Τρεις πληγές βαθαίνουν το ρήγμα Αγκυρας – Ουάσιγκτον

Η απόφαση της Ουάσιγκτον να προχωρήσει στο «πάγωμα» της έκδοσης θεωρήσεων μη μεταναστών από την Τουρκία και τα... αντίποινα της Αγκυρας με μια σχεδόν παρόμοια απόφαση για αμερικανούς πολίτες συνιστούν μόνο το τελευταίο επεισόδιο στο «χαμηλό βαρομετρικό» των αμερικανοτουρκικών σχέσεων που κρατά από την περίοδο της κυβέρνησης Ομπάμα.

Η απόφαση της Ουάσιγκτον να προχωρήσει στο «πάγωμα» της έκδοσης θεωρήσεων μη μεταναστών από την Τουρκία και τα… αντίποινα της Αγκυρας με μια σχεδόν παρόμοια απόφαση για αμερικανούς πολίτες συνιστούν μόνο το τελευταίο επεισόδιο στο «χαμηλό βαρομετρικό» των αμερικανοτουρκικών σχέσεων που κρατά από την περίοδο της κυβέρνησης Ομπάμα. Οπως διεφάνη τα τελευταία 24ωρα, οι δύο πλευρές θα επιδιώξουν την εκτόνωση της κρίσης έπειτα από την τηλεφωνική επικοινωνία του αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Ρεξ Τίλερσον με τον τούρκο ομόλογό του Μεβλούτ Τσαβούσογλου. Για τον λόγο αυτόν αναμένεται την προσεχή εβδομάδα στην Τουρκία ο Τζόναθαν Κόεν, βοηθός υπουργός Εξωτερικών για θέματα Ευρώπης και Ευρασίας. Τούτο όμως δεν θα είναι παρά μια πρόσκαιρη ηρεμία που θα μοιάζει με το κρύψιμο του προβλήματος κάτω από το χαλί.
Η στάση απέναντι στους Κούρδους
Οι διαφωνίες Ουάσιγκτον – Αγκυρας σε μια σειρά ζητημάτων, με κορυφαίο τη στάση των Αμερικανών απέναντι στους Κούρδους της Συρίας, μοιάζουν θεμελιώδεις. Εκείνο το στοιχείο που περιπλέκει την κατάσταση έτι περαιτέρω είναι ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να αγνοήσουν τη σημασία του τουρκικού «γεωπολιτικού οικοπέδου». Είναι υποχρεωμένες να κινούνται σε μια λεπτή γραμμή που από τη μία πλευρά θα διασφαλίζει τα συμφέροντά τους και από την άλλη θα λαμβάνει υπόψη τις τουρκικές ευαισθησίες. Δεν υπάρχει αμφιβολία, όπως παραδέχονται χωρίς περιστροφές αμερικανοί αξιωματούχοι σε ιδιωτικές συνομιλίες τους, ότι η σημερινή Τουρκία δεν μπορεί να θεωρηθεί ο πλέον αξιόπιστος σύμμαχος για την Ουάσιγκτον. «Ενα κράτος που δεν σέβεται ατομικές ελευθερίες και ανθρώπινα δικαιώματα, που «φλερτάρει» επικίνδυνα με τη Μόσχα, που αλλάζει εύκολα κατεύθυνση και χρησιμοποιεί τόσο εμπρηστική ρητορική δεν μας επιτρέπει ασφαλείς προβλέψεις και σχεδιασμούς για την πορεία του και για τις σχέσεις μας μαζί του» σημειώνει χαρακτηριστικά αμερικανική πηγή που θέλει να διατηρήσει την ανωνυμία της.
Η σύλληψη Τοπούζ
Το τελευταίο επεισόδιο της κρίσης στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις προέκυψε μετά τη σύλληψη του Μετίν Τοπούζ, τούρκου υπηκόου που εργαζόταν στο αμερικανικό προξενείο στην Κωνσταντινούπολη. Η σύλληψή του έλαβε χώρα στις 25 Σεπτεμβρίου. Στις 4 Οκτωβρίου ανακοινώθηκε ότι κατηγορείται επίσημα για κατασκοπεία και προσπάθεια ανατροπής της συνταγματικής τάξης και της τουρκικής κυβέρνησης λόγω των επαφών που είχε με άτομα που είχαν σχέση με το δίκτυο του ευρισκόμενου στην Πενσιλβάνια ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν, του ανθρώπου που ο τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θεωρεί τον «ιθύνοντα νου» πίσω από την απόπειρα πραξικοπήματος. Ηδη από την επομένη η πρεσβεία των Ηνωμένων Πολιτειών εξέφρασε τη «βαθιά ενόχλησή της», αλλά το γεγονός ότι τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης ουσιαστικά «εξέδωσαν» την ετυμηγορία του ενόχου για τον Τοπούζ χειροτέρευσε την κατάσταση. Λίγες ημέρες αργότερα οι τουρκικές Αρχές άρχισαν αναζητούν και δεύτερο υπάλληλο του προξενείου, εκδίδοντας ένταλμα σύλληψης. Αντ’ αυτού, κρατούνται προς το παρόν η σύζυγος και το παιδί του. Υστερα από αυτή την κίνηση το ποτήρι ξεχείλισε και ο αμερικανός πρεσβευτής Τζον Μπας ανακοίνωσε το «πάγωμα» των θεωρήσεων.
Περιπλοκές
Ο Τοπούζ δεν είναι φυσικά η πρώτη περίπτωση ατόμου που είτε εργάζεται για τις αμερικανικές Αρχές είτε είναι αμερικανός υπήκοος και συλλαμβάνεται μετά την απόπειρα πραξικοπήματος. Τον περασμένο Μάρτιο συνελήφθη ο επί 36 χρόνια εργαζόμενος στο αμερικανικό προξενείο στα Αδανα Χαμζά Ουλουτζάι με την κατηγορία του «μέλους τρομοκρατικής οργάνωσης». Υπάρχει επίσης ο Αντριου Μπράνσον, ο οποίος ήταν πάστορας σε μια μικρή προτεσταντική εκκλησία στη Σμύρνη και συνελήφθη τον περασμένο Οκτώβριο θεωρούμενος «απειλή για την εθνική ασφάλεια». Εχει επίσης συλληφθεί ο Σερκάν Γκιόλγκε, τουρκοαμερικανός επιστήμονας που εργάζεται στη NASA, καθώς και άλλοι που δεν έχουν κατονομαστεί. Από ορισμένες πλευρές έχει εκφραστεί η άποψη ότι αυτοί οι άνθρωποι αποτελούν «ομήρους» στα χέρια του κ. Ερντογάν, με τον τούρκο πρόεδρο να προσπαθεί να εκβιάσει τις Ηνωμένες Πολιτείες να ικανοποιήσουν κάποιες από τις απαιτήσεις του.
Το ιστορικό των αμερικανοτουρκικών σχέσεων εδώ και πολλές δεκαετίες είναι γεμάτο από περιπλοκές. Την τελευταία πενταετία οι διμερείς σχέσεις περνούν μια ιδιαίτερα δύσκολη φάση τόσο λόγω της εμφάνισης του Ισλαμικού Κράτους στη Συρία και στο Ιράκ και της διάχυσης της τρομοκρατίας εντός Τουρκίας, όσο επίσης εξαιτίας της ενδυνάμωσης του κουρδικού παράγοντα στις δύο προαναφερθείσες χώρες, αλλά και της όξυνσης της εσωτερικής πολιτικής κατάστασης στην Τουρκία μετά την απόπειρα πραξικοπήματος και την προσπάθεια του κ. Ερντογάν να ελέγξει την εξουσία με απόλυτο τρόπο μετατρεπόμενος σε πρόεδρο με ευρείες εξουσίες. Παράλληλα, ο αντιαμερικανισμός στην Τουρκία έχει σπάσει κάθε ρεκόρ. Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα του Pew Research Center που δημοσιεύθηκε μόλις τον Αύγουστο, το 72% των Τούρκων θεωρεί τις Ηνωμένες Πολιτείες απειλή για την ασφάλεια της χώρας τους.
Τρία ζητήματα
Μπορεί, επομένως, κατά την πρόσφατη συνάντηση με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στη Νέα Υόρκη ο Ντόναλντ Τραμπ να… απεφάνθη ότι «βρισκόμαστε τόσο κοντά όσο δεν ήμασταν ποτέ», αλλά αυτό μάλλον αποτελεί ευσεβή πόθο. Αν ήθελε κάποιος να κατηγοριοποιήσει τα προβλήματα μεταξύ Ουάσιγκτον και Αγκυρας, θα έπρεπε να διακρίνει τρία ζητήματα. Το πρώτο και πλέον δυσεπίλυτο είναι το Κουρδικό, που έχει αποκτήσει άλλη διάσταση μετά το δημοψήφισμα στο ιρακινό Κουρδιστάν στις 25 Σεπτεμβρίου. Το δεύτερο θέμα είναι το αίτημα του κ. Ερντογάν για την έκδοση του Φετουλάχ Γκιουλέν αλλά και του τουρκοϊρανού εμπόρου χρυσού Ρεζά Ζαράμπ, ο οποίος συνελήφθη πρόσφατα στις ΗΠΑ καθώς θεωρείται ότι συμμετείχε μαζί με ένα πρώην στέλεχος των κυβερνήσεων Ερντογάν, τον άλλοτε υπουργό Οικονομίας Ζαφέρ Τσαγλαγιάν, στην παράκαμψη των κυρώσεων εναντίον της Τεχεράνης. Το τρίτο ζήτημα είναι η γενικότερη εξωτερική πολιτική που ακολουθεί η Αγκυρα και η οποία μοιάζει να την απομακρύνει ολοένα και περισσότερο από τη Δύση, με κορυφαία έκφραση την προσέγγιση με τη Μόσχα και την επιθυμία προμήθειας του αντιπυραυλικού συστήματος S-400. Οπως ορισμένοι αναλυτές σημειώνουν, εσχάτως κυριαρχεί σε διπλωματικούς και στρατιωτικούς κύκλους στην Αγκυρα μια «ευρασιατική λογική» που υποστηρίζει μια στενότερη σχέση με τη Μόσχα ή την Τεχεράνη και απομάκρυνση από την ταύτιση με τη Δύση και το ΝΑΤΟ.
Η προμήθεια οπλισμού
Η απόφαση των Αμερικανών να στηρίξουν, ακόμα και με την προμήθεια βαρέος οπλισμού, τους σύρους Κούρδους του PYD/YPG ως βασικού κορμού των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF) εναντίον των τζιχαντιστών είναι η βασική αιτία προβληματισμού για τον πρόεδρο Ερντογάν. Ηλπιζε ότι με την ανάληψη της προεδρίας από τον Ντόναλντ Τραμπ η ιδέα αυτή θα εγκαταλειπόταν, αλλά αυτό δεν συνέβη παρά τη σχετική πρόθεση του Μάικλ Φλιν, του ανθρώπου που διετέλεσε για πολύ λίγο σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας και είχε υπάρξει έμμισθος σύμβουλος της Αγκυρας. Ο φόβος του Ερντογάν δεν είναι άλλος από το ενδεχόμενο οι Κούρδοι να δημιουργήσουν έναν ενιαίο διάδρομο εδαφών με έξοδο στη Μεσόγειο. Για τον σκοπό αυτόν, ο τούρκος ηγέτης έχει προχωρήσει σε μιαν (ανίερη;) συμμαχία με τη Μόσχα με σκοπό να διευκολυνθεί στην πραγματοποίηση επιχειρήσεων στο συριακό έδαφος που θα τον διευκολύνουν, υπό το πρόσχημα του αγώνα κατά των εξτρεμιστών, να μην επιτρέψει την ευόδωση των κουρδικών φιλοδοξιών. Ούτε σε σχέση με τη Μόσχα όμως μπορεί ο κ. Ερντογάν να αισθάνεται σίγουρος. Ο Βλαντίμιρ Πούτιν είναι επιδέξιος γεωπολιτικός παίκτης και ουδέποτε θα δεσμευθεί έναντι του Ερντογάν ότι θα τον στηρίξει αν οι Κούρδοι κινηθούν δυναμικότερα.
Η πραγματικότητα βέβαια είναι ότι σε όλη, σχεδόν, τη διάρκεια του συριακού εμφυλίου οι Ηνωμένες Πολιτείες προσέφεραν πολλές ευκαιρίες στην Τουρκία να συμπράξει είτε στην ανατροπή του Μπασάρ αλ Ασαντ είτε στον αγώνα εναντίον του Ισλαμικού Κράτους. Κάθε φορά όμως, οι τουρκικές απαιτήσεις υπήρξαν μάλλον υπερβολικές, με κορυφαία εκείνη που του προσέφερε ο Τζο Μπάιντεν στα τέλη του 2014. Τότε ο κ. Ερντογάν έθεσε ως πρόσθετο όρο την επιβολή ζώνης απαγόρευσης πτήσεων προκειμένου να δεχθεί το άνοιγμα της βάσης του Ιντσιρλίκ για επιχειρήσεις εναντίον του ISIS –κάτι που αργότερα έπραξε όταν ο ISIS άρχισε να χτυπά σε τουρκικό έδαφος. Οι Αμερικανοί, όπως προκύπτει από σειρά απόρρητων τηλεγραφημάτων που έχει «Το Βήμα» στη διάθεσή του, είχαν ήδη από καιρό εκνευριστεί από τη μόνιμη προσπάθεια των Τούρκων να αναλάβουν τις ευθύνες τους στο Συριακό. Επομένως, δεν είχαν καμία πρόθεση να τους διευκολύνουν επ’ αόριστον.
Δύο ερωτήματα ζητούν απαντήσεις
Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του αμερικανικού Κογκρέσου, με ημερομηνία 19 Σεπτεμβρίου, οι περίπλοκες αμερικανοτουρκικές σχέσεις δεν μπορούν να αποκρύψουν τη σημαίνουσα στρατηγική θέση της Αγκυρας στους επιχειρησιακούς σχεδιασμούς των ΗΠΑ στην περιοχή. Οπως επισημαίνεται, δύο είναι τα βασικά ερωτήματα που ζητούν απάντηση: πρώτον, πόσο εξαρτώνται οι ΗΠΑ από τη χρήση του τουρκικού εδάφους και του εναερίου χώρου για τις επιχειρήσεις τους εναντίον του ISIS (με τη βάση του Ιντσιρλίκ να συνιστά σημείο-«κλειδί») και, δεύτερον, πόση ανάγκη έχει η Αγκυρα από την αμερικανική και νατοϊκή στήριξη; Το συμπέρασμα είναι ότι υπάρχει μια αλληλεξάρτηση βαθιά.
Οι Αμερικανοί δύσκολα μπορούν να «θυσιάσουν» το Ιντσιρλίκ παρά τα τουρκικά «καπρίτσια», διότι η στρατηγική του θέση είναι πολύ υψηλή. Την ίδια στιγμή η Αγκυρα έχει σαφείς διαφορές με τη Δύση σε θέματα όπως το Συριακό ή το Κουρδικό, αλλά δεν διαθέτει αξιόπιστη εναλλακτική στις οικονομικές σχέσεις και στις σχέσεις ασφαλείας που σήμερα διαθέτει με τη Δύση. Αυτές θα εξακολουθήσουν να συνιστούν θεμέλιο λίθο, παρά το «σύνδρομο των Σεβρών» και τον φόβο της Αγκυρας για την επιβολή εξωτερικών δυνάμεων επί της κυριαρχίας της.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.