Julia Boyd
Travellers in the Third Reich. The Rise of Fascism through the Eyes of Everyday People
Εκδόσεις Elliot and Thompson, 2017
σελ. 464, τιμή 20 στερλίνες
Το καλοκαίρι του 1932 ο Μίλτον Ράιτ, αμερικανός διδακτορικός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, έχει το αμφίβολο προνόμιο να προσαχθεί ενώπιον του Αδόλφου Χίτλερ, ο οποίος επισκέπτεται το τοπικό καλλιτεχνικό φεστιβάλ και τον διακρίνει ανάμεσα στους θεατές –είναι ο μοναδικός νέγρος μεταξύ των κατοίκων της περιοχής. Εχοντας προνοήσει να δώσει το διαβατήριό του σε έναν φίλο με τη σύσταση να απευθυνθεί στον αμερικανό πρόξενο αν αργήσει να βγει από το δωμάτιο, ο Ράιτ συναντά έναν Χίτλερ απροσδόκητα ευγενικό: «Ολη την ώρα που περάσαμε μαζί με ρωτούσε για τους νέγρους των Ηνωμένων Πολιτειών.
[…] Βέβαια, εγώ δεν είχα την ευκαιρία να πω και πολλά. Μόλις τελείωνε μια ερώτηση, άρχιζε να την απαντά μόνος του». Επιπλέον, η χιτλερική ευγένεια έχει και τα όριά της: ο αρχηγός των Εθνικοσοσιαλιστών πληροφορεί τον Ράιτ ότι ο ίδιος και οι όμοιοί του ως τρίτης κατηγορίας άνθρωποι προορίζονται να είναι πάντοτε σκλάβοι άλλων, ενώ αποδίδει τα εξαίρετα γερμανικά του όχι σε αντιληπτική ικανότητα ή σε κλίση, αλλά στο φυσικό ταλέντο μίμησης που διαθέτει η φυλή του. Αποχωρώντας, ο Χίτλερ επιφορτίζει έναν σωματοφύλακα με το καθήκον να δώσει στον Ράιτ μια φωτογραφία με αυτόγραφό του. Η ασυνήθιστη εμπειρία του Μίλτον Ράιτ αποτελεί ένα από τα πιο αναπάντεχα στιγμιότυπα της πλούσιας πινακοθήκης που η βρετανίδα συγγραφέας Τζούλια Μπόιντ παραθέτει στο βιβλίο της «Travellers in the Third Reich». Ανατρέχοντας σε ημερολόγια, επιστολές, απομνημονεύματα, σημειώματα του Τύπου αντλημένα από την παραγωγή 181 επισκεπτών της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και της ναζιστικής Γερμανίας φιλοδοξεί να συγκροτήσει το πορτρέτο της ανάδυσης του φασισμού μέσα από τις μαρτυρίες καθημερινών ανθρώπων.
Η δεκαετία του ’20
Είναι γεγονός ότι οι επισκέπτες του Μεσοπολέμου δυσκολεύονται να δουν την οικονομική κρίση ή να ερμηνεύσουν τις πολιτικές τερατογενέσεις. Μοιράζονται ανάμεσα στα κλασικά αξιοθέατα και στα μοντέρνα κτίρια του Βερολίνου, συχνάζουν σε όπερες, θέατρα και κινηματογράφους, βρίσκουν τους Γερμανούς ευγενείς, προσηνείς, εξυπηρετικούς και τις γαλλικές δυνάμεις κατοχής των πρώτων χρόνων μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο απωθητικές –ειδικά εφόσον αποτελούνται από ιθαγενείς αφρικανούς στρατιώτες. Το φθινόπωρο του 1929 για τη βρετανίδα επίδοξη ηθοποιό Μπρέντα Ντιν Πολ η ημέρα στο Βερολίνο ξεκινούσε γύρω στη 1 το μεσημέρι, ακολουθούσε γεύμα ως τις 4, κοκτέιλ ως τις 7, δείπνο στις 10, χορός μετά τα μεσάνυχτα, για να τελειώσει η νύχτα νωρίς το πρωί με κοτόσουπα και ζεστά λουκάνικα στο φημισμένο Kunstler’s. Προσεκτικότεροι παρατηρητές όμως θα μπορούσαν να είχαν εντοπίσει ανησυχητικά σημεία ήδη από τότε –τη διακοπή της επίσκεψης του Τσάρλι Τσάπλιν στο Βερολίνο το 1931, για παράδειγμα, όταν η παραμονή του εν όψει της πρεμιέρας της ταινίας «Τα φώτα της πόλης» διακόπηκε άδοξα εξαιτίας της βίαιης εκστρατείας ενός ακροδεξιού μορφώματος με το βαρύγδουπο όνομα «Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα των Γερμανών Εργατών».
Ναζιστική καθημερινότητα
Στο μεταίχμιο μεταξύ των τελευταίων ημερών της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και των πρώτων ημερών της χιτλερικής διακυβέρνησης οι Ναζί δεν μοιάζουν κάτι εξωπραγματικό. Αντίθετα, φαίνεται να εκφράζουν άνετα την κανονικότητα της στιγμής. Είναι ενδεικτικός ο τρόπος με τον οποίο η Κονστάντια Ράμπολντ, κόρη του βρετανού πρέσβη στο Βερολίνο, Σερ Χόρας Ράμπολντ, περιγράφει την παρέλαση των Ταγμάτων Εφόδου με αναμμένους δαυλούς ανά χείρας τη νύχτα της 30ής Ιανουαρίου 1933 χωρίς τους δυσοίωνους τόνους που είθισται εκ των υστέρων να χρησιμοποιούν οι σύγχρονοι ιστορικοί, εμμένοντας κυρίως στον χρωματικό εντυπωσιασμό που προκαλούσε η ναζιστική σκηνοθεσία.
Παρόμοια είναι η αίσθηση που αποκομίζει κανείς διαβάζοντας τις πρώιμες ανταποκρίσεις δύο βρετανών δημοσιογράφων, των Γκάρεθ Τζόουνς και Ντένις Σέφτον Ντέλμερ, όταν αναμεταδίδουν τις εντυπώσεις τους από την εμφάνιση των ναζί ηγετών: ο Χίτλερ θυμίζει «μανάβη της μεσαίας τάξης», ο Γκέμπελς «ανθρακωρύχο από τη Νότια Ουαλία», ο Γκέρινγκ «φρουρό της εποχής του Φρειδερίκου από ταινία της UFA». Για τον εικοσάχρονο Βρετανό Ρις Τζόουνς, ο οποίος έκανε τις διακοπές του στη Γερμανία το 1937, η φτώχεια της χώρας ήταν εμφανής στους κινηματογράφους, όπου «μόνο οι φθηνότερες θέσεις ήταν γεμάτες». Οι θεατές συμπεριφέρονταν «σαν στρείδια. Δεν ξέρουν τι να χειροκροτήσουν και τι όχι. Ο Χίτλερ δεν χειροκροτείται! […] Η όλη ατμόσφαιρα θυμίζει φυλακή».
Ονομαστοί φιλοχιτλερικοί
Η εικόνα ωστόσο πόρρω απέχει από το να είναι ομοιογενώς επικριτική. «Ως πρόσωπο ο Χίτλερ αντιπροσωπεύει ένα φρέσκο αίσθημα ιδεαλισμού και εθνικής ευσέβειας» έγραφε ο αμερικανός καλλιτέχνης Μάρσντεν Χάρτλεϊ το 1933. Παρόμοιες φωνές, πρόθυμες να αγνοήσουν τους διωγμούς των Εβραίων, την ωμή βία κατά των αντιφρονούντων, τους νόμους περί καταναγκαστικής στείρωσης των κληρονομικά ασθενών, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, θα πολλαπλασιάζονταν τα επόμενα χρόνια όσο ο ναζισμός ασκούσε μια νοσηρή γοητεία σε όχι ευκαταφρόνητα τμήματα της δυτικής κοινής γνώμης. Ο Λόιντ Τζορτζ, ο φιλελεύθερος πρωθυπουργός της Βρετανίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρομοίαζε τον Χίτλερ με τον Τζορτζ Ουάσινγκτον, ο Αγά Χαν τον έχριζε «στυλοβάτη της ειρήνης».
Ο γνωστός αμερικανός συγγραφέας Χένρι Γουίλιαμσον θαύμαζε το 1935 το όραμα του Φίρερ («μια βελτιωμένη εκδοχή εκείνου του Λένιν»), το ίδιο και ο αιδεσιμότατος Φρανκ Μπάκμαν, ιδρυτής μιας ομάδας με το όνομα «Ηθικός Επανεξοπλισμός», της οποίας το σύνθημα («θεϊκός έλεγχος») προπαγάνδιζε τη διάδοση της ειρήνης μέσω «θεϊκά ελεγχόμενων εθνών» που θα κυβερνούνταν από «θεϊκά ελεγχόμενες προσωπικότητες». Επισκέπτης του Βερολίνου την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων του 1936, ο Μπάκμαν υπήρξε μάρτυρας της εξωραϊσμένης όψης της Γερμανίας, η οποία περιελάμβανε ως και την αποδοχή των νέγρων αθλητών της αμερικανικής ολυμπιακής ομάδας.
Παρά τη διαβόητη άρνηση του Χίτλερ να σφίξει το χέρι του τετράκις χρυσού ολυμπιονίκη Τζέσε Οουενς, οι περισσότεροι συναθλητές του δήλωναν ότι σε καμία περίπτωση δεν έπεσαν θύματα ρατσιστικής συμπεριφοράς. Ωστόσο, ο 68χρονος Γουίλιαμ Εντουαρντ Μπέργκχαρντ Ντιμπουά, καθηγητής Ιστορίας, Κοινωνιολογίας και Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Ατλάντας, πρώτος αφροαμερικανός κάτοχος διδακτορικού διπλώματος, παρών επίσης τον ίδιο καιρό στη Γερμανία, έλεγε σε ιδιωτική του συνομιλία ότι «θεωρητικά, οι αντιλήψεις [των Ναζί] έναντι των νέγρων είναι οι ίδιες όπως και έναντι των Εβραίων, και αν υπήρχαν αρκετοί νέγροι στη Γερμανία, θα εκφράζονταν με τον ίδιο τρόπο».
Ο ναζισμός ως θέαμα
Κάποιοι βλέπουν εφήβους να κακοποιούνται εν μέση οδώ από μέλη των Ταγμάτων Εφόδου. Κάποιοι βλέπουν Εβραίους να τρέπονται σε φυγή με όσα υπάρχοντα μπορούν να πάρουν. Κάποιοι επισημαίνουν παρελάσεις, χαιρετισμούς, στολές, ξιφίδια, εμβατήρια, σβάστικες. Κάποιοι παρακολουθούν τις πυρές των βιβλίων. Κάποιοι επισκέπτονται στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ολοι σχεδόν περιγράφουν την ομορφιά της υπαίθρου, την καθαρότητα των πόλεων, την ποιότητα των τραμ. Η ναζιστική Γερμανία, συνειδητοποιεί κανείς διαβάζοντας το βιβλίο της Μπόιντ, είναι ένα θέαμα. Το επιβεβαιώνει ο υπαινιγμός του μεγάλου ταξιδιωτικού πρακτορείου Thomas Cook το 1934, όταν οι εκκαθαρίσεις των Ταγμάτων Εφόδου κατά τη «Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών» στις 30 Ιουνίου προκαλούν ερωτήματα για την ασφάλεια των τουριστών σε μια χώρα όπου ξαφνικά άνθρωποι εκτελούνται με συνοπτικές διαδικασίες. «Η ΓΕΡΜΑΝΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΙΔΗΣΗ» λέει ο τίτλος της καταχώρισης του πρακτορείου στους «Times» της 1ης Αυγούστου: «Ολοι μιλούν για τη Γερμανία σήμερα –κάνουν υποθέσεις, αναρωτιούνται και σε πολλές περιπτώσεις υπερβάλλουν. […] [Πολλοί] θα εκπλήσσονταν ευχάριστα ανακαλύπτοντας ότι η ζωή στο Βερολίνο είναι εξίσου ειρηνική και ευχάριστη όπως στο Λονδίνο». Πράγματι, η πολιτισμική έλξη της χώρας για την υπόλοιπη Ευρώπη, οι φυσικές ομορφιές, η ευνοϊκή οικονομική συγκυρία (χαρακτηριστικό το απόσπασμα όπου φοιτητές στο Παρίσι σκέφτονται ότι ένα ταξίδι στη Γερμανία θα τους στοιχίσει φτηνότερα από όσο αν παραμείνουν στη γαλλική πρωτεύουσα την περίοδο των διακοπών) δικαιολογούν εν μέρει το διαρκές ρεύμα ταξιδιωτών. Στο περιθώριο της σκέψης τους ωστόσο αντιλαμβάνεται κανείς τη συνείδηση της ύπαρξης ενός διαφορετικού καθεστώτος, τη δράση του οποίου δεν αρνούνται να καταγράψουν ούτε να αποτιμήσουν. Οι επισκέπτες του Γ’ Ράιχ δεν κλείνουν τα μάτια.
Το ερώτημα που ανακύπτει φυσιολογικά είναι γιατί σε πολλές από αυτές τις περιπτώσεις λείπει η σαφής αποστροφή, η ξεκάθαρη καταδίκη των πρακτικών του. Ως μη ακαδημαϊκή ιστορικός, η Μπόιντ απεμπλέκεται από θεωρητικές προσεγγίσεις, αφήνει ελεύθερα τα κείμενα να μιλήσουν από μόνα τους, περιορίζεται στην επισήμανση των αντιφάσεων και σε αναλύσεις που δεν θέτουν τον αναγνώστη αντιμέτωπο με τον δυσβάστακτο όγκο των επιστημονικών πορισμάτων. Η εξήγησή της για τα πρώτα χρόνια του ναζισμού υποδεικνύει ως υπεύθυνο έναν συνδυασμό ενοχής για τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, έλλειψης πληροφόρησης, καθεστωτικής προπαγάνδας και αδιαφορίας για τις εσωτερικές συνθήκες ενός ξένου κράτους.
Μετά το ορόσημο των Νόμων της Νυρεμβέργης του 1935 η Μπόιντ διακρίνει μιαν αλλαγή στάσης: πλέον η αυτοψία δεν μεταβάλλει τη γνώμη των επισκεπτών, η επιδοκιμαστική ή καταδικαστική στάση τους έναντι του ναζισμού έχει διαμορφωθεί εκ των προτέρων. Λαμβάνοντας υπόψη ωστόσο τις σποραδικές θετικές γνώμες ακόμα και μετά το παγγερμανικό αντιεβραϊκό πογκρόμ της «Νύχτας των Κρυστάλλων» τον Νοέμβριο του 1938, η οποία απογύμνωσε πλήρως τη φύση του ναζιστικού καθεστώτος, η Τζούλια Μπόιντ καταλήγει ότι «το πιο ανατριχιαστικό συμπέρασμα από αυτές τις ταξιδιωτικές αφηγήσεις είναι πως τόσο πολλοί έντιμοι άνθρωποι επέστρεφαν από τη χιτλερική Γερμανία εγκωμιάζοντάς τη». Θα συμπλήρωνε κανείς όμως ότι η ερμηνεία του Κρίστοφερ Κλαρκ για τη διολίσθηση των ευρωπαίων ηγετών στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι εξίσου ταιριαστή εδώ: οι ταξιδιώτες στο Γ’ Ράιχ περνούσαν από τη Γερμανία του Χίτλερ σαν υπνοβάτες, με ανοιχτά μάτια, αλλά στην πραγματικότητα τυφλοί, συνειδητά ή ασυνείδητα, σε όσα εκτυλίσσονταν μπροστά τους.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ