Γεώργιος Μπαμπινιώτης
Σύγχρονη σχολική γραμματική για όλους
Εκδόσεις Κέντρο Λεξικολογίας, 2017
σελ. 480, τιμή 36 ευρώ
Γιατί χρειάζεται σήμερα μια νέα γραμματική της ελληνικής γλώσσας; Ποιες ανάγκες και ποιες εξελίξεις την επιβάλλουν και σε τι θα διαφέρει από τις ήδη υπάρχουσες; Με την πρόσφατη «Σύγχρονη σχολική γραμματική για όλους» ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Γεώργιος Μπαμπινιώτης αποσκοπεί στη συγκρότηση ενός έργου με στόχο την αποκάλυψη των μηχανισμών της γλώσσας με τρόπο απλό και ελκυστικό. Καρπός 40 χρόνων επιστημονικής ενασχόλησης και τετραετούς συγγραφής, όπως τονίζει ο ίδιος στη συζήτησή μας, φιλοδοξεί να αποτελέσει μια νέα, σύγχρονη πρόταση μιας «άλλου τύπου» γραμματικής που απευθύνεται κυρίως στον μαθητή της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, αλλά και στο ευρύ κοινό.
Γιατί χρειαζόμαστε μια νέα γραμματική τη δεδομένη χρονική στιγμή, στις αρχές του 21ου αιώνα;
«Γιατί την επιβάλλει η εξέλιξη της γλώσσας και της επιστήμης που περιγράφει τη γλώσσα. Η γραμματική του Τριανταφυλλίδη, σταθμός στην περιγραφή της ελληνικής γλώσσας, είναι μια γραμματική του 1940. Από τότε και η δημοτική γλώσσα καθιερώθηκε και δεν έχουμε πλέον γλωσσικό ζήτημα και η επιστημονική ανάλυση της γλώσσας έχει αλλάξει. Προσπάθησα να αξιοποιήσω σε αυτό το έργο τα σύγχρονα δεδομένα της γλωσσικής επιστήμης με τρόπο που να γίνονται κατανοητά στον αναγνώστη. Πιστεύω ότι με το λεξικό μου κάλυψα την περιγραφή των λέξεων της ελληνικής γλώσσας από ποικίλες πλευρές. Δεν υπήρχε ωστόσο ένα βιβλίο αναφοράς για τον μηχανισμό που γεννά τη γλώσσα, σύνταξη και γραμματική, και αυτό το έλλειμμα θέλησα να συμπληρώσω. Ας μη νομίζει κανείς ακούγοντας τον όρο «γραμματική» ότι το μόνο που θα δει εδώ είναι πώς κλίνονται τα ονόματα και τα ρήματα. Αφετηρία μου είναι η βάση, ο κορμός, η ραχοκοκαλιά της γλώσσας, που είναι η σύνταξη –η γραμματική υπηρετεί τη σύνταξη. Επομένως, έχουμε μια νέα θεώρηση με βάση τα ισχύοντα σήμερα, απαλλαγμένη από μεγάλο φόρτο ορολογίας, ένα βιβλίο αναφοράς για σχολική χρήση στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, το οποίο επιθυμώ από άποψη προσφοράς, αξίας και σημασίας αυτό το έργο να γίνει το διάδοχο της γραμματικής Τριανταφυλλίδη».
Υπάρχει και ένα δευτερεύον κοινό, όπως φαίνεται από τον τίτλο: είναι μια «σχολική γραμματική», «για όλους», όμως.
«Εχω πάντα μια ανησυχία, θέλω ό,τι γράφω να διαβάζεται, να είναι απλό, κατανοητό. Και θεωρώ ότι το θέμα της γλώσσας είναι θέμα που αφορά όλους. Είναι αυτό που έλεγε ο Αδαμάντιος Κοραής, ότι δεν υπάρχει πιο δημοκρατικός θεσμός από τη γλώσσα, σε αυτήν μετέχουν όλοι με ίσα δικαιώματα. Το θέμα της γλώσσας είναι κατάκτηση, απόκτημα, δικαίωμα, προνόμιο όλων. Και επιδίωξα με συχνή παρουσία στην τηλεόραση, το ραδιόφωνο, τον Τύπο να επισημάνω αυτή τη διάσταση. Θέλω να δείξω τι λέμε, πώς το λέμε, πώς αλλιώς θα μπορούσαμε να το πούμε. Μια καλλιεργημένη γλώσσα, όπως η ελληνική, δίνει στον ομιλητή πολλές δυνατότητες: μπορείς να χρησιμοποιήσεις ένα επίρρημα, «μιλάω προσεκτικά», έναν εμπρόθετο, «μιλάω με προσοχή», με πρόταση επιρρηματική, «μιλάω με το να προσέχω». Και αναλύω όλες αυτές τις δυνατότητες γιατί θέλω να επιμείνω στην επικοινωνιακή πλευρά της γλώσσας. Να δείξω στον αναγνώστη ότι ανάλογα με τις επιλογές του θα έχει διαφορετικά πλεονεκτήματα».
Παρατήρησα επίσης με μια γρήγορη ματιά την ισότιμη εμφάνιση τόσο λόγιων τύπων που έχουν επιβιώσει όσο και τύπων της καθομιλουμένης, όπως «αυτωνών», «καποιανών».
«Εδώ μιλάμε για τάσεις και δυναμικές μέσα στη γλώσσα. Δεν μπορούν να αγνοηθούν γιατί δεν είναι τυχαίες: για παράδειγμα, τα «γράψανε», «τρέξανε», «παίξανε» δείχνουν την τάση να κλείσει ο τύπος με φωνήεν, να έχει δηλαδή ανοιχτή συλλαβή. Δεν πρόκειται δηλαδή για διαφορές καθαρεύουσας – δημοτικής ή επίσημης και μη γλώσσας. Με τρόπο κατανοητό και χωρίς σχολαστικισμό αυτά οφείλουν να ειπωθούν, και τα λέω στο βιβλίο μου».
Οι «τάσεις» και οι «δυναμικές» αυτές υπαινίσσονται, νομίζω, μια ευελιξία απέναντι στο «απολύτως ορθό» στη χρήση της γλώσσας.
«Ετσι είναι. Η έννοια της δυναμικής και της πολυμορφίας για τον γλωσσολόγο είναι ευλογία, δεν είναι κατάρα. Τύποι όπως «γράφανε» αντί «έγραφαν» λέγονται συχνά, δεν μπορούμε λοιπόν να τους δούμε με όρους «σωστού» και «λάθους». Στη γραμματική μου τους εξηγώ, επομένως τους νομιμοποιώ ως προς τη δημιουργία και τη χρήση. Δεν είναι οι κύριοι τύποι του επίσημου λόγου, δεν τους αποκλείω όμως ούτε τους καταχωρίζω με μικρά γράμματα κάπου για να δείξω ότι πάνω είναι οι κανονικοί και αυτοί είναι οι «περιθωριακοί», οι «παράνομοι». Τους περιγράφω επί ίσοις όροις, όπως το κάνουν όλοι όσοι ασχολούνται επιστημονικά με τη γλώσσα, χωρίς δυϊσμούς και μανιχαϊσμούς, και το κάνω επειδή η ίδια γλώσσα το επιβάλλει. Ας μη συγχέουμε την πολυμορφία με το λάθος. Λάθος είναι να πεις «επέλεξε» αντί «επίλεξε». Ακόμη. Μεθαύριο μπορεί να μην είναι. Ακόμη όμως είναι, και σε αυτή την περίπτωση θα διδάξουμε το σωστό».
Αυτή η σύγχρονη, «άλλου τύπου» γραμματική που προτείνετε, θα διαφέρει από ό,τι καταλαβαίνω και ως προς τον τρόπο διδασκαλίας στην περίπτωση του μαθητή, ή πρόσληψής της στην περίπτωση του αναγνώστη, εφόσον δεν οργανώνεται αυστηρά γύρω από την εκμάθηση κατηγοριών.
«Το παλιό σύστημα διακρινόταν από υπερβολικό φορμαλισμό και τυποκρατία. Πήγαινε σε εκείνον τον πίνακα, κλίνε αυτό, χαρακτήρισε εκείνο. Δεν καταλάβαινες όμως τι ακριβώς κάνεις χρησιμοποιώντας την ενεργητική φωνή, την παθητική φωνή, την ονοματική φράση, τον επιθετικό προσδιορισμό, τον κατηγορηματικό προσδιορισμό, το κατηγορούμενο. Είμαι υπέρ της μείωσης και της υπόταξης του φορμαλισμού στην ουσία. Της μετακίνησης από τον άκρατο φορμαλισμό στην ουσία της γλώσσας, σε μια άλλη θέαση των συντακτικών και των γραμματικών δομών –τι κάνουμε με αυτές λειτουργικά, επικοινωνιακά, δημιουργικά».
Σημειώνετε στην εισαγωγή ότι φροντίσατε να περιορίσετε την επιστημονική ορολογία και τις αναφορές. Και σε μία από τις λίγες, πολύ ενδεικτικές από αυτές επιλέγετε να μνημονεύσετε τον Νόαμ Τσόμσκι, τον οποίο έχουμε συνηθίσει πλέον να βλέπουμε ως δημόσιο διανοούμενο, όχι ως γλωσσολόγο.
«Ο Τσόμσκι είναι ο μεγάλος γλωσσολόγος με κεφαλαίο όμικρον, αυτός ο οποίος άνοιξε δρόμους στη γλωσσολογία. Από τα μέσα ενημέρωσης που ενδιαφέρονται περισσότερο για την ακτιβιστική του δράση και τις άλλες τοποθετήσεις του διογκώθηκε και πέρασε στον κόσμο τον μη επιστημονικό η πλευρά του new leftist διανοούμενου. Η γνώση που έχει για τη γλώσσα του ανθρώπου τον έφερε και σε έναν κοινωνικό ανθρωπισμό. Δεν είναι άσχετες μεταξύ τους, δηλαδή, η γλωσσική και η πολιτική του θέση, γιατί είναι ο άνθρωπος που αναρωτήθηκε πώς μαθαίνουμε τη γλώσσα ξεπερνώντας έτσι τις παλιές προσεγγίσεις για προηγμένες και μη γλώσσες. Αυτή η άλλη διάσταση που έδωσε στη γλώσσα, καθαρά ανθρωπιστική και έξω από διακρίσεις αξιολογικές, ήταν η γέφυρα για τον κοινωνικό του ανθρωπισμό. Βλέπω στη σκέψη του μια διήκουσα γραμμή, ένα συνεχές».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ