Τhomas Μann
Η φιλοσοφία του Νίτσε υπό το φως της εμπειρίας μας
Μετάφραση Γ. Λαμπράκος.
Επιμέλεια Γ. Ξηροπαΐδης.
Εκδόσεις Οκτώ, σελ. 68, τιμή 11 ευρώ
Στις παράπλευρες απώλειες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ήταν και κάποια πρόσωπα και ιδέες που θεωρήθηκαν μέρος της γερμανικής και ευρωπαϊκής καταστροφής. Ο νιτσεϊσμός, οι «φιλοσοφίες της ζωής», οι ανορθολογικές και μυστικιστικές τροπές μιας ορισμένης ρομαντικής παράδοσης, όλα αυτά λογαριάστηκαν ύποπτα και, πάντως, συνυπεύθυνα για την κρίση του γερμανικού πνεύματος. Πολλοί έβγαλαν το συμπέρασμα ότι όλες αυτές οι σκοτεινές πνευματικές δυνάμεις αν δεν οδήγησαν ευθέως στη χιτλερική κτηνωδία, υπονόμευσαν με τον τρόπο τους τα θεμέλια του ορθολογικού ανθρωπισμού κάνοντας πιο ευάλωτες τις ψυχές (ιδιαίτερα των νεότερων) στο απάνθρωπο εθνικοσοσιαλιστικό δόγμα.
Ο Τόμας Μαν, μείζων συγγραφέας της παλιάς αστικής Γερμανίας, εξόριστος για χρόνια και φωνή ηθικής αντιπολίτευσης κατά του ναζιστικού καθεστώτος, επιστρέφει λοιπόν στο θέμα της φιλοσοφίας του Νίτσε. Είναι 1947, η Ευρώπη ακόμα με τα ερείπια των βομβαρδισμών και με τον Ψυχρό Πόλεμο να έχει ανατρέψει την αντιφασιστική συναίνεση των προηγούμενων χρόνων.
Ο Μαν ανήκει στη γενιά όσων επηρεάστηκαν βαθιά από τον νιτσεϊκό λόγο. Συγγραφείς και καλλιτέχνες των αρχών του εικοστού αιώνα ήταν οι πρώτοι που υποδέχθηκαν την ειρωνική επίθεση του Νίτσε στα σεβάσμια τοτέμ της δυτικής Ιστορίας: στον χριστιανισμό, στην προοδευτική αισιοδοξία, στις παραδοσιακές κοινωνικές ηθικές. Γι’ αυτό και η συγκεκριμένη διάλεξη, μιλώντας για τον Νίτσε, είναι συγχρόνως κι ένα ταξίδι στις αυταπάτες μιας γενιάς και ενός διανοητικού περιβάλλοντος.
Ποια ανάγνωση του Νίτσε προκρίνεται εδώ; Σε όλο το κείμενο (που μην ξεχνάμε πως αποτέλεσε διάλεξη) κυριαρχεί μια διφορούμενη στάση, ένα διττό, εναλλασσόμενο βλέμμα. Από τη μια ο θαυμασμός και η αναγνώριση των νιτσεϊκών ανατρεπτικών χειρονομιών μέσα στην ιστορία της σκέψης. Από την άλλη, η αναμέτρηση με το αμιγώς αισθητικό, με τη διάλυση των ηθικών και πολιτικών κριτηρίων σε μια ειρωνική αισθητική.
Για τον Μαν ο Νίτσε είναι ο φιλόσοφος της καθαρής αισθητικής. Η ομορφιά, η θέληση για δύναμη, η μέριμνα για αυτο-δημιουργία (αλλά και η διαρκής σκέψη για την αρρώστια και για την αδυναμία ως αυτο-καταστροφή) φέρνουν τη σφραγίδα αυτού του αισθητισμού.
Δεν είναι τυχαίο που ο συγγραφέας προτείνει ένα παράλληλο ανάμεσα στον γερμανό στοχαστή και στον Οσκαρ Ουάιλντ. Στον Νίτσε, ωστόσο, ανιχνεύει και τις ελιτίστικες/αντιδημοκρατικές ιδέες και αξίες που βρίσκονται σε κυκλοφορία στον γερμανικό χώρο από την εποχή του Χέρντερ και των Ρομαντικών. Ο Τόμας Μαν δεν θέλει να απλουστεύσει τα πράγματα, μετατρέποντας τον Νίτσε σε απλό είδωλο ενός αντιδραστικού αισθητισμού. Αναγνωρίζει τον αμφίσημο και ρευστό χαρακτήρα των ενοράσεων του Νίτσε, λόγου χάρη την απέχθειά του για τον αντισημιτισμό και έναν χοντροκομμένο γερμανικό σoβινισμό ή άλλες, «φιλελεύθερες» πλευρές του. Εχει επίγνωση των αντιφάσεων ανάμεσα στον Νίτσε-θαυμαστή του Βοναπάρτη και στον Νίτσε που αποκαλεί το Κράτος το πιο παγερό από τα ψυχρά τέρατα. Παρ’ όλα αυτά, ο Μαν θεωρεί ότι εδώ υπάρχει ένα φιλοσοφικό σύστημα, μια βαθύτερη ενότητα, πέρα από τις αντιφάσεις και τις ασυνέπειες των κειμένων του γερμανού διανοητή.
Συγχρόνως όμως ο Μαν προειδοποιεί και κάτι άλλο: κανένας δεν πρέπει να διαβάζει κατά γράμμα τον Νίτσε και να πιστεύει αυτά που διαβάζει σαν να πρόκειται για λογικές τοποθετήσεις ή κλασικά επιχειρήματα. Ο συγγραφέας προαναγγέλλει εδώ την υπόθεση του Ρίτσαρντ Ρόρτυ που μας καλούσε να διαβάζουμε τον Νίτσε ως έναν ειρωνικό στοχαστή δίχως να τον παίρνουμε στα σοβαρά ως δημόσιο φιλόσοφο. Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία, ολόκληρη η νιτσεϊκή έμφαση στη σκληρότητα και στην αποδόμηση της συμπόνιας, είναι ποιητικής και όχι πολιτικής φύσεως. Τα νιτσεϊκά σχήματα λόγου δεν πρέπει έτσι να διαβάζονται ως πολιτικές δηλώσεις αλλά ως αισθητικές προκλήσεις στους κυρίαρχους λόγους της εποχής του.
Κάποτε όμως ο Τόμας Μαν γίνεται αυστηρός επειδή έχει στον νου αυτό το «υπό το φως της εμπειρίας μας». Σύμφωνα με τον ίδιο έχουμε μπει σε μια «φασιστική εποχή της Δύσης», παρά τη στρατιωτική ήττα του φασισμού. Και ο Νίτσε ως ένας απολιτικός αισθητής, ένας απαισιόδοξος Διόνυσος της μοντέρνας εποχής είναι ο προπομπός αυτής της εποχής, ο ευαίσθητος και μεγαλοφυής προφήτης του μηδενισμού.
Για τον ηλικιωμένο Μαν η θέαση της ζωής ως καλλιτεχνικής παράστασης έρχεται σε ριζική αντιπαράθεση με κάθε ηθική θεώρηση: είτε με τη συμβατική, αστική ηθική της ωφέλειας, είτε με τον σοσιαλισμό ως πρωτίστως ηθική αντίληψη της ζωής. Αναλύοντας την ιστορική εξέγερση εναντίον της πίστης στον Λόγο, θέτει το ζήτημα των ξεπερασμένων και επικίνδυνων στοιχείων μέσα στη νιτσεϊκή σκέψη. Εντοπίζει, για παράδειγμα (και εδώ ηχεί συγκλονιστικά σύγχρονος), έναν παρωχημένο «εκρομαντισμό» του κακού στον Νίτσε. Η κριτική στον ορθολογισμό με την προσφυγή στο ένστικτο ή σε άλλες δυνάμεις πάθους είναι, στην καλύτερη περίπτωση, μια προσωρινή διόρθωση και δεν μπορεί να δώσει διέξοδο στα πνευματικά αδιέξοδα της Δύσης.
Ο Τόμας Μαν πλησιάζει λοιπόν τον Νίτσε απορρίπτοντας τη σαγήνη του αμιγώς αισθητικού. Το φως της ιστορικής εμπειρίας που γύρισε σε σκοτάδι ωθεί τον συγγραφέα του Μαγικού Βουνού σε μια διαφορετική κατάφαση: όχι προς τη διονυσιακή απελευθέρωση αλλά προς μια ορθολογική ουτοπία που θα έχει αποκτήσει «αίσθηση της δυσκολίας» χωρίς να χάσει την εμπιστοσύνη της στην ανθρώπινη ύπαρξη.
Τελικά ο Νίτσε σώζεται ως θεματοφύλακας μιας τραγικής γνώσης. Φέρνοντας τη σκέψη κοντά στην οδύνη και στα πάθη του σώματος, έφτασε, λέει ο Μαν, «ως τα χιονισμένα ύψη γκροτέσκων σφαλμάτων».
Το ίδιο βλέμμα που αναγνωρίζει το αξιοθαύμαστο πρέπει να είναι σε θέση να διακρίνει και το αξιοκατάκριτο, το απαράδεκτο ή αυτό που αξίζει να πεταχτεί. Εκτός των άλλων, το ωραίο, στοχαστικό κείμενο του Μαν μάς βοηθάει να φρεσκάρουμε αυτό το μάθημα κάθε δημιουργικής κριτικής.
Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ