Ι.Κ.: «Και δεν μαθαίνεις την Ιστορία μέσα από μια ταινία. Η ταινία όταν πατά σε ιστορικά γεγονότα και πραγματικά πρόσωπα αλλά είναι μυθοπλασία σού δίνει αφορμή να ψάξεις περισσότερο. Δηλαδή τι; Ετσι ξεμπερδεύεις; Θα δεις το «Τελευταίο σημείωμα» και θα τα ξέρεις όλα για την Κατοχή, για τον Χίτλερ, για τον ναζισμό, για τον εθνικοσοσιαλισμό, για το ΚΚΕ; Δεν πρέπει να συρρικνώνουμε το μέγεθος της πράξης τους και όσοι το κάνουν –γέμισε η Ελλάδα κομμουνιστές πια! –κάνουν ζημιά στην ίδια τη βαμμένη τους άποψη. Στα σημειώματά του ο κομμουνιστής Σουκατζίδης δεν έχει καθόλου πολιτική συνθηματολογία. Μιλά για πατερούλη και αδελφούλα. Υπάρχουν κάποια σημειώματα άλλων που μιλούν για το ΕΑΜ, αλλά στα περισσότερα δίνει και παίρνει οι λέξεις πατρίδα, Ελλάδα, λευτεριά».
Π.Β.: «Τα περισσότερα είναι προσωπικά σημειώματα. Καλύτερα να πεθαίνει κανείς για τη λευτεριά παρά να πεθαίνει σκλάβος. Θα ήθελα, αν η ταινία «περπατήσει», ο κόσμος να νιώσει την αξιοπρέπεια και το ήθος των 200».
Ι.Κ.: «Και οι δεξιοί και οι κεντρώοι και οι κομμουνιστές και οι απολιτίκ και οι πάντες. Οπως θα ήθελα αν κάποιος έκανε μια ταινία για τη Λέλα Καραγιάννη –που δεν ήταν κομμουνίστρια –να την πονέσουν και οι αριστεροί και να τη συμπεριλάβουν σε αυτούς που έκαναν αγώνα ενάντια στον ναζισμό. Μπορεί μεν ο Σουκατζίδης και όλοι οι υπόλοιποι να ήταν κομμουνιστές, αλλά με το ήθος τους εκπροσωπούν όλους τους Ελληνες που αντιστάθηκαν στον ναζισμό. Μα να χωριστούμε και για αυτούς; Είναι σκοτωμένοι! Είναι στο χώμα! Θα πλακωθούμε και για αυτούς, για τα κομματικά ένσημα και εύσημά μας; Το «Τελευταίο σημείωμα» είναι ένα σημείωμα προς στον σημερινό Ελληνα!».
Η παράνοια της γραφειοκρατίας και το ντέφι του Νίκολας Κέιτζ

Ι.Κ.: «Στην Κρήτη είχαμε πάρα πολλά τηλεφωνήματα από εκπαιδευτικούς που ήθελαν να επισκεφθούν τα γυρίσματα στις φυλακές, που ήταν κλειδωμένες – εμείς τις ανοίξαμε -, αλλά αυτό κατέστη αδύνατο διότι αν έσκαγε μύτη η Επιθεώρηση Εργασίας, ακόμα και αν έβλεπε τα παιδάκια, θα χρέωνε 10.200 ευρώ το κεφάλι τον (σ.σ.: παραγωγό) Γιάννη Ιακωβίδη».

Ποια ήταν η διαδικασία για την πρόσληψη κομπάρσων;

Ι.Κ.: «Ας πούμε ότι το γύρισμα γίνεται Τρίτη και ο Παντελής θέλει 150-180 κομπάρσους. Τη Δευτέρα ο παραγωγός πρέπει με τους λογιστές του να πάει στο ΙΚΑ και να κάνουν ατομική πρόσληψη για τον καθένα χωριστά! Με ΑΜΚΑ, κλειδάριθμο, ταυτότητα κ.ο.κ. Κάνουν τις προσλήψεις, γίνεται το γύρισμα την Τρίτη. Την Τετάρτη πρέπει να ξαναπάνε στο ΙΚΑ για να κάνουν ομαδική απόλυση. Αν ο Παντελής τους ξαναθέλει την Παρασκευή, θα πρέπει την Πέμπτη να ξαναπάνε και να ξανακάνουν ομαδικές προσλήψεις και ούτω καθ’ εξής… Είναι ή όχι τρέλα;».
Π.Β.: «O (σ.σ.: Τάσος) Mπουλμέτης στον «Νοτιά» είχε ένα γύρισμα σε μια ταβέρνα εδώ στο Χαλάνδρι και είχα πάει να του ευχηθώ. Μια ώρα μετά που έφυγα μπήκε η Επιθεώρηση Εργασίας και βρήκε 20 γνωστούς του που είχε φέρει για το γύρισμα. Αποτέλεσμα; Πλήρωσε 250.000 ευρώ πρόστιμο. Τα νέα παιδιά είναι αδύνατον να αντεπεξέλθουν σε τέτοιες καταστάσεις. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, όχι ξένες αλλά ούτε ελληνικές ταινίες δεν μπορούν να γυριστούν στην Ελλάδα».
Ι.Κ.: «Για το «Τελευταίο σημείωμα» θα μπορούσε από την αρχή του γυρίσματος να υπάρχει μια κατάσταση ότι θα χρησιμοποιηθούν, λ.χ., 1.000 άτομα. Και στο τέλος να κατατίθενται οι αλλαγές. Βέβαια, στην Ελλάδα υπάρχει πάντα μια μαγική λύση. Οταν γυριζόταν το «Μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι» στην Κεφαλλονιά και είχαν έρθει περί τους 500 τεχνικούς, Αγγλοι, Αμερικανοί, «έσκασε» η Επιθεώρηση Εργασίας και προέκυψε το εξής πρόβλημα: ο Νίκολας Κέιτζ δεν είχε άδεια εργασίας που να καλύπτει τις απαιτήσεις του Ελληνικού Δημοσίου. Η Επιθεώρηση Εργασίας απείλησε να σταματήσει το γύρισμα. Και ενώ Αγγλοι και Αμερικάνοι καταριούνταν την ώρα και τη στιγμή που αποφάσισαν να κάνουν την ταινία στην Ελλάδα, βρέθηκε η λύση. Υπήρχε μια κομπανία από Τσιγγάνους που τραγούδαγαν «Σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία» και τέτοια στις ταβέρνες. Εβαλαν λοιπόν τον Νίκολας Κέιτζ μέλος σε αυτή την κομπανία, ότι έπαιζε ντέφι. Ετσι έφυγε ικανοποιημένη η Επιθεώρηση Εργασίας και λύθηκε το πρόβλημα».
Π.Β.: «Δεν παίζεται η Ελλάδα».
Ι.Κ.: «Ημουνα νια και γέρασα. Ενδιαφέρομαι για τα νέα παιδιά. Εντάξει, ο Λάνθιμος, ο Αβρανάς, ο Μακρίδης, αυτοί βγήκαν έξω, μια άκρη τη βρήκανε. Ε, μη φύγουνε κι όλοι. Κάτι πρέπει να γίνει για αυτά τα παιδιά που είναι πολύ διαβασμένα και έχουν τρομερή συναδελφική αλληλεγγύη. Και λιώνουνε στην ανεργία».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ