Με εκατέρωθεν κινήσεις αντιπερισπασμού εκτυλίσσεται ο πόλεμος μεταξύ κυβέρνησης και Δικαιοσύνης μετά την κοινοποίηση της απόφασης της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) για την ηλεκτρονική δήλωση «πόθεν έσχες», με την οποία κρίθηκαν αντισυνταγματικές πολλές εκ των παραμέτρων της, και δη αυτή που αφορά τη δήλωση ποσών και τιμαλφών εκτός τραπεζών και σε θυρίδες.
Η κατάσταση είχε φθάσει στο μη περαιτέρω το βράδυ της Παρασκευής, μετά και τη δήλωση του αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης κ. Δημήτρη Παπαγγελόπουλου: «Κάποιοι κάτι θέλουν να κρύψουν. Συνεχίζουν να εκτίθενται και έρχονται σε πλήρη δυσαρμονία με το αίσθημα δικαίου του ελληνικού λαού και της πλειοψηφίας των ελλήνων δικαστών».
Ο μονόδρομος και η… σύγκρουση
Η πρωτοβουλία της κυβέρνησης να εκδώσει νέα υπουργική απόφαση, δεδομένου ότι το ΣτΕ είχε ακυρώσει την πρώτη, κρίθηκε άκρως επιθετική από τους δικαστές. Οχι μόνο τους αιφνιδίασε, όπως οι ίδιοι ομολόγησαν σε ανακοίνωσή τους, αλλά και τους παρέλυσε, καθώς έκριναν ότι δεν ήταν δυνατό να υποβάλουν τις –σύνθετες, δαιδαλώδεις, χρονοβόρες –δηλώσεις τους σε διάστημα μόλις μιας ημέρας∙ διότι μία ημέρα απέμενε ως την εκπνοή της προθεσμίας για όλους τους υποχρέους, το Σάββατο 21 Οκτωβρίου.
Το βράδυ της Πέμπτης η προαναγγελία για την έκδοση της νέας υπουργικής απόφασης από τον κ. Παπαγγελόπουλο είχε αφήσει εμβρόντητο το δικαστικό σώμα. «Πώς είναι δυνατόν κάτι τέτοιο, όταν ακόμη δεν έχουν γίνει γνωστές οι πτυχές της απόφασης του ΣτΕ, κατά τρόπον ώστε η κυβέρνηση να συμμορφωθεί με τις επιταγές της Ολομέλειας;» ήταν η μόνιμη απορία στα χείλη έμπειρων δικαστών.
Οπως είναι σε θέση να γνωρίζει «Το Βήμα», στο πλαίσιο ενός άτυπου διαύλου επικοινωνίας που υπήρξε με τη Δικαιοσύνη, η κυβέρνηση έθεσε ως επιχείρημα ότι βρισκόταν εκτεθειμένη απέναντι στο σύνολο των υποχρέων, αναφορικά με τις δηλώσεις των τελευταίων δύο ετών. Η νέα υπουργική απόφαση ήταν «μονόδρομος» και δεν είχε την πρόθεση να κάνει πίσω.
Ως μονόδρομος όμως κρίθηκε και η εξέλιξη που ήλθε το πρωί της Παρασκευής, όταν οι δικαστικές ενώσεις, πλην αυτής του ΣτΕ, κατέθεσαν αίτηση ακύρωσης και αναστολής της νέας υπουργικής απόφασης. Η οποία και είχε ως αποτέλεσμα να την «παγώσει» προσωρινά, με απόφαση του Προέδρου του ΣτΕ κ. Νικολάου Σακελλαρίου, ώσπου να εκδοθεί οριστική απόφαση για τη νέα αίτηση των ενώσεων.
Δικαστές και εισαγγελείς, χαρακτηρίζοντας πρωτοφανείς τις εξελίξεις, τονίζουν ότι σε καμία περίπτωση δεν δεσμεύονται για δήλωση «πόθεν έσχες» για τις χρήσεις 2015 και 2016, αφού η Πολιτεία δεν έχει συμμορφωθεί με την απόφαση της Ολομέλειας σχετικά με το όργανο το οποίο πρέπει να διενεργεί τους ελέγχους και το οποίο πρέπει να συγκροτείται κατά πλειοψηφία από ανώτατους τακτικούς δικαστές, μέλη των τριών ανώτατων δικαστηρίων.
«Σήμερα αυτό το όργανο δεν υπάρχει» σημειώνουν χαρακτηριστικά, καθιστώντας σαφές ότι εφόσον καλούνται να υποβάλουν δηλώσεις στη βάση ενός νέου πλαισίου η διοίκηση είναι υποχρεωμένη να χορηγήσει εύλογη προθεσμία όχι μόνο στους δικαστικούς λειτουργούς αλλά σε όλους τους υποχρέους.
Οι προαγωγές και το βαρύ πυροβολικό
Η ένταση και η σοβαρότητα του πολέμου με το ΣτΕ γίνονται ευκολότερα αντιληπτές αν σκεφθεί κανείς ότι μετά την κοινοποίηση μιας άτυπης περίληψης της απόφασης της Ολομέλειας για το «πόθεν έσχες», το απόγευμα της Τετάρτης, στην πρώτη γραμμή πέρασε το βαρύ πυροβολικό.
Τόσο ο Πρόεδρος της Βουλής κ. Νίκος Βούτσης, ο οποίος έκανε λόγο για «αρνητική έκπληξη», όσο και ο αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης κ. Παπαγγελόπουλος, ο οποίος «χτύπησε» δύο φορές. Την πρώτη εξέφρασε τον φόβο του ότι «η Δικαιοσύνη θα εκτεθεί» και τόνισε ότι σε κάθε περίπτωση περιμένει να ενημερωθεί επισήμως, ενώ τη δεύτερη ανακοίνωσε την έκδοση της νέας Κοινής Υπουργικής Απόφασης για το «πόθεν έσχες», χωρίς να διστάσει να ξύσει ξανά την πληγή. Διατύπωσε αιχμές για σκοπιμότητα έκδοσης της απόφασης λίγες ημέρες προτού λήξει η προθεσμία για την υποβολή του «πόθεν έσχες», το Σάββατο 21 Οκτωβρίου.
«Σημειώνεται ότι υπόθεση εκκρεμεί στο ΣτΕ από τον Νοέμβριο του 2016 και η απόφαση εκδόθηκε παραμονές της λήξης της προθεσμίας ηλεκτρονικής υποβολής των δηλώσεων «πόθεν έσχες» για τη χρήση 2016» τόνισε χαρακτηριστικά, δεσμευόμενος ότι «η κυβέρνηση, μόλις η απόφαση καθαρογραφεί από το ΣτΕ και λάβει επίσημα γνώση όλου του περιεχομένου της, θα αποφασίσει για τις περαιτέρω ενέργειες με γνώμονα την πάταξη της διαφθοράς».
Ο πόλεμος που δεν κόπασε ποτέ
«Οποιος μιλάει για «νέο» πόλεμο κυβέρνησης και Συμβουλίου της Επικρατείας δεν γνωρίζει την αληθινή εκδοχή των πραγμάτων: ο πόλεμος δεν κόπασε ποτέ». Πηγή που επιθυμεί να διατηρήσει την ανωνυμία της, καλούμενη να σχολιάσει την αντιπαράθεση, την εντάσσει σε ευρύτερο πλαίσιο. Στο οποίο φαίνεται ότι χωρούν πλείστες όσες –περασμένες ναι, ξεχασμένες όχι –εκφάνσεις της ιδιότυπης αυτής σύγκρουσης: από την απόφαση της Ολομέλειας για το ζήτημα των τηλεοπτικών αδειών ως την προ εβδομάδων ερώτηση 29 βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ με βαριά υπονοούμενα περί συνειδητής καθυστέρησης της απόφασης για το «πόθεν έσχες», αλλά και ως τις προαγωγές στο ΣτΕ, με στόχο την πλήρωση δύο θέσεων αντιπροέδρων. Οι προτάσεις του υπουργείου Δικαιοσύνης για οκτώ πρόσωπα θεωρήθηκαν άδικες και απαξιωτικές από πολλούς εκ των ανώτατων δικαστών, ενώ η διαδικασία αυτή καθαυτή εκκρεμεί. Ως εκ τούτου αναμένεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον η συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου, άμα τη επιστροφή του Πρωθυπουργού από το εξωτερικό –η σύνθεσή του έχει τον τελευταίο λόγο.
Το διά ταύτα της απόφασης
Η απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ, στο διά ταύτα της, κρίνει ως αντισυνταγματική την επιβαλλόμενη υποχρέωση να συμπεριληφθούν στη δήλωση ποσά σε μετρητά που υπερβαίνουν τις 15.000 ευρώ και φυλάσσονται εκτός πιστωτικών ιδρυμάτων ή εντός θυρίδων, καθώς και κινητά περιουσιακά στοιχεία των οποίων η αξία υπερβαίνει τις 30.000 ευρώ. Αντίκειται στα άρθρα 5 παρ. 1, 9 παρ. 1 και 9Α του Συντάγματος, καθώς και στην αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ’ του Συντάγματος), σημειώνεται χαρακτηριστικά.
Το δικαστήριο, κάνοντας εν μέρει δεκτές τις προσφυγές των δικαστικών ενώσεων, έκρινε παράνομη τη σχετική υπουργική απόφαση, με βασικό σκεπτικό ότι δεν δημοσιεύθηκαν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως οι παραμετρικές τιμές και οι οδηγίες συμπλήρωσης πεδίων στην ηλεκτρονική εφαρμογή του «πόθεν έσχες», ως εκ τούτου ήταν ανέφικτος ο όποιος έλεγχος νομιμότητας.
Αντισυνταγματική έκριναν οι ανώτατοι δικαστές και την απουσία χρονικού ορίου (και πάντως όχι μεγαλύτερου της πενταετίας) για τη διενέργεια και την ολοκλήρωση του ελέγχου, επιτάσσοντας ουσιαστικά τη διατήρηση των προσωπικών δεδομένων μόνον όσο χρονικό διάστημα είναι απαραίτητο για τις ανάγκες της επεξεργασίας.
Το ΣτΕ χαρακτήρισε επίσης ως «απρόσφορο μέτρο» την καθιέρωση υποχρεωτικού ελέγχου των ανωτάτων δικαστών, και όχι δειγματοληπτικού, όπως ισχύει για όλους τους υπόλοιπους δικαστικούς λειτουργούς.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ