Σε μια χώρα απρόοπτα καταστροφικά συμβάντα αποκαλύπτουν τον βαθμό της σοβαρότητας της κρατικής μηχανής της και φυσικά την ικανότητα των ηγητόρων της. Η πρόσφατη ολέθρια ρύπανση του Σαρωνικού και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκε από τους αρμοδίους ανέδειξαν μεγάλες κρατικές αδυναμίες. Οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι δεν χρειάζεται να είναι μόνο ηθικά άτομα και να μη βάζουν… το δάχτυλο στο μέλι. (Αλλωστε τα γνωρίσματα αυτά αποτελούν προϋπόθεση για όποιον ασχολείται με τα κοινά, ασχέτως αν στις μέρες μας έχουν αναχθεί σε προσόντα.)
Ενας υπουργός οφείλει να είναι ταυτόχρονα και γνώστης του χώρου την ευθύνη του οποίου αναλαμβάνει.
Καθώς εφέτος συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τη μεγάλη πυρκαγιά που έπληξε τη Θεσσαλονίκη στις 18 Αυγούστου (5 με το παλιό ημερολόγιο) του 1917 και σημάδεψε ανεξίτηλα τη μετέπειτα πορεία της –δικαίως ο δήμος και άλλοι φορείς της πόλης τη θυμήθηκαν -, θα σταθώ στο πώς αντιμετωπίστηκε η φοβερή εκείνη συμφορά από τους τότε αρμοδίους, κάτω από συνθήκες μάλιστα απείρως δυσκολότερες σε σχέση με τις σημερινές. Η Ελλάδα βρισκόταν από το 1912 σε εμπόλεμη κατάσταση, ενώ η κρατική της ενότητα, μετά τον αδελφοκτόνο εθνικό διχασμό, μόλις είχε αποκατασταθεί, δύο μήνες πριν ξεσπάσει η πυρκαγιά. Επιπλέον στην ίδια τη Θεσσαλονίκη και στη γύρω περιοχή, εκτός από τους μόνιμους κατοίκους της, που πλησίαζαν τις 200.000, συνωστίζονταν την εποχή εκείνη χιλιάδες πρόσφυγες, κυρίως από μέρη που κατείχαν Βούλγαροι αλλά και Οθωμανοί, και γύρω στους 300.000 στρατιώτες, εξαιτίας του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο οποίος βρισκόταν σε εξέλιξη!
Η φωτιά ξεκίνησε στα ΒΔ της πόλης «περί την 3ην ώραν μ.μ. εντός μικράς οικίας… ήτις κατωκείτο υπό προσφύγων» και «μέχρι της 11ης ώρας μ.μ. της 6/19 Αυγούστου, ότε απεσβέσθη» είχε κατακάψει 9.500 οικοδομές και είχε αφήσει περί τα 73.000 άτομα άστεγα, κυρίως από το εβραϊκό στοιχείο (περίπου 50.000). Η αξία των ζημιών, χωρίς να υπολογισθεί αυτή των ανεκτίμητης αξίας μνημείων που κάηκαν (π.χ. ο ναός του πολιούχου Αγίου Δημητρίου ή η Αρχιραββινεία με τα πολύτιμα αρχεία της), ανήλθε σε εκατομμύρια χρυσές αγγλικές λίρες, μεγάλο μέρος των οποίων ήταν ευτυχώς ασφαλισμένο. Ευτύχημα ήταν επίσης το ότι το τότε διεθνές κεφάλαιο και οι χρηματιστές δεν είχαν τις διασυνδέσεις με την πολιτική που έχουν σήμερα. Ετσι οι προσπάθειες των ασφαλιστών να αποφύγουν την καταβολή των αποζημιώσεων αποδίδοντας το ξέσπασμα της πυρκαγιάς σε πολεμικά αίτια έπεσαν στο κενό. Σε αυτό συνέβαλε και η ελληνική Δικαιοσύνη, η οποία, αθωώνοντας σε χρόνο ρεκόρ (Νοέμβριο του 1917) τις δύο γυναίκες που είχαν κατηγορηθεί για εμπρησμό, ισχυροποίησε την άποψη ότι η πυρκαγιά προκλήθηκε από τυχαίο γεγονός, χωρίς ίχνος δόλου.
Η αντίδραση της τότε κυβέρνησης στη μεγάλη καταστροφή ήταν άμεση. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ανέθεσε το έργο της αποκατάστασης των πυροπαθών στον υπουργό Συγκοινωνίας Αλέξανδρο Παπαναστασίου, ο οποίος έδρασε πρακτικά και με γνώση έχοντας τη βοήθεια ικανών κυβερνητικών αξιωματούχων, όπως του Περικλή Αργυρόπουλου και του Αλέξανδρου Πάλλη. Η διάθεση αξιόλογων σε σχέση με την τότε οικονομική κατάσταση της χώρας χρηματικών ποσών επέτρεψε, εκτός των άλλων, τη σε καθημερινή βάση δωρεάν σίτιση 30.000 ανθρώπων και τη σταδιακή όσο και ταχεία αντικατάσταση των σκηνών από ξύλινα παραπήγματα και λίγο αργότερα και από οικίσκους, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι το στεγαστικό πρόβλημα είχε λυθεί ριζικά. Ακόμη στήθηκαν πρόχειρα σχολεία, συναγωγές, φαρμακεία, ενώ φρόντιζαν καθημερινά για την καθαριότητα, την απολύμανση χώρων και την παροχή καυσόξυλων (τους χειμερινούς μήνες).
Ελήφθησαν ακόμη μέτρα για λειτουργία μικροεμπορίου, για την καλύτερη μετακίνηση των πυροπαθών, ενώ οργανώθηκαν έρανοι εντός και εκτός Ελλάδας και επιχειρήθηκε αποσυμφόρηση της πόλης με δωρεάν μεταφορά πυροπλήκτων προς συγγενικά τους πρόσωπα σε άλλες πόλεις. (Βοήθεια προσέφεραν βέβαια και άλλοι φορείς, όπως ο δήμος της πόλης, ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός, άλλοι Ερυθροί Σταυροί, ελληνικά και ισραηλιτικά σωματεία του εξωτερικού, τα ξένα στρατεύματα, κατά κύριο λόγο τα αγγλικά αλλά και τα γαλλικά.)
Ο Παπαναστασίου πρωτοστάτησε και στην πραγμάτωση της βούλησης του Βενιζέλου, κατ’ εξοχήν πολιτική, να γίνει ριζικός πολεοδομικός ανασχεδιασμός της πόλης με στόχο τον κοινωνικό και οικονομικό εκσυγχρονισμό της. Εξι μόλις ημέρες μετά την πυρκαγιά, ελήφθη η μεγάλη απόφαση να απαλλοτριωθεί όλη η πυρίκαυστη ζώνη και να ξανακτιστεί πάνω σε νέα βάση, χωρίς να ληφθεί υπόψη το προϋπάρχον καθεστώς ιδιοκτησίας και χρήσης, με έναν σχεδιασμό πολύ πιο λειτουργικό, στον οποίο η άναρχη και πυκνοκατοικημένη δόμηση της οθωμανικής πόλης με τα ατέλειωτα, πολύστροφα, σκοτεινά και ανθυγιεινά σοκάκια θα εξαφανιζόταν.
Δεν είχε ακόμη τελειώσει ο Αύγουστος και ψηφίστηκε άλλος νόμος που προέβλεπε την άμεση κατεδάφιση όλων των καμένων κτιρίων και την απαγόρευση κάθε οικοδομικής δραστηριότητας σε αυτά χωρίς άδεια. Στον νέο σχεδιασμό της πόλης, στον οποίο το ορθογώνιο οικόπεδο θα ήταν ο κανόνας, οι δρόμοι θα διαπλατύνονταν και θα ευθυγραμμίζονταν, επιτρέποντας στο φως και στον αέρα να την αναζωογονούν αενάως. Το όλο έργο ανατέθηκε σε καταρτισμένους ειδικούς, ξένους και Ελληνες, που το ολοκλήρωσαν σε θαυμαστά σύντομο χρόνο.
Η έλευση στην πόλη χιλιάδων προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής, η ακαταμάχητη ελληνική ρουσφετολογία, ο διεθνής εβραϊκός παράγων κ.ά. δημιούργησαν ασφυκτικές πιέσεις στις τότε αλλεπάλληλες και κατά κανόνα αδύναμες ελληνικές κυβερνήσεις και πέτυχαν σημαντικές τροποποιήσεις στον αρχικό σχεδιασμό. Ωστόσο αν το κέντρο της σημερινής πόλης –στο οποίο η βασική χάραξη των δρόμων, αν και με μειωμένο πλάτος, σε γενικές γραμμές, δεν άλλαξε –της δίνει την όψη μιας σύγχρονης μεγαλούπολης, αυτό οφείλεται στον αρχικό σχεδιασμό που φέρει τη σφραγίδα του γάλλου πολεοδόμου Ερνέστ Εμπράρ (ο δρόμος που έχει σήμερα το όνομά του είναι μάλλον μικρός σε σχέση με το μέγεθος της προσφοράς του στην πόλη). Η Θεσσαλονίκη κυριολεκτικά αναγεννήθηκε από την τέφρα της.
Ο κ. Μιχάλης Α. Τιβέριος είναι ακαδημαϊκός, ομότιμος καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ