Ηταν το καλύτερο σκηνικό για να περάσει από μπροστά του ένα ζωηρό ανθρώπινο ποτάμι από χιλιάδες μικρούς και μεγάλους δρομείς που έτρεχαν με χαρακτηριστική ζωντάνια. Το 7ο Spetses mini Marathon βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη και το γοητευτικό παραλιακό μέτωπο του νησιού είχε την ατμόσφαιρα και τα χρώματα της γιορτής. Το κοντράστ ήταν εμφανές. Η ορμή που αναβλύζει από τη νεότητα και η ζωτικότητα που έρχεται με δύναμη από τα μεγάλα δώματα της Ιστορίας. Ηδη κι εσύ αισθάνεσαι τα κύματά της, καθώς βλέπεις τόσους ανθρώπους να βρίσκονται εδώ, παρακινούμενοι από το πάθος να τρέξουν μέχρι το τέρμα. Εδώ πραγματικά η νίκη είναι η συμμετοχή, ισάξια όποια θέση και αν πάρεις στην κατάταξη. Αυτά που «γράφουν» είναι η παρουσία, η προσπάθεια και ο τερματισμός στο δικό σου αγώνισμα. Και θέλεις τόσο πολύ να σταθείς στην αφετηρία, μπροστά από το Poseidonion Grand Hotel, στην πλατεία με τον ανδριάντα της Μπουμπουλίνας, και να διατρέξεις μια γοητευτική διαδρομή στον χώρο αλλά και στον χρόνο.
Η Μπουμπουλίνα λες και δεν έφυγε ποτέ από τη ζωή των Σπετσών. Από τα τραπέζια του πρωινού στη βεράντα του ξενοδοχείου βλέπεις τους δρομείς να περιφέρονται γύρω από το άγαλμα και τα παιδιά να ανεβαίνουν πάνω του και να το εντάσσουν στο παιχνίδι τους. Και το σπίτι του Μπούμπουλη, το Μουσείο Μπουμπουλίνας, είναι ενταγμένο στην «αλυσίδα» των αρχοντικών που διηγούνται συναρπαστικές ιστορίες για τα καράβια και τους καραβοκύρηδες των Σπετσών. Αλλά η Μπουμπουλίνα είναι ηρωίδα, η μοναδική γυναίκα μέλος της Φιλικής Εταιρείας και ναύαρχος μετά. Το βλέπεις καθώς μπαίνεις στη μεγάλη σάλα του αρχοντικού, το οποίο μετέτρεψε σε μουσείο ο απόγονός της Φίλιππος Δεμερτζής-Μπούμπουλης, με το περίτεχνο, ξυλόγλυπτο, φλωρεντινό ταβάνι. Μια παλαιά ελαιογραφία δεν προδίδει τον ζωγράφο της, ομολογεί όμως τη γενναιότητα αυτής της γυναίκας που στέκεται αγέρωχη ανάμεσα στους άνδρες πολεμιστές και κωπηλάτες κρατώντας γιαταγάνι, καθώς επιτίθενται μαζί στα κάστρα του Ναυπλίου.
Ο «Αγαμέμνων» όμως, η ναυαρχίδα της Μπουμπουλίνας που ναυπηγήθηκε το 1820 στις Σπέτσες, δεν ήταν ένα μικρό κωπήλατο σκάφος όπως αυτό που εικονίζεται στον πίνακα αλλά μια κορβέτα των 48 πήχεων, οπλισμένη με 18 μεγάλου βεληνεκούς κανόνια. Στο φιρμάνι του σουλτάνου που έδινε την άδεια για τη ναυπήγησή του, και στο οποίο περιλαμβάνεται και το σχέδιό του, δεν υπήρχαν, φυσικά, κανόνια. Και όταν κάποιος την κατήγγειλε στην Υψηλή Πύλη ότι σκαρώνει πολεμικό καράβι, εκείνη φρόντισε να εξασφαλίσει την ολοκλήρωσή του, δωροδοκώντας τον ελεγκτή που έστειλε ο σουλτάνος και εξορίζοντας τον σπιούνο.
Και οι ιστορίες προβάλλουν η μία μετά την άλλη. Μάχες με μπαρμπερίνους πειρατές –όπου σκοτώθηκαν και οι δύο σύζυγοι της Μπουμπουλίνας, οι σπετσιώτες καραβοκύρηδες Δημήτριος Γιάννουζας και Δημήτριος Μπούμπουλης -, με τουρκικά στρατεύματα, αλλά και εμφύλιοι πόλεμοι. Από τις πλέον ενδιαφέρουσες ιστορίες είναι ο θάνατος της ίδιας της Μπουμπουλίνας στο σπίτι της, στις Σπέτσες. Ακόμη το συζητούν σαν να συνέβη πριν από λίγα χρόνια και σαν οι πρωταγωνιστές να είναι εν ζωή. Σε ένα προηγούμενο ταξίδι, κάποιος μού ψιθύρισε στο αφτί: «Αυτοί σκότωσαν την Μπουμπουλίνα». Ζούσε τότε ο Χρήστος Κούτσης –που μας εγκατέλειψε αναπάντεχα -, απόγονος της οικογένειας με την οποία ήρθε η ηρωίδα σε προστριβή, η οποία και οδήγησε στη δολοφονία της.
Παρέα με τον Χρήστο Κούτση, μπήκαμε τότε στο αρχοντικό σπίτι του Γιωργάκη Κούτση, το οποίο κατοικούσε η όγδοη γενιά απογόνων του αγωνιστή. Αυτή η σπουδαία οικογένεια επρόκειτο να δεθεί με τα δεσμά του γάμου με την άλλη ισχυρότατη οικογένεια, αυτήν του Χατζηγιάννη Μέξη, όταν μπήκε στη μέση ο γιος της Μπουμπουλίνας Γεώργιος Γιάννουζας, ο οποίος έκλεψε την Ευγενία Κούτση. Οι Κούτσηδες πήγαν να πάρουν πίσω την κόρη τους, η Μπουμπουλίνα τούς ειρωνεύτηκε και κάποιος την πυροβόλησε. Χάθηκε έτσι μια σπουδαία γυναίκα, αλλά και η υστεροφημία μιας επίσης σπουδαίας οικογένειας που έδωσε έξι καράβια στην Επανάσταση, μεταξύ των οποίων και την «Ασπασία».
Η «Ασπασία» του Κούτση, ο «Αγαμέμνων» της Μπουμπουλίνας, ο «Θεμιστοκλής», ο «Λεωνίδας», ο «Επαμεινώνδας», ο «Περικλής» του Χατζηγιάννη Μέξη είναι οι ιστορίες των Σπετσών. «Μόνο οι Σπέτσες έχουν ιστορίες» λέει ο γάλλος ακαδημαϊκός Μισέλ Ντεόν, «ένα σύμπαν από ιστορίες». Τα καράβια των Σπετσών φαντάζουν στον νου μας μεγαλόπρεπα, όπως και τα αρχοντικά των καραβοκύρηδων. Το αρχοντικό του Χατζηγιάννη Μέξη –κτίστηκε μεταξύ 1795 και 1798 –τώρα λειτουργεί ως Μουσείο και Ιστορικό Αρχείο των Σπετσών. Στην πρώτη αίθουσα με τα ακρόπρωρα αισθάνεσαι ότι σχίζεις τους καιρούς με ένα γρήγορο καράβι που αψηφά τα κύματα και τους ανέμους. Το ξόανο που δεσπόζει στην πλώρη του, ή, καλύτερα, το ξόανο που είναι η ίδια η πλώρη του, το προστατεύει. Θυμάσαι τον καπετάνιο ποιητή Δ. Ι. Αντωνίου: «Ας είναι ευλογημένη η άσκηση και όσα εστερήθεις την κυρίαρχη τέχνη κερδίζοντας να σε υπακούει ένα καράβι».
Απέναντι από το Μουσείο των Σπετσών φαίνεται το αρχοντικό του πρωτότοκου γιου του Χατζηγιάννη Μέξη, Θεόδωρου, ο οποίος είχε νυμφευθεί την κόρη του ναυάρχου των Σπετσών Γεωργίου Ανδρούτσου. Στο πλαίσιο εκδήλωσης του μαραθωνίου των Σπετσών είχαμε την ευκαιρία να μπούμε μέσα στη βοτσαλοστρωμένη αυλή και να ανεβούμε αργά την πέτρινη, πελεκητή, κλίμακα για το υπερυψωμένο ισόγειο. Στη σάλα υπάρχει το ένα από τα τρία σκαλιστά ταβάνια του νησιού. Το ένα το είδαμε στη σάλα του σπιτιού της Μπουμπουλίνας και το άλλο υπάρχει στο υπερώο του σπιτιού του Χατζηγιάννη Μέξη που δεν είναι επισκέψιμο για λόγους ασφαλείας.
Ο Μισέλ Ντεόν συνεχίζει να γράφει για τις Σπέτσες: «Μόλις φθάνουμε, προτού ακόμη ανοίξουμε τις βαλίτσες, αναγκαζόμαστε να καθήσουμε για να δοκιμάσουμε τα χταποδοπόδαρα που κολυμπάνε μέσα σ’ ένα πιπερωμένο λάδι. Είναι το ίδιο νόστιμα με του αστακού. Το πρόσωπο του Σπύρου λάμπει από ευτυχία την ώρα που τον ευχαριστούμε γεμίζοντας τα ποτήρια». Το ίδιο συνέβη και με εμάς, καθώς μόλις πήγαμε στις Σπέτσες ήμασταν καλεσμένοι σε δείπνο στο «Νερό της αγάπης» του Δημήτρη Καλοσκάμη στην Κουνουπίτσα. Πράγματι, το χταπόδι σχάρας με καραμελωμένα κρεμμύδια κονφί και μια στάλα βαλσάμικο του Τάσου Μπούκη ήταν μια οπτική και γευστική αποκάλυψη. Το ίδιο και το ψαράκι (φαγκρί) α λα σπετσιώτα, στη νέα εκδοχή του, με λεπτά μπαστουνάκια κολοκυθιού, καρότου και πράσινης πιπεριάς, με ντοματίνια, σάλτσα ντομάτας και ψιλοκομμένο μαϊντανό.
Η ελληνική εμπειρία του συγγραφέα του «Μάγου», Τζον Φόουλς, έχει ως εξής: «(…) έφτασα στο Αιγαίο μόνο σαν Οδυσσέας σε μιαν από τις σκοτεινότερες φάσεις του ταξιδιού του, χωρίς καράβι, χωρίς συντρόφους, σχεδόν πνιγμένος –πράγμα που φαινόταν να οδηγεί μόνο σε πλήρη καταβρόχθιση από τη λήθη. (…) Η σχεδόν πλήρης ανικανότητά μου να δω μέσα από το θολό τζάμι του σχολείου των Σπετσών τι πραγματικά ήταν η Ελλάδα –όχι μόνο για μένα, αλλά και για όλους εκείνους που είχαν την τύχη να βρεθούν σε αυτήν –τώρα με τρομάζει και με κάνει να ντρέπομαι. (…) Η Ελλάδα είναι ένα είδος διπλού θαύματος, υπαρξιακού και ταυτόχρονα ιστορικού. Οχι μόνο είναι, αλλά πάντοτε είναι, όπως το ίδιο το φως, σ’ ένα συνεχές παρόν».
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ