Η πρώτη ελληνική όπερα αναβιώνει ξανά στη σκηνή

Στιγμή ιστορική, τόσο για το νησί της Κέρκυρας όσο και για τη μουσική ιστορία των Επτανήσων αλλά και ολόκληρης της Ελλάδας, είναι το επικείμενο ανέβασμα - σε πλήρη σκηνική μορφή - του «Υποψήφιου Βουλευτή» του Σπυρίδωνος Ξύνδα στον τόπο όπου πρωτοείδε το φως πριν από ενάμιση αιώνα.

Στιγμή ιστορική, τόσο για το νησί της Κέρκυρας όσο και για τη μουσική ιστορία των Επτανήσων αλλά και ολόκληρης της Ελλάδας, είναι το επικείμενο ανέβασμα –σε πλήρη σκηνική μορφή –του «Υποψήφιου Βουλευτή» του Σπυρίδωνος Ξύνδα στον τόπο όπου πρωτοείδε το φως πριν από ενάμιση αιώνα. Λίγο μετά την κυκλοφορία της συλλεκτικής έκδοσης του έργου στην αρχική, άγνωστη ως σήμερα μορφή του, η Φιλαρμονική Εταιρεία Κερκύρας προχωρεί ένα βήμα παραπέρα με την παρουσίασή του στο Δημοτικό Θέατρο του νησιού στις 4 και 5 Νοεμβρίου, για πρώτη φορά στη σύγχρονη εποχή, με την ευκαιρία της επετείου των 200 χρόνων από τη γέννηση του συνθέτη, εκ των πρωτοπόρων της Επτανησιακής μουσικής Σχολής.
Την αποκατάσταση και επιμέλεια του μουσικού υλικού σύμφωνα με τις πηγές ανέλαβε ο αρχιμουσικός της Συμφωνικής Ορχήστρας της Φιλαρμονικής Εταιρείας Κερκύρας Αλκης Μπαλτάς, ο οποίος θα διευθύνει το σύνολο στις παραστάσεις, τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Πέτρος Γάλλιας, ενώ τα σκηνικά και τον φωτισμό ο Ακης Χειρδάρης.
Η πρώτη παρουσίαση
Η σημασία του εγχειρήματος προκύπτει μέσα από μια μακρά σειρά δεδομένων: πρόκειται για την πρώτη όπερα η οποία βασίστηκε σε ελληνικό λιμπρέτο (του Ιωάννη Ρινόπουλου) και παρουσιάστηκε από ελληνικό θίασο. Η πρεμιέρα δόθηκε στην Κέρκυρα το φθινόπωρο του 1867, τρία χρόνια μετά την ένωση των Ιονίων Νήσων με το Βασίλειο της Ελλάδος, ως ένα από τα έργα της θεατρώνησης του ιστορικού κερκυραϊκού θεάτρου San Giacomo από τη Φιλαρμονική Εταιρεία της Κέρκυρας, εκ των αρχικών ιδρυτών της οποίας υπήρξε ο Σπυρίδων Ξύνδας (1817-1896).
Παράλληλα, ο «Υποψήφιος» πρωτοπόρησε εξαιτίας της χρήσης αφενός της δημοτικής γλώσσας στο λιμπρέτο και αφετέρου της επιλογής μελωδικών στοιχείων της επτανησιακής και ηπειρωτικής υπαίθρου στη μουσική.
Επιπροσθέτως, η πρώτη παρουσίαση του έργου στην Αθήνα αργότερα, την άνοιξη του 1888 στο θέατρο Μπούκουρα, έδωσε το έναυσμα για τη δημιουργία του πρώτου ελληνόφωνου επαγγελματικού οπερατικού θιάσου, ο οποίος αποτέλεσε τον πρόγονο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.
Πέρα από όλα αυτά όμως ο «Υποψήφιος Βουλευτής» υπήρξε έργο πρωτοπόρο από πλευράς μηνυμάτων, η επικαιρότητα των οποίων στη σημερινή εποχή είναι εντυπωσιακή. Η πρώτη ελληνική όπερα δεν αφορούσε τη δόξα του αρχαίου ή του πρόσφατου παρελθόντος, αλλά αντιθέτως, με όχημα το χιούμορ, παρουσίαζε με τρόπο ρεαλιστικό τις δυσκολίες της κερκυραϊκής αγροτιάς και τους ανερμάτιστους και διαπλεκόμενους πολιτικούς οι οποίοι μαζί με τους πρόθυμους ακολούθους τους εκμεταλλεύονταν τους αμόρφωτους και πάμφτωχους αγροτικούς πληθυσμούς του νησιού με μόνο στόχο τη νομή και διατήρηση της εξουσίας.
Η υπόθεση του έργου
Η υπόθεση της όπερας, φαινομενικά απλοϊκή και για τον λόγο αυτόν ακόμη περισσότερο καταγγελτική, εξελίσσεται στην Κέρκυρα του 1857. Οπως αναφέρει ο μουσικολόγος Κώστας Καρδάμης σε κείμενό του για την πολυκύμαντη πορεία της όπερας, το οποίο περιλαμβάνεται στη συλλεκτική έκδοση, τον Φεβρουάριο εκείνου του χρόνου «ένα σχεδόν έτος μετά την επιστροφή του Ξύνδα από τη σύντομη περιοδεία του στην Αθήνα την άνοιξη του 1856, παρουσιάστηκαν δυο κωμικές σκηνές αμφότερες σε δική του μουσική, οι οποίες το 1867 αποτέλεσαν κεντρικές δομικές ενότητες του «Υποψήφιου Βουλευτή». Πρόκειται για τον «Οδυρμό του Κερκυραίου χωρικού» σε στίχους του ίδιου του συνθέτη και τον «Υποψήφιο», σε στίχους του στενού συνεργάτη του και επίσης εκ των αρχικών ιδρυτών της Φιλαρμονικής, Νικολάου Μακρή. Ο Ιωάννης Ρινόπουλος, εκ των πρωτεργατών της δημιουργίας θεατρικού θιάσου στη Φιλαρμονική και αργότερα δάσκαλος ηθοποιίας στον κερκυραϊκό δραματικό σύλλογο «Φοίνιξ», βασίστηκε στις σκηνές αυτές για να δημιουργήσει το λιμπρέτο της νέας όπερας ».
Μερικά χαρακτηριστικά σημεία του λιμπρέτου αρκούν να καταδείξουν την ευρεία στόχευση των δημιουργών και την αδυσώπητη, συχνά, κριτική τους εναντίον τόσο της προενωτικής όσο και της σύγχρονής τους πραγματικότητας. Ηδη, στο εισαγωγικό χορωδιακό τού έργου παρουσιάζεται μια ομάδα πεινασμένων, ταλαιπωρημένων και υποταγμένων στη μοίρα τους χωρικών. Ο γερο-Γιάγκος, στην πρώτη εμφάνισή του, αφού περιγράφει τις αρρώστιες και τη δεινή θέση της συζύγου του, καθώς και την ισχνή γεωργική παραγωγή, ολοκληρώνει απειλώντας ότι θα αυτοκτονήσει. Αλλά και ο Προεστός του χωριού οδηγείται σε απόγνωση, όταν συνειδητοποιεί ότι η συμβατική υποχρέωση παράθεσης γεύματος στον αριστοκράτη πολιτευτή θα του στοιχίσει ακριβά. Οσο για τον ίδιο τον Υποψήφιο, επίσης επίκαιρη μορφή και το 1867 λόγω των πολλών εκλογικών αναμετρήσεων, αποτελεί την παραπληρωματική συνισταμένη της πλοκής του έργου. Αλλωστε, ήδη από το τέλος της Α’ πράξης οι χωρικοί και ο Προεστός τον αναμένουν με δέος, ενώ ταυτόχρονα ο γερο-Γιάγκος, εξαιτίας της σημαίνουσας άφιξης, αποκαλύπτει τις φιλοδοξίες και τον δημαγωγικό χαρακτήρα του.

Η Ελλάδα στον καθρέφτη
Η Ελλάδα της εποχής εκείνης, και όχι μόνο, είδε μέσα από τον «Υποψήφιο» τον εαυτό της στο καθρέφτη. «Αμφότεροι οι δημιουργοί δεν έμειναν αμέτοχοι απέναντι στις σοβαρές κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις της μεθενωτικής Κέρκυρας, η οποία άλλωστε βίωνε διαδοχικές διαψεύσεις σε όλους τους τομείς» γράφει και πάλι ο Κώστας Καρδάμης. «Ειδικά ο Ιωάννης Ρινόπουλος υπήρξε στέλεχος της αστυνομίας κατά την περίοδο της βρετανικής διοίκησης και γνώριζε «εκ των έσω» την ασυδοσία και τις αδικίες έναντι των χωρικών ».
Η όπερα γνώρισε ιδιαίτερη διάδοση από το 1888 ως και τον Μεσοπόλεμο ταξιδεύοντας σε όλη την Ελλάδα, καθώς και στον Ελληνισμό της διασποράς (Τεργέστη, Μασσαλία, Κωνσταντινούπολη κ.α.). Ταυτόχρονα, όμως, εξαιτίας και των πολιτικοκοινωνικών μηνυμάτων της έπεσε θύμα της «πολιτικής ορθότητας», με αποτέλεσμα σημαντικά και καταγγελτικά μέρη του έργου να κοπούν οδηγώντας ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα στη δημιουργία μιας εντελώς λανθασμένης εικόνας για το έργο, το οποίο αποτελούσε πλέον «σκιά του εαυτού του».
Τον Ιούνιο του 2016 ο εντοπισμός νέων τεκμηρίων αποκάλυψε την έως τότε απόκρυφη ιστορία ενός έργου που θεωρούνταν, εσφαλμένως όπως αποδείχθηκε, δεδομένο. Ενα νέο χειρόγραφο, γραμμένο το 1867, προσέφερε για πρώτη φορά μετά από σχεδόν 150 χρόνια την άνευ περικοπών μορφή του έργου και έδωσε σε όλη την έκταση την πολιτικοκοινωνική διάστασή του. Η σύγκρισή του με μεταγενέστερες πηγές αποτελεί αδιάψευστο μάρτυρα των μετέπειτα κλιμακούμενων παρεμβάσεων στην όπερα, οι οποίες άλλαξαν δραματικά την κοινωνικο-πολιτική στόχευσή της από το 1888 και μετά. Η εν λόγω πηγή προσέφερε, όμως, λύση και σε ένα ακόμη αίνιγμα του «Υποψήφιου Βουλευτή»: την αρχική ενορχήστρωσή του, η οποία πλέον αποκαταστάθηκε πλήρως.
Πού και πότε
Ο «Υποψήφιος Βουλευτής» θα παρουσιαστεί στις 4 και 5 Νοεμβρίου στο Δημοτικό Θέατρο Κερκύρας.
Με τους Ρόζα Πουλημένου (Χριστίνα), Παντελή Κοντό (Γερο-Γιάγκος), Αντώνη Κορωναίο (Γιώργης), Σωτήρη Τριάντη (Υποψήφιος), Πέτρο Καρύδη (Προεστός), Αρη Προσπαθόπουλο (Κλητήρα).
Συμπράττουν η Χορωδία Κερκύρας και το Φωνητικό Σύνολο του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.