Γιάννης Χουβαρδάς: «Στην Ελλάδα υπάρχουν μόνο υπερεκτιμημένοι»

O Γιάννης Χουβαρδάς βρίσκεται σε μια προσωπική θεατρική στιγμή: συνεχίζοντας να προσθέτει κρίκους στην αλυσίδα των παραστάσεών του, ανεβάζει τον «Γλάρο» του Τσέχοφ και ετοιμάζεται για την πρεμιέρα στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, στις 15 Νοεμβρίου.

O Γιάννης Χουβαρδάς βρίσκεται σε μια προσωπική θεατρική στιγμή: συνεχίζοντας να προσθέτει κρίκους στην αλυσίδα των παραστάσεών του, ανεβάζει τον «Γλάρο» του Τσέχοφ και ετοιμάζεται για την πρεμιέρα στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, στις 15 Νοεμβρίου. Ο σκηνοθέτης που ίδρυσε το Αμόρε, ο καλλιτεχνικός διευθυντής που έδωσε μια ευρωπαϊκή πνοή στο Εθνικό Θέατρο, μιλάει στο «Βήμα» για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει το έργο του ρώσου συγγραφέα αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο βλέπει ο ίδιος σήμερα το θέατρο –το δικό του θέατρο.
«Το θέατρο δεν πρέπει να δείχνει τη ζωή όπως είναι ούτε όπως θα έπρεπε να είναι αλλά όπως τη βλέπουμε στα όνειρά μας». Με αυτό το μότο ανεβάζετε, κύριε Χουβαρδά, τον «Γλάρο» του Τσέχοφ. Τι ακριβώς θέλετε να πείτε;
«Αυτή δεν είναι η άποψη του Τσέχοφ. Ο Τσέχοφ ποτέ δεν μιλάει ούτε μέσα από τους ρόλους του ούτε μέσα από τα κείμενά του. Η φωνή του έρχεται από πολύ πιο βαθιά. Τα λόγια αυτά ανήκουν στον Τρέπλιεφ που με πυρετώδη αποφασιστικότητα και απόλυτο τρόπο τα λέει, κάποια στιγμή, όταν ετοιμάζει τη δική του παράσταση μέσα στον «Γλάρο». Γιατί τον απασχολούν ζητήματα τέχνης και θεάτρου. Οτι δηλαδή το θέατρο δεν είναι ούτε ζωή ούτε διδακτικό. Αλλά κάτι που έχει σχέση με τα όνειρά μας, υπό την έννοια του «Ονειροδράματος» κατά Στρίντμπεργκ. Εκεί όπου δεν υπάρχουν χώρος και χρόνος. Στην ουσία ο Τρέπλιεφ εννοεί ότι ο ίδιος είναι μόνος, έρημος και παγωμένος».
Η παράσταση ρίχνει το βάρος της στο θέατρο εν θεάτρω;
«Δίνουμε ιδιαίτερη σημασία στο περιεχόμενο του έργου του Τρέπλιεφ, διατρέχει τον «Γλάρο». Είναι η μοίρα και του Τρέπλιεφ και της Νίνας, που ξεκινούν με τα όνειρα της νιότης, της απόλυτης σχέσης με την τέχνη, τα περί δόξας, φήμης, αίγλης, για να καταλήξουν ο ένας να λέει γλιστράω στην πεπατημένη και στη ρουτίνα και η άλλη σαν μια τσακισμένη ύπαρξη».
Είναι μια ιστορία έρωτα το έργο;
«Βλέπω διαφορετικά το θέμα του έρωτά του με τη Νίνα. Ο Τρέπλιεφ δεν αυτοκτονεί λόγω ερωτικής απογοήτευσης αλλά γιατί διαπιστώνει ότι ο ίδιος έχει ξοφλήσει, δεν έχει λόγο ύπαρξης. Ο θάνατός του είναι προαναγγελθείς πολύ νωρίτερα. Δεν είναι εκείνη η αιτία της αυτοκτονίας του. Στο ξεκίνημα του «Γλάρου» ο Τρέπλιεφ είναι δυνητικά ένας αυτόχειρας».
Είναι η οικογένεια η βάση των πάντων;
«Δεν είναι; Εχουμε πλέον φτάσει μέσω της ψυχανάλυσης και της ψυχοθεραπείας να το ξέρουν και οι πέτρες. Νομίζω όμως ότι το ήξεραν και οι αρχαίοι Ελληνες. Οικογενειακά δράματα ήταν τα περισσότερα, τα οποία έχουν και έναν ευρύτερο κοινωνικό αντίκτυπο –και γίνονται και πολιτικά. Μέσα στην οικογένεια ξεκινάει το μέλλον του παιδιού».
Πώς προσεγγίζετε το έργο χωροταξικά;
«Στις παραστάσεις μου κάνω ποιητικές μεταφορές. Το έργο λέει αρκετά ώστε να μη χρειάζεται να το εικονογραφήσεις. Αφαιρούμε τελείως όλα τα εξωτερικά σκηνικά στοιχεία και χρησιμοποιούμε τον χώρο του Δημοτικού Θεάτρου ως μια μεταφορική έννοια για τη ζωή στην τέχνη. Αντί για το αγρόκτημα και τη λίμνη υπάρχει ένα θέατρο, μια σκηνή. Ολοι όσοι ζουν στο αγρόκτημα είναι σαν να ζουν μέσα σε αυτό το θέατρο. Σαν να έχουν τις ιδιότητες των ανθρώπων που σχετίζονται με το θέατρο και να μη βγαίνουν ποτέ από εκεί».
Δηλαδή δεν υπάρχει σκηνικό;
«Δεν υπάρχει. Από την αρχή καταλαβαίνει ο θεατής ότι ο χώρος στον οποίο εκτυλίσσεται το έργο είναι το ίδιο το θέατρο. Στην παράταση του Τρέπλιεφ όλα είναι φύση. Εμείς κάνουμε την πλήρη ανατροπή και λέμε ότι όλα είναι θέατρο –δεν υπάρχει φύση. Στην ουσία ο Τρέπλιεφ είναι ένας πρωτοπόρος του θεάτρου».
Σας ενδιαφέρει ιδιαίτερα ο Τσέχοφ. Είναι το τρίτο έργο του που ανεβάζετε.
«Με ενδιαφέρει πάρα πολύ. Εχω κάνει τις «Τρεις αδελφές» και τον «Θείο Βάνια», κάποια στιγμή θα ήθελα και τον «Βυσσινόκηπο». Τα έργα διαλέγουν εμάς, κι όχι εμείς τα έργα. Εχει κάτι ιδιαίτερα ελκυστικό ο «Γλάρος», σε μαγνητίζει χωρίς να ξέρεις τον λόγο. Και μαζί το αινιγματικό σύμβολο και ο τίτλος –το νεκρό πουλί πάνω στη σκηνή, στοιχείο επικίνδυνο με πολλαπλές σημασίες, σαν μια ονειρική κατάσταση ελευθερίας και ευτυχίας, που σκοτώνεται και αποτυγχάνει. Είναι η αποτυχία των ονείρων».
Ο Τσέχοφ χαρακτηρίζει τον «Γλάρο» «κωμωδία σε τέσσερις πράξεις». Εσείς;
«Η έννοια της κωμωδίας με προβλημάτισε πολύ. Η πρώτη μου σχέση με το έργο ήταν απόλυτα σκοτεινή και μαύρη. Προχωρώντας διαπίστωσα ότι υπάρχει και η άλλη πλευρά, θα την ονόμαζα γελοία. Ο,τι είναι για μένα τραγικό δεν είναι και για τον άλλον. Μαζί με το γελοίο υπάρχει και η διάσταση του κωμικού, κάτι με το οποίο αργείς να συμφιλιωθείς, γιατί το έργο είναι τόσο τραγικό στο βάθος του. Οφείλεις όμως να συμφιλιωθείς γιατί έτσι είναι η ζωή. Η διαφορά με τον Τσέχοφ είναι ότι εκείνος έβλεπε τη ζωή σαν αποτυχία, χωρίς αυτό να τον εμποδίζει να βλέπει την κωμωδία της αποτυχίας –πιθανώς λόγω εποχής, ιδιοσυγκρασίας, ψυχολογίας, υγείας».
Αλήθεια, τι είναι αυτό που σας γεννά τη διαρκή επιθυμία για θέατρο;
«Υποθέτω ότι αυτό που με αναγκάζει, σχεδόν, να συνεχίζω είναι κάτι υπαρξιακό. Φαντάζομαι πως αν δεν συνεχίσω να ψάχνομαι μέσα από το θέατρο, θα πρέπει να σταματήσω να υπάρχω σαν οντότητα, σαν σκέψη, σαν ψυχισμός. Κάτι θα σταματήσει. Μπορεί να ακούγεται βαρύγδουπο, αλλά είναι κάτι πολύ απλό, γιατί είναι αυτό που μας βοηθάει να ζούμε και να κρατιόμαστε νέοι, λιγότερο ή περισσότερο, στο πνεύμα. Να είμαστε δημιουργικοί, να μη ζούμε τη ζωή τυπικά, αλλά για κάποιον λόγο και αιτία. Φυσικά υπάρχει και ο έρωτας, η απόλαυση έξω από το θέατρο, η οικογένεια, τα ταξίδια και πολλά ακόμα. Αλλά η ζωή στο θέατρο είναι ένας κόσμος πολύ εντελής, ιδιαίτερος, με τον οποίο αποκτάς μια σχέση αντίστοιχη με εκείνη που αποκτά ένα ζώο με το τρίχωμά του, ενώ την ίδια στιγμή το τρίχωμά του τον καθορίζει».
Πόσο έχετε αλλάξει μέσα στα χρόνια;
«Δεν αλλάζεις με τα χρόνια. Απλώς όταν ξεκίνησα η σχέση με το θέατρο ήταν πολύ πιο προσωπική. Εκφραζόμουν κυρίως εγώ. Ηταν σαν καταφύγιο. Τώρα πια η σχέση είναι πολύ πιο ισότιμη. Το θέατρο δεν είναι κάτι αφηρημένο, είναι κυρίως οι άνθρωποι. Και συνεργάζομαι με ανθρώπους που βρίσκονται κοντά τα τελευταία χρόνια, με τους οποίους η σχέση έχει μια ιστορία κι αν την παρακολουθήσεις έχει ένα νόημα».
Μειώθηκε το εγώ του σκηνοθέτη;
«Το δικό μου πάντως, ναι, έχει μειωθεί μέσα στα χρόνια. Εχει αφομοιωθεί μέσα σε ένα γενικότερο γίγνεσθαι που έχει σχέση με το θέατρο. Τώρα αυτόματα είναι μια πιο συλλογική διαδικασία. Το ότι εγώ τυχαίνει να είμαι αυτός που καθοδηγεί γίνεται επειδή έτσι ήρθαν τα πράγματα. Παλαιότερα ήθελα να το επιβάλω με το έτσι θέλω».
Μήπως χόρτασε το εγώ;
«Πιθανόν. Δεν ξέρω αν είμαι χορτασμένος, που πιθανόν να είμαι, αλλά δεν είναι αυτό το ζήτημα. Κάποια πράγματα δεν τα χόρτασα –πιο δυνατές παραστάσεις, παραγωγές στην Αγγλία και στην Αμερική. Αλλά νομίζω ότι φτάνει ένα σημείο, στο οποίο βρίσκομαι τώρα, που δεν με απασχολεί πια καθόλου. Τώρα θέλω να βιώσω αυτή την εμπειρία με αυτούς τους συνεργάτες, που είναι όλοι ένας κι ένας και είναι όλοι στην καλύτερη ώρα τους, και οι περισσότεροι φίλοι μου –είμαστε εξοικειωμένοι μεταξύ μας και μιλάμε την ίδια γλώσσα. Αυτό έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία για μένα παρά να κάνω κάτι που δεν έκανα από πλευράς καριέρας».
Νιώθετε υποτιμημένος;
«Κανείς ποτέ δεν είναι δίκαιος με τον άλλον. Στη χώρα μας τουλάχιστον πιστεύω ότι υπάρχουν μόνο υπερεκτιμημένοι. Πολλοί καλλιτέχνες στην Ελλάδα έχουν υπερεκτιμηθεί και έχουν γίνει θρύλοι».
Εχετε αφήσει πίσω σας το Αμόρε. Δεν μιλάτε σχεδόν ποτέ για αυτό…
«Του χρόνου συμπληρώνονται δέκα χρόνια από τότε που έκλεισε το Αμόρε. Μου το θύμισε ένας κινηματογραφιστής που μου ζήτησε να κάνουμε ένα ντοκιμαντέρ για την επέτειο. Η ιστορία του Αμόρε ήταν μια ιστορία ανθρώπων επί δεκαεπτά χρόνια –με αρχή, μέση και τέλος, σαν ταινία. Ο βίος αυτού του θεάτρου ήταν στην ουσία όλοι αυτοί οι άνθρωποι και οι ιστορίες μέσα στο θέατρο. Στο Αμόρε συμβαίνει, με έναν τρόπο, αυτό που συμβαίνει κι όταν πεθάνει ένας άνθρωπος. Επιβιώνει η μνήμη του στους μεταγενεστέρους. Γέννησε πολλά αντίστοιχα πράγματα μέσα από την ύπαρξή του, μεταλαμπαδεύτηκε, μετασχηματίστηκε, πήγε παραπέρα».
Παρόμοιες είναι και οι σκέψεις σας για την εξαετία στο Εθνικό;
«Πιστεύω ότι και τα έξι χρόνια στο Εθνικό έκαναν ένα αντίστοιχο πράγμα, με τον δικό τους τρόπο. Κάποιους μήνες αφότου είχε έρθει ο Σωτήρης Χατζάκης στο Εθνικό είδα μια εκπομπή στην ΕΡΤ με καλεσμένους τον Αλκη Κούρκουλο και τον Χατζάκη. Και μαζί με τις δύο δημοσιογράφους μιλούσαν για την εποχή του Νίκου Κούρκουλου και για την περίοδο Χατζάκη. Το ενδιάμεσο δεν υπήρχε, σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ. Εκτός από αυτές τις στιγμές που ο πνευματικός άνθρωπος είναι πολύ φτωχός, δεν έχω κάποιον ιδιαίτερο λόγο να πω κάτι. Οποιος έζησε το Αμόρε ή το Εθνικό μπορεί να πει τη γνώμη του –καλύτερα ή χειρότερα. Για μένα η σημασία είναι τι έζησα εγώ, όχι ο αντίκτυπος στους άλλους».
Θα αλλάζατε κάτι;
«Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει αυτή η ερώτηση, γιατί αν υπήρχε τότε εγώ δεν θα ήμουν αυτός που είμαι, δεν θα ήμουν ένας δημιουργικός άνθρωπος. Πρέπει να σκέφτεσαι μπροστά, από μόνος σου».
Πού και πότε

Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.Πρεμιέρα: Τετάρτη 15 Νοεμβρίου 2017.Παραστάσεις: Τετάρτη – Παρασκευή 20.30, Σάββατο 17.30 & 21.00 και Κυριακή 19.00.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.