Τα κόμματα αλλάζουν μέσα στον χρόνο, ενίοτε με απότομες στροφές. Συχνά όμως αυτές οι αλλαγές δεν έχουν βάθος, ούτε φτιάχνουν εύκολα μια νέα ταυτότητα, όπως πιστεύουν μερικοί. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έγινε φιλελεύθερος επειδή αξιοποιεί την ατζέντα των δικαιωμάτων για να φέρει σε δύσκολη θέση τον αντίπαλό του. Και η Νέα Δημοκρατία δεν έγινε έξαφνα ακροδεξιά επειδή καταψήφισε το νομοσχέδιο για την ταυτότητα φύλου.
Πίσω από τις μάχες για το ένα ή άλλο νομοσχέδιο υπάρχει η κινούμενη άμμος των κοινωνικών στάσεων και το άγχος για τις αντιδράσεις του ακροατηρίου. Αλλωστε ο «λαός» δεν είναι μια ενιαία υπόσταση που χωρίζεται απλώς σε εκλογικά κοινά-στόχους, σε συντηρητικές ή προοδευτικές επικράτειες. Οι αναχρονιστικές και νοσταλγικές καθηλώσεις, η αναδίπλωση στα οικεία και παραδεδομένα συνυπάρχουν με το άνοιγμα στο καινούργιο και τον πειραματισμό. Οι συνειδήσεις όμως έχουν αργούς χρόνους. Και αν οι γνώμες φαίνονται ευπροσάρμοστες, οι βαθύτερες νοοτροπίες ξέρουν να αντιστέκονται. Εκεί που κάποιος παρουσιάζεται ως ανοιχτός, εκεί κλείνεται σαν στρείδι, παύει να θέλει να ακούσει άλλα επιχειρήματα και αρκείται σε όσα «του έχει μάθει η ζωή».
Στην Αριστερά, επειδή κατά παράδοση δεν δίνουν σημασία στο άτομο όσο στις κοινωνικές δομές, παραγνωρίζουν το υλικό των ανθρώπινων αντιφάσεων. Κάθε ανάμεικτη και διφορούμενη λαϊκότητα γίνεται ενοχλητική, αφού δεν μπορεί να την εντάξει κανείς με ευκολία στο «στρατόπεδο» της αντίδρασης ή της χειραφέτησης.
Στους χώρους της Δεξιάς έχουν συνήθως μεγαλύτερη ευελιξία σε αυτά τα θέματα, γιατί η Δεξιά ανέκαθεν ήταν πολύ πιο εμπειρική από όσο θεωρητική: τα κεντροδεξιά κόμματα θέλουν κυρίως να βρίσκουν τους ψηφοφόρους στην κάλπη και δεν φιλοδοξούν να κερδίσουν τις ψυχές των ανθρώπων. Παρά το ότι είναι πιο κοντά στις ευαισθησίες της Εκκλησίας, στα δεξιά βρίσκει κανείς μικρότερα αποθέματα σωτηριολογίας στις αποσκευές τους.
Αν ισχύουν τα παραπάνω, τότε μόνο μια νέα προοδευτική παράταξη απαλλαγμένη από τον «πολεμικό» δικαιωματισμό της Αριστεράς και τον φοβικό εμπειρισμό της Δεξιάς θα μπορούσε να καταλάβει καλύτερα αυτή τη λαϊκότητα των αντιφάσεων. Για να μεταρρυθμίσει πλευρές της πραγματικότητας χωρίς την αλαζονεία του επαγγελματία διαφωτιστή και απελευθερωτή. Να διακρίνει, για παράδειγμα, τις προτεραιότητες της προοδευτικής πολιτικής από τον υπεροπτικό και θορυβώδη προοδευτισμό που πιστεύει πως κατασκευάζει τον «χειραφετημένο Ελληνα». Προσπαθώντας ακόμα να πείσει τους συντηρητικούς ότι δεν συντηρούν τίποτε μέσα από την άρνηση, τη νοσταλγία για τους χαμένους ιεραρχικούς κόσμους ή την αγνόηση της σύγχρονης πραγματικότητας. Φέροντας, τέλος, κοντά τη λαϊκή αγωνία για κοινωνική συνοχή με τις επιθυμίες για αυτοπροσδιορισμό και ατομική αξιοπρέπεια όσων δεν ανήκουν στην πλειονότητα.
Σε όλη όμως τη συζήτηση για την ταυτότητα φύλου βγήκαν κατά κάποιον τρόπο όλα τα σύνδρομα στο φως. Ο φόβος της «αλλοίωσης» των ηθών και, από την άλλη, η εμφανής προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να ιδιοποιηθεί το πεδίο των μειονοτικών δικαιωμάτων –επειδή στο κλασικό κεφάλαιο των κοινωνικών κατακτήσεων τα πράγματα δεν πήγαν καθόλου καλά.
Οι αμφιθυμίες και οι δεύτερες σκέψεις επηρέασαν όμως και τον χώρο του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς, ειδικά της ΔΗΣΥ. Δεν πιστεύω όμως ότι οι αμφιβολίες έχουν σχέση μόνο με το δίλημμα ανάμεσα σε μια γραμμή ολικής αντιπολίτευσης και σε μια πολιτική αρχών και αξιών. Ούτε καν με τον περιβόητο φόβο για το πολιτικό κόστος. Υπάρχει ένα πολύ πιο ουσιαστικό ερώτημα που θα το ξανασυναντήσουμε και με άλλα, παρόμοιας λογικής, νομοσχέδια: το Κέντρο και η Κεντροαριστερά θα συνομιλούν άραγε με τις φιλελεύθερες ευαισθησίες ενός μεσοαστικού πυρήνα ή η επαναφορά τους θα πρέπει να χτιστεί πάνω σε μια πιο παραδοσιακή λαϊκότητα; Μπορεί κανείς να ενσωματώσει διάφορα μετα-υλιστικά αιτήματα δίχως να αποξενωθεί από τις μέριμνες για το εισόδημα, τις ανισότητες και την παραγωγή πλούτου; Και είναι τελικά δυνατό να συγκατοικήσουν σε ένα κοινό σπίτι χωρίς θολά τζάμια όλες αυτές οι αποσπασματικές Ελλάδες που συχνά δυσφορεί η μία για την ύπαρξη της άλλης;
Προφανώς κάθε επιλογή θα δυσαρεστεί ένα κοινό, ενδεχομένως και περισσότερα. Η μεγαλύτερη δυσκολία βρίσκεται όμως σε κάτι άλλο, στο ότι η πρακτική πολιτική αισθάνεται πάντα αμήχανα με την ποικιλία και τις συγκρούσεις μεταξύ των διαφορετικών ευαισθησιών. Είναι πιο εύκολο πια να ρίξει κανείς γέφυρες ανάμεσα σε υλικά συμφέροντα ή ακόμα και σε αντίπαλα συντεχνιακά πλέγματα παρά να μεσολαβήσει αποτελεσματικά ανάμεσα σε αξίες που συνδέονται με πολύ διαφορετικούς τρόπους ζωής. Με άλλα λόγια, τα πάθη είναι πιο επίμονα από τα συμφέροντα που έχουν την τάση να χτίζουν συμμαχίες και να σμιλεύονται σε μια διαρκή διαπραγμάτευση.
Για αυτόν τον λόγο πρέπει να επιλέγει κανείς μια πρώτη απάντηση στα διλήμματα. Ψηφίζοντας ένα νομοσχέδιο, αν αυτό δείχνει μια κατεύθυνση, λύνει κάποια ζητήματα. Δεν χρειάζονται όμως αυταπάτες ότι ο νόμος θα λύσει τα προβλήματα αναγνώρισης και αυτοσεβασμού ή ότι θα διαλύσει τους φόβους που κονιορτοποιούν, εκ των ένδον, την κοινωνία.
Για να παίξω λίγο με την παρήχηση, ένας νόμος είναι απλώς ένα νεύμα. Δεν ολοκληρώνει ποτέ μια αλλαγή ούτε επιλύει αντιφάσεις και αντινομίες της πολιτικής. Δείχνει όμως πως κάτι αλλάζει ή πως «κάτι πρέπει να γίνει ακόμα» για τη ζωή κάποιων συμπολιτών μας.
Οσο για τα άλλα, τη συζήτηση για τα δικαιώματα, τους τεχνητούς φιλελευθερισμούς και τα κυβερνητικά τεχνάσματα, είναι βέβαιο πως δεν θα φύγουν από την αρένα της πολιτικής αντιπαράθεσης.
Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ