Ιδιαίτερα υψηλές είναι οι προσδοκίες που φαίνεται να καλλιεργούν τόσο η ελληνική όσο και η αμερικανική πλευρά για την επίσκεψη του Αλέξη Τσίπρα στις Ηνωμένες Πολιτείες, η οποία ξεκίνησε χθες από το Σικάγο και θα συνεχιστεί από αύριο στην Ουάσιγκτον. Η συνάντηση του έλληνα Πρωθυπουργού με τον αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο στις 17 Οκτωβρίου, αλλά και αυτή με τον αντιπρόεδρο Μάικ Πενς την επομένη, 18 Οκτωβρίου, δεν μπορούν παρά να ενταχθούν σε ένα πλαίσιο αναβάθμισης των διμερών σχέσεων. Η Ουάσιγκτον βλέπει την Ελλάδα ως παράγοντα σταθερότητας στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Νοτιοανατολικής Μεσογείου και εμφανίζεται διατεθειμένη να στηρίξει την Αθήνα τόσο μέσω της εμβάθυνσης της αμυντικής/στρατιωτικής συνεργασίας όσο και μέσω της οικονομικής/επενδυτικής συνεργασίας.
Ωστόσο, ενημερωμένοι παρατηρητές σημείωναν τα τελευταία 24ωρα ότι θα ήταν λάθος να θεωρηθεί η επίσκεψη Τσίπρα στην αμερικανική πρωτεύουσα υπό το πρίσμα των πρόσφατων εντάσεων στις σχέσεις Ηνωμένων Πολιτειών και Τουρκίας. Αλλωστε, το πρόγραμμα του κ. Τσίπρα είναι αρκετά πλούσιο και οι ίδιες πηγές ανέφεραν ότι η παρουσία του στο Σικάγο είναι κρίσιμη για την αναζήτηση και την προσέλκυση επενδύσεων. Το ενδιαφέρον αμερικανικών επιχειρήσεων για να επενδύσουν σε ελληνικές αξίες έχει αυξηθεί, αν και εξακολουθούν να υπάρχουν ανησυχίες για το ασταθές θεσμικό και φορολογικό πλαίσιο. Ο έλληνας Πρωθυπουργός θα συναντηθεί με επενδυτές, θα δει στελέχη του Κογκρέσου και θα εκφωνήσει επίσης δύο ομιλίες, την πρώτη στο Chicago Council on Global Affairs και τη δεύτερη στο Brookings Institution (όπου ο κ. Τσίπρας είχε μιλήσει και ως επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης).
Οπως αναλυτικά εξήγησε «Το Βήμα» την περασμένη Κυριακή, η ελληνοαμερικανική αμυντική συνεργασία με επίκεντρο τη βάση της Σούδας θα διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στις συνομιλίες Τσίπρα – Τραμπ. Οι Αμερικανοί είναι απόλυτα ευχαριστημένοι από την ανταπόκριση της ελληνικής πλευράς στα αιτήματά τους και στην παρούσα φάση δεν ευσταθούν όσα έχουν γραφτεί για νέες πιέσεις περί πενταετούς ανανέωσης της χρήσης της βάσης. Ωστόσο, υπάρχουν δύο ζητήματα στα οποία οι έμπειροι παρατηρητές των διμερών σχέσεων εστιάζουν την προσοχή τους. Πρώτον, η Σούδα δεν μπορεί, από γεωγραφικής άποψης, και ούτε προγραμματίζεται, από επιχειρησιακής άποψης, να αντικαταστήσει τη βάση του Ιντσιρλίκ. Δεύτερον, στο πλαίσιο της εμβάθυνσης της συνεργασίας εξακολουθεί, όπως φαίνεται, να βρίσκεται στο μυαλό των Αμερικανών το ενδεχόμενο μελλοντικής στάθμευσης σε ελληνικό έδαφος μη επανδρωμένων αεροσκαφών (drones).
Στο μέτωπο της οικονομικής συνεργασίας, οι προοπτικές υπάρχουν, αλλά πρέπει να φανεί αν μπορούν να λάβουν «σάρκα και οστά». Η ενέργεια, ο τουρισμός, οι νέες τεχνολογίες, οι νεοφυείς επιχειρήσεις και ο αγροτοβιομηχανικός τομέας μπορούν να αποτελέσουν μια καλή βάση. Αν και δεν ομολογείται ευθέως, η Ουάσιγκτον ανησυχεί και προβληματίζεται για τη συνεχώς διευρυνόμενη επιρροή της Κίνας στην Ελλάδα. Σε αυτό το πλαίσιο, η εξαγορά της Εθνικής Ασφαλιστικής από τον αμερικανικό όμιλο EXIN, συμφερόντων του ομίλου του Ελληνοαμερικανού Τζον Κάλαμος (θα οργανώσει μεγάλο δείπνο προς τιμήν του κ. Τσίπρα στο Σικάγο) κρίνεται από την Ουάσιγκτον ιδιαίτερα σημαντική.
Στην ενεργειακή σκακιέρα οι Αμερικανοί αναδεικνύουν συνεχώς τον ρόλο της Βόρειας Ελλάδος, όπου η κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου ΤΑΡ, ο σχεδιασμός του ελληνοβουλγαρικού αγωγού IGB και η σχεδιαζόμενη μονάδα επαναεριοποίησης (FSRU) στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης (πριν από λίγες ημέρες υπεγράφη και η συνεργασία της εταιρείας Gastrade που ασχολείται με αυτό το project με τη ΔΕΠΑ) δημιουργούν κρίσιμο πλέγμα συνεργασίας. Υπάρχει επίσης η δυνατότητα να προωθηθούν συνέργιες σε διεθνές επίπεδο, όπως η πρόσφατη συνεργασία του Ομίλου Μυτιληναίου με την General Electric για την ανακατασκευή του ηλεκτρικού δικτύου στη Λιβύη.
Στο καθαρό επίπεδο της εξωτερικής πολιτικής, το πλαίσιο εντός του οποίου θα κινηθούν οι δύο πλευρές θα συζητηθεί στη συνάντηση του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά με τον σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας Χέρμπερτ Ρέιμοντ Μακ Μάστερ. Σε δύο θέματα μείζονος σημασίας, στις σχέσεις με την Τουρκία και στο ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων, η Αθήνα ίσως δεν πρέπει να ανησυχεί άμεσα. Στο πρώτο, οι δύο πλευρές εξακολουθούν να τάσσονται υπέρ της συνέχισης των ευρωτουρκικών συνομιλιών. Στο δεύτερο, οι Αμερικανοί δεν εμφανίζονται σε αυτή τη φάση διατεθειμένοι να πιέσουν την Ελλάδα για λύση, αλλά θα περιμένουν να δουν πώς θα προχωρήσουν οι διμερείς επαφές μετά την ολοκλήρωση των τοπικών εκλογών που σήμερα διεξάγονται στην πΓΔΜ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ