Συχνά στην καθομιλουμένη λέμε ότι κάποιος έχει «άγνοια κινδύνου», θεωρώντας ότι η τάση μας να αψηφούμε τους κινδύνους λειτουργεί κατά κάποιον τρόπο παρόμοια με τη νοημοσύνη μας. Οπως φαίνεται, για άλλη μια φορά αποδεικνύεται ότι η «λαϊκή σοφία» βρίσκεται πιο μπροστά από τις επιστημονικές έρευνες. Μια νέα μελέτη υποστηρίζει ότι, παράλληλα με τη γενική ευφυΐα τους, οι άνθρωποι διαθέτουν μια «ευφυΐα του κινδύνου». Αυτή, σύμφωνα με τους επιστήμονες, «αποφασίζει» πόσο ριψοκίνδυνο είναι ένα άτομο –κατά πόσον δηλαδή είναι πρόθυμο ή όχι να υιοθετήσει συμπεριφορές που θα θέσουν σε κίνδυνο όχι μόνο τη ζωή αλλά και τα «κεκτημένα» του.
Επικίνδυνες προτιμήσεις
Η ροπή που έχουμε προς το να επιδιδόμαστε σε ριψοκίνδυνες δραστηριότητες ονομάζεται από τους ψυχολόγους «προτίμηση κινδύνου». Οι επιστήμονες θεωρούν ότι αποτελεί ένα βασικό συστατικό της ανθρώπινης συμπεριφοράς, επειδή επηρεάζει τη λήψη αποφάσεων με αποτέλεσμα να έχει συνέπειες –ορισμένες φορές δραματικές –σε πολλές πλευρές της ζωής ενός ατόμου. Παρ’ όλα αυτά διαφωνούν σε ένα βασικό σημείο: το αν αυτή η προτίμηση κινδύνου είναι κατά κάποιον τρόπο «σταθερή» (και άρα μπορεί να αποτιμηθεί σε κάθε άτομο, όπως συμβαίνει με την ευφυΐα) ή αν αλλάζει ανάλογα με τον κίνδυνο που παρουσιάζεται κάθε φορά.
Η ανθρώπινη ευφυΐα αποτελεί αντικείμενο μελετών εδώ και πάρα πολλά χρόνια και πολλές μέθοδοι (και αντίστοιχα τεστ) έχουν αναπτυχθεί για τη μέτρηση του πόσο ευφυές είναι ένα άτομο. Σήμερα πλέον οι ψυχολόγοι έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι υπάρχει μια γενική ευφυΐα (την οποία ονομάζουν g): Ενα άτομο που τα πάει πολύ καλά σε ένα τεστ κατά πάσα πιθανότητα θα τα πάει γενικώς καλά σε όλα. Σε κάποια τεστ όμως θα έχει καλύτερες επιδόσεις από ό,τι σε άλλα, και αυτές οι επί μέρους καλύτερες επιδόσεις αντανακλούν την ειδική ευφυΐα (κάποιος, π.χ., μπορεί να είναι καλύτερος στα μαθηματικά και λιγότερο καλός στα λεκτικά «προβλήματα» που καλείται να λύσει κάνοντας το τεστ).
Ο δείκτης κινδύνου
Προκειμένου να διερευνήσουν αν η προτίμηση κινδύνου λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο όπως η ευφυΐα, ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Βασιλείας στην Ελβετία με επικεφαλής τον Ρενάτο Φρέι έκαναν σε 1.500 ενήλικους εθελοντές μια σειρά τεστ (39 συνολικά) τα οποία χρησιμοποιούνται ευρέως για να αξιολογήσουν κατά πόσον ένα άτομο είναι πρόθυμο να αναλάβει επικίνδυνες συμπεριφορές. Αναλύοντας τα αποτελέσματα, και λαμβάνοντας υπόψη παράγοντες όπως το φύλο και η ηλικία των συμμετεχόντων, διαπίστωσαν ότι το 61% των διαφορετικών «σκορ» που είχαν οι εθελοντές σε κάθε τεστ ανταποκρινόταν σε μία μόνο συνιστώσα –έναν «δείκτη κινδύνου» ανάλογο με τον «δείκτη ευφυΐας» (τον γνωστό IQ). Οι υπόλοιπες διαφοροποιήσεις στα «σκορ» σχετίζονταν όλες με το είδος του κινδύνου που παρουσιαζόταν κάθε φορά –κατά τον ίδιο τρόπο δηλαδή που ένα άτομο μπορεί να εμφανίζει καλύτερες επιδόσεις στα μαθηματικά σε σχέση με τα λεκτικά προβλήματα στην περίπτωση της ευφυΐας.
Στη σχετική δημοσίευσή τους στην επιθεώρηση «Science Advances» οι επιστήμονες ονομάζουν τη γενική προτίμηση κινδύνου «R», ενώ αναφέρουν ότι εντόπισαν επτά διαφορετικές «ειδικές» προτιμήσεις. Θεωρούν ότι η γενική προτίμηση ενδέχεται να διαμορφώνεται από μηχανισμούς όπως η γενετική προδιάθεση ή το επίπεδο κατανόησης του κινδύνου και γενικώς από κοινούς παράγοντες οι οποίοι ισχύουν για κάθε περίσταση που μπορεί να προκύψει. Οσον αφορά το πώς διαμορφώνονται οι «ειδικές προτιμήσεις κινδύνου» –όπως, π.χ., ότι κάποιος μπορεί να κάνει bungee jumping ενώ κάποιος άλλος μπορεί να ακολουθεί διατροφή που είναι επικίνδυνη για την υγεία του –οι επιστήμονες δεν είναι απολύτως βέβαιοι. Υποπτεύονται ωστόσο ότι ενδέχεται να σχετίζονται με την επιθυμία για έντονες εμπειρίες ή με προβλήματα στον έλεγχο των αναστολών.
HeliosPlus