Πριν λίγους μήνες (Απρίλιος- Μάιος 2017) η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη παρακολούθησε με ενδιαφέρον τις γαλλικές προεδρικές εκλογές που έδωσαν τη νίκη στον Εμμανουέλ Μακρόν απέναντι στον εθνικολαϊκισμό. Η εκλογή Μακρόν έδωσε μια νέα διάσταση στη συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης και δημιούργησε νέες προϋποθέσεις για τον γαλλογερμανικό άξονα που είναι πάντα απαραίτητος για την προώθηση της ευρωπαϊκής ενοποιητικής διαδικασίας.
Ήταν λοιπόν αναμενόμενο να ασχοληθεί η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη και με την άλλη πλευρά του γαλλογερμανικού άξονα και ειδικότερα με τις γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου, καθώς η Γερμανία αποτελεί τον βασικό πρωταγωνιστή της ενοποιητικής διαδικασίας.
Σήμερα με τη Γερμανία να είναι ο βασικός πρωταγωνιστής της Ευρωζώνης, είναι προφανής η ανάγκη για ένα πιο λειτουργικό σύστημα για την Ευρωζώνη, η οποία ούτως ή άλλως αποτελεί μέρος του προβλήματος γιατί είναι μια ατελής οικονομική και νομισματική ένωση χωρών –μελών με διαφορετικά χαρακτηριστικά.
Η εμβάθυνση – ολοκλήρωση της Ευρωζώνης που θα συνοδεύεται από τη δημιουργία θέσης υπουργού οικονομικών της Ευρωζώνης, τη μετεξέλιξη του μόνιμου μηχανισμού ΕSM, σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, ανεξάρτητο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (ο Σόιμπλε τη θεωρεί ευάλωτη σε πολιτικές πιέσεις) ίσως και Κοινοβουλίου, θα είναι ο βασικός άξονας των θεσμικών συζητήσεων που αναμένεται να ανοίξουν τους πρώτους μήνες του 2018 μετά το σχηματισμό της νέας γερμανικής κυβέρνησης.
Τις παραπάνω συζητήσεις πιθανότατα θα συμπληρώνει το σχέδιο ανάπτυξης της ευρωπαϊκής κοινής άμυνας προκειμένου η ΕΕ να είναι σε θέση να εξασφαλίζει τη στρατηγική της αυτονομία και να μπορεί να διαχειριστεί κομβικές κρίσεις μόνη της. Την πρόταση αυτή επανέλαβε ο πρόεδρος Μακρόν και στην ομιλία του στη Σορβόννη.
Η νέα συζήτηση για το μέλλον της ΕΕ και της Ευρωζώνης θα είναι το στοίχημα για περισσότερη και καλύτερη Ευρώπη.
Σε αυτό το διάλογο η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να προσέλθει γνωρίζοντας πως η ένταξη της χώρας μας στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη λειτούργησε ως δίχτυ ασφαλείας και αλληλεγγύης. Ειδικότερα τα τελευταία χρόνια το ευρωπαϊκό θεσμικό κεκτημένο ήταν εκείνο που δεν επέτρεψε στην οικονομική κρίση να οδηγήσει την Ελλάδα στην κατάρρευση.
Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να έχει συνειδητοποιήσει πως αυτό που επιχείρησε το καλοκαίρι του 2015 με το δημοψήφισμα ήταν μια ευθεία αμφισβήτηση της ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας. Ήταν η πρώτη φορά που επιχειρήθηκε να ακυρωθεί η στρατηγική επιλογή της χώρας να μετέχει σε όλα τα επίπεδα της ευρωπαϊκής ενοποιητικής διαδικασίας.
Σε αναζήτηση μιας αλληλεγγύης συμφερόντων
Η συζήτηση για το μέλλον της ΕΕ πρέπει να οδηγήσει σε μια νέα αλληλεγγύη συμφερόντων σε ευρωπαϊκό επίπεδο που θα συμπληρώνει και δεν θα ακυρώνει το εθνικό συμφέρον.
Η μεγάλη πρόκληση που αντιμετωπίζει σήμερα η ΕΕ των «27» είναι το αν θα μπορέσει να προσαρμοστεί στις νέες προκλήσεις του 21ου αιώνα και να συνδιαμορφώσει τελικά τη νέα ατζέντα της διεθνούς πολιτικής και των διατλαντικών σχέσεων.
Όπως φάνηκε και από τη μέχρι σήμερα πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης, η Ευρώπη επιβεβαιώνει την αξία της μόνο όταν επιδεικνύει την ικανότητά της να απαντά στις προκλήσεις της Ιστορίας.
Η «δύσκολη» Τουρκία
Μια από τις κομβικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα η ΕΕ είναι η πορεία των ευρωτουρκικών σχέσεων.
Μια «δύσκολη» Τουρκία, λόγω της κατάστασης στο εσωτερικό του στρατού της μετά το πραξικόπημα, με πολλά ανοικτά μέτωπα ( Συρία, Κουρδικό) σε μια περίπλοκη διεθνή συγκυρία, βλέπει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να ζητά από την Επιτροπή την αναστολή των διαπραγματεύσεων Τουρκίας-ΕΕ λόγω των υπερβολικών μέτρων καταστολής που λαμβάνει συνεχώς η Άγκυρα ύστερα από το πραξικόπημα.
Βλέπει κυρίως τη Γερμανία να αντιτίθεται στο άνοιγμα νέων κεφαλαίων, και να αποσύρει τις στρατιωτικές δυνάμεις της από το Ιντσιρλίκ τις οποίες μεταφέρει στην Ιορδανία.
Εδώ υπάρχει ο κίνδυνος να προσανατολιστούν οι διαπραγματεύσεις με την Τουρκία σε μια διευρυμένη τελωνειακή ένωση με την ΕΕ. Ένα τέτοιο σενάριο έχει πολλά θετικά για την Τουρκία και τις μεγάλες οικονομίες της ΕΕ και κανένα για εμάς. Προσοχή λοιπόν!
Όπως το έχει υπογραμμίσει εύστοχα σε πρόσφατο βιβλίο του ο Ευάγγελος Βενιζέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως μια από τις σταθερές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής είναι η αποφυγή των εντάσεων με την Τουρκία παρότι η μεταπολίτευση έχει γεννηθεί μέσα από τη μήτρα της μείζονος έντασης με την Τουρκία , της απόλυτης στρατιωτικής κρίσης του 1974 και της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο .
Με την Τουρκία έχουμε κοινή παρουσία και μοιραζόμαστε κοινά συμφέροντα σε περιοχές όπως η Μέση Ανατολή, τα Βαλκάνια και η περιοχή της Μαύρης Θάλασσας και του Καυκάσου.
Το δυναμικό της ευρύτερης περιοχής είναι τεράστιο. Όμως, ακόμα μεγαλύτερη είναι η δυναμική που μαζί μπορούμε να δημιουργήσουμε, εάν καταφέρουμε να βάλουμε τις σχέσεις μας σε μια νέα και δημιουργική βάση, συνεργασίας και αλληλοσεβασμού.
Προς αυτή την κατεύθυνση, έχουμε ανάγκη από ένα εξωστρεφή πατριωτισμό που δεν φοβάται την ενίσχυση της ευρωπαϊκής ενοποίησης, η οποία ενισχύει το εθνικό συμφέρον σε αντίθεση με τον εσωστρεφή, τοξικό και φοβικό πατριωτισμό που θέλει την Ελλάδα περιθωριοποιημένη από το ευρωπαϊκό σχέδιο.
Ο κ. Σωτήρης Ντάλης είναι επ. καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Ευρωπαϊκής Ενοποίησης στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου