Με την επιστροφή των θεσμών στην Αθήνα, ο Αλέξης Τσίπρας και η κυβέρνησή του αναμετρώνται με τις προκλήσεις που οι ίδιοι έθεσαν και εν πολλοίς με την πολιτική τους φύση.
Επειτα από ένα διάστημα που ξεκίνησε μετά το καλοκαίρι και με την έλευση στην Αθήνα του Εμανουέλ Μακρόν και την παρουσία στην ΔΕΘ και έληξε με το ταξίδι στην Ουάσιγκτον, την συνάντηση με τον Ντόναλντ Τραμπ και την συμφωνία για τα F-16, η κυβέρνηση φαίνεται ότι για μία ακόμη φορά θα δοκιμαστεί στο πεδίο των υπερβολικών προσδοκιών που έχει καλλιεργήσει.
Ήδη, οι διαθέσεις των θεσμών είναι αισθητές και ευδιάκριτες: το θέμα του κοινωνικού μερίσματος που εχει υποσχεθεί ο Πρωθυπουργός θα τεθεί υπό αμφισβήτηση και κατά τα φαινόμενα η χορήγησή του θα προχωρήσει υπό όρους και προϋποθέσεις και εφόσον κριθεί ότι ο στόχος των εσόδων είναι ασφαλής – κάτι που αυτήν την στιγμή δεν είναι ορατό.
Υπό την έννοια αυτή, ο κ. Τσίπρας βρίσκεται ενώπιον μίας κατάστασης, στην οποία, αφενός θα εμφανίζεται να δαπανά κάποια δισ. (κατά την κυβέρνηση 1,1) για εξοπλισμούς, ενώ το αντίστοιχο ποσό που έχει δεσμευτεί να δώσει εν είδει παροχής θα πρέπει να εξασφαλίσει έγκριση και αυτό έπειτα από έναν νέο κύκλο διαπραγμάτευσης.
Παράλληλα, ένα πεδίο γεμάτο εκκρεμότητες στα προαπαιτούμενα, αναγκαστικά προσγειώνει την κυβέρνηση στην σκληρή πραγματικότητα και τον ΣΥΡΙΖΑ στην γνωστή και διαρκή αμφιταλάντευση μεταξύ του στόχου της διατήρησης της εξουσίας και της απομάκρυνσης από οτιδήποτε μπορεί να δικαιολογήσει την «ρεαλιστική στροφή» του στο κομματικό και κοινωνικό ακροατήριο. Η σχετική επιχειρηματολογία δύσκολα πλέον πείθει και ακόμη πιο δύσκολα υπηρετείται από βουλευτές και στελέχη του.
Οι διαθέσεις στην ΚΟ και το κόμμα έχουν ήδη διαφανεί από την προηγούμενη εβδομάδα. Πρώτος ο Νίκος Φίλης, ως συνήθως, εξέφρασε ευθέως την αντίθεσή του με την επιλογή του ταξιδιού στις ΗΠΑ και κυρίως με την συμφωνία της αναβάθμισης των F-16, για την οποία είπε χαρακτηριστικά ότι «αγοράζουμε ανταλλακτικά για τα αεροπλάνα, ενώ δεν έχουμε για τα ασθενοφόρα».
Με τις προκλήσεις αυτές μπροστά της, η κυβέρνηση εισέρχεται σε μία περίοδο η οποία κατά πολλούς θα κρίνει και τις πολιτικές εξελίξεις και πάντως θα αποτελέσει την κρισιμότερη δοκιμασία γι’ αυτήν και πρό πάντων για την ηγετική ομάδα του Μεγάρου Μαξίμου.