Ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος έχει καταφέρει να κερδίσει το κοινό με την αμεσότητά του και το γέλιο που προσφέρει. Εφέτος επιχειρεί μέσα από την παράσταση «Η κατάρα της Ιρμα Βεπ» να μας γυρίσει πίσω στο τρενάκι (του τρόμου) των παιδικών μας χρόνων. Σε σκηνοθεσία του Γιάννη Κακλέα και μαζί με τον Φάνη Μουρατίδη μοιράζονται τη σκηνή του θεάτρου Βρετάνια.
Τι σας οδήγησε στην επιλογή της «Κατάρας της Ιρμα Βεπ»;
«Νομίζω ότι σε ένα έργο καταλήγεις μέσα από τις προσωπικές ανάγκες σου, τι θέλεις να πεις στον κόσμο. Για να βρίσκεσαι πάνω στη σκηνή πρέπει να υπάρχει λόγος. Ο λόγος είναι να έρθεις σε επαφή με τον κόσμο, να σμίξουν οι ενέργειες και να δημιουργηθεί αυτή η μαγεία. Στη συγκεκριμένη περίπτωση μου κέντρισε το ενδιαφέρον η ανάγκη μου –ίσως κάτι σαν κρίση ηλικίας –να πάω λίγο πίσω».
Στα παιδικά σας χρόνια;
«Ναι, τότε που μαζί με τα αδέλφια μου φτιάχναμε σπιτάκια με σεντόνια και μπαίναμε μέσα και κάναμε διάφορους χαρακτήρες. Σαν θα ήθελα να κάνω ένα ταξίδι μέσα από ρόλους που δεν έχουν όρια. Και αυτό το έργο προσφέρει στον ηθοποιό τη δυνατότητα να μην έχει φρένο στην ερμηνεία του, στην υποκριτική του. Φυσικά υπάρχει ένας μπούσουλας. Μόνον που εδώ είναι ένα ταξίδι στην παιδική μας φαντασία, σε όλα αυτά που φοβόμασταν, σαν μια κωμωδία τρόμου. Να μπω στο τρενάκι του τρόμου, με την όρεξη όμως να μεταδώσω αυτή την ενέργεια στον κόσμο. Να ξεφύγει, να θυμηθεί και αυτός τα δικά του τρενάκια, το δικό του λούνα παρκ».
Μήπως είναι και μια επίδειξη υποκριτικής δεξιοτεχνίας;
«Σίγουρα είναι μια αναμέτρηση, και αυτή η αναμέτρηση θα κρίνει την επιτυχία ή μη της παράστασης. Είναι πολύ σημαντικό να ανέβουμε ένα σκαλοπάτι παραπάνω. Δεν θέλω να κάνω μία από τα ίδια, και δεν το κάνω. Και τον «Σιρανό» που κάνω και ξανακάνω, θα ήθελα να τον συνεχίσω για να πάω και αλλού, να το δει όλος ο κόσμος. Γιατί ούτε το έργο ούτε ο ρόλος έχουν τέλος για μένα. Τώρα στην «Ιρμα Βεπ» είναι και υποκριτικό αλλά και θέμα αντοχών, με μια μεγάλη γκάμα χαρακτήρων που ερμηνεύουμε, έχει και θύμησες χιτσκοκικές, από Τζέιν Εϊρ, βαμπίρ, λυκάνθρωπο. Σαν ένα ραντεβού με το παρελθόν μας και ένα κλείσιμο ματιού στην παιδικότητά μας. Ολα γίνονται πιο παιχνιδιάρικα. Παράλληλα πρέπει να μάθεις και τα πολλά λόγια –μεγάλο βάσανο. Είσαι αθλητής, αλλά δεν τρέχεις απλώς Μαραθώνιο».
Το «για πάντα» με έναν σκηνοθέτη, τον Γιάννη Κακλέα εν προκειμένω, μοιάζει να σας ταιριάζει απολύτως…
«Το 2001 δούλεψα για πρώτη φορά με τον Γιάννη στο «Μαγειρεύοντας με τον Ελβις», το 2008 κάναμε τον «Βροχοποιό», και τα δύο στο Διάνα. Επειτα χαθήκαμε για λίγο. Ουσιαστικά είμαστε μαζί από το 2010, που μου έκανε την πρόταση για τη «Λυσιστράτη» στο Εθνικό. Στην πρεμιέρα ζήσαμε μια πολύ όμορφη στιγμή στην Επίδαυρο και εκείνο το ίδιο βράδυ είπαμε ότι θέλουμε να συνεχίσουμε. Εκτοτε συνεργαζόμαστε χωρίς να το έχουμε επισήμως δηλώσει. Με τον Γιάννη έχουμε μια ωραία χημεία».
Δεν φοβάστε μήπως αυτή η ταύτιση σας έχει εγκλωβίσει;
«Και εγώ το σκέφτομαι αυτό και μπορεί να ήθελα μια άλλη συνεργασία, αλλά από το θέλω μέχρι να βρεθεί κάτι συγκεκριμένο υπάρχει απόσταση. Την «Ιρμα» τη σκέφτηκε ο Γιάννης. Το κλασικό έργο είναι η μεγάλη μου αγάπη. Αλλά ένα σύγχρονο ήταν αυτό που χρειαζόμουν».
Είστε εκείνος που τραβάει το κάρο στην παράσταση;
«Υπάρχουν φορές που το αισθάνομαι, αλλά ευτυχώς δεν με αγχώνει. Σε κάθε δουλειά νιώθω σαν να έχω μόλις τελειώσει τη σχολή και ότι δεν έχω καμία άλλη ευθύνη. Επίσης σκέφτομαι ότι αυτό που θα κάνω δεν θα είναι επιτυχημένο, και αυτό μου διώχνει το άγχος. Δεν κυνηγάω το αποτέλεσμα της επιτυχίας, κυνηγάω το αποτέλεσμα της διαδρομής».
Πώς θα χαρακτηρίζατε τη σχέση σας με το κοινό;
«Κάτι έχει χτιστεί, υπάρχει μια βάση. Το αφουγκράζομαι σε κάθε παράσταση. Το έχω δει στις περιοδείες, όταν σου λένε «σε περιμένουμε», το εννοούν. Χτίστηκε μια εμπιστοσύνη, και αυτό δεν θέλω να προδώσω. Επιτυχημένο ή αποτυχημένο, θέλω το κοινό να βλέπει έναν άνθρωπο που τα δίνει όλα και δεν έχει κουραστεί να το κάνει. Σε κάθε παράσταση τα δίνω όλα. Γιατί το κοινό ζητάει και δίνει συγχρόνως, και αυτή τη μαγεία μόνον το θέατρο σου την προσφέρει».
«Βαριέμαι να παίξω» έχετε πει ποτέ;
«Το θέατρο είναι το βασικότερο κομμάτι της ζωής μου –όχι όλη μου η ζωή. Δεν έχω πει ποτέ ότι βαριέμαι, γιατί δεν βαριέμαι. Αλλά το περασμένο καλοκαίρι ήθελα να κατεβάσω τα ρολά, να κάνω μια στάση, να δω πού είμαι. Οταν τρέχεις δεν προλαβαίνεις να οργανώσεις τα όνειρά σου πάνω στη δουλειά. Χρειάζεσαι μια στάση για δυνάμεις, να νιώσεις αυτό το σκίρτημα. Είναι ωραίο να κάνεις τον κόσμο να γελάει, αλλά να μη χάσεις εσύ το δικό σου χαμόγελο. Ο κόσμος βλέπει ένα αποτέλεσμα. Δεν ξέρει ούτε τι προηγήθηκε ούτε τι περνάς. Τα τελευταία χρόνια αισθάνομαι πράγματι ότι το θέατρο είναι λειτούργημα. Οταν ο κόσμος σου λέει «ευχαριστώ», νιώθεις ότι του είναι αναγκαίο».
Η κρίση σάς έχει επηρεάσει πραγματικά;
«Θα ήταν αχάριστο να πω ότι βάλλομαι από την κρίση, όπως κάποιοι άλλοι, νέοι άνθρωποι, γύρω μου στο θέατρο. Γι’ αυτό και προσπαθώ να κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου. Πιστεύω ότι από τη στιγμή που δουλεύεις σκληρά, θα σου δοθούν ευκαιρίες. Πιστεύω στην ατυχία της στιγμής. Δεν πιστεύω στη δεύτερη ατυχία της στιγμής. Τότε φταις εσύ. Πρέπει όμως να ρισκάρεις. Καριέρα κάνεις με τα «Οχι». Δεν ξέρω τι θέλω να κάνω από εδώ και πέρα –ξέρω όμως τι δεν θέλω».
Είστε αισιόδοξος με την τρέχουσα πολιτική κατάσταση;
«Δεν ανήκω σε κανέναν κομματικό μηχανισμό. Είμαι σκεπτόμενος πολίτης και εύπιστος άνθρωπος. Κάθε φορά, όποιος κι αν κερδίσει, με θυμάμαι να παρακολουθώ την πρώτη του ομιλία, να νιώθω μια ελαφριά συγκίνηση και να λέω «αχ, κάτι αλλάζει, μπορεί να πάει καλά το πράγμα». Πολύ σύντομα έρχεται η διάψευση. Είναι το μέσα μας που πρέπει να αλλάξει. Ολοι ψάχνουμε τον σωτήρα μας, και δεν θα έπρεπε. Μήπως ο σωτήρας μας είναι ο ίδιος μας ο εαυτός… Ισως τελικά να είναι λίγα και μικρά αυτά που πρέπει να αλλάξουν και στην πολιτική να κερδίσει αυτός που θα έχει ένα νοιάξιμο. Μάλλον νοιάζονται επιλεκτικά. Χρειάζεται ισορροπία».
Πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό;
«Μήπως οι εκλογές να γίνονται με τους όρους των τηλεοπτικών παιχνιδιών; Πρώτα παρακολουθείς και γνωρίζεις τους παίκτες και ύστερα ψηφίζεις ποιος να μείνει και ποιος να φύγει; Οπως στα reality, που είναι τόσο της μόδας».
Πρεμιέρα στις 18 Οκτωβρίου.
Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Σκηνοθεσία: Γιάννης Κακλέας.
Μετάφραση: Κωνσταντίνος Αρβανιτάκης, Ακης Σακελλαρίου, Μαριλένα Παναγιωτοπούλου
Σκηνικά: Μανόλης Παντελιδάκης
Κοστούμια: Ηλένια Δουλαδίρη.
Παίζουν: Βασίλης Χαραλαμπόπουλος και Φάνης Μουρατίδης.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ