Τα δημοψηφίσματα περί ανεξαρτησίας στην Καταλωνία και στο ιρακινό Κουρδιστάν έφεραν στην επιφάνεια όλα τα ερωτήματα που υπάρχουν εδώ και χρόνια ως προς τη δυνατότητα αποσπάσεως του τμήματος ενός κράτους και της κηρύξεως ανεξαρτησίας. Η διεθνής πρακτική ποικίλει. Ενδεικτικές είναι οι περιπτώσεις του Κοσσυφοπεδίου και του Νοτίου Σουδάν.
Το 2008 το Κοσσυφοπέδιο ανακοίνωσε, μονομερώς, την ανεξαρτησία του από τη Σερβία. Η τελευταία δεν αποδέχθηκε την απόσχισή του θεωρώντας ότι παραβιάζει το ψήφισμα 1244/1999 του Συμβουλίου Ασφαλείας. Έκτοτε 110 κράτη (μέχρι το 2017) έχουν αναγνωρίσει το Κοσσυφοπέδιο. Μεταξύ των κρατών που αρνούνται την αναγνώριση περιλαμβάνονται δύο μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας (Ρωσία και Κίνα).
Το Νότιο Σουδάν ήταν μία σχετικώς αυτόνομη περιοχή του κράτους του Σουδάν. Μετά από δύο εμφυλίους πολέμους και 40 έτη αιματηρών συγκρούσεων το Νότιο Σουδάν προχώρησε σε δημοψήφισμα το 2011 όπου το 98% του πληθυσμού ψήφισε υπέρ της ανεξαρτησίας του. Το Σουδάν ήταν ένα από τα πρώτα κράτη που έσπευσαν να αναγνωρίσουν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Εντός 5 ημερών το Νότιο Σουδάν έγινε δεκτό ως κράτος μέλος του ΟΗΕ ενώ 80 κράτη, περιλαμβανομένων και των κρατών μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας το είχαν ήδη αναγνωρίσει.
Από τα δύο παραδείγματα καθίσταται προφανής η βαρύνουσα σημασία που έχει η αναγνώριση της ανεξαρτησίας από το κράτος που γίνεται η απόσχιση. Στην περίπτωση του Νοτίου Σουδάν η αναγνώρισή του από το Σουδάν οδήγησε στην καθολική αποδοχή της αποσχίσεως του από τη διεθνή κοινότητα. Αντιθέτως, η άρνηση της Σερβίας να αναγνωρίσει την απόσχιση του Κοσσυφοπεδίου έχει ως αποτέλεσμα να παραμένει εκκρεμές το θέμα του τελικού καθεστώτος με τη διεθνή κοινότητα διχασμένη.
Και η αυτοδιάθεση των λαών; θα μπορούσε να ρωτήσει ευλόγως κάποιος. Είναι γεγονός ότι είναι μία από τις αρχές του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ. Αυτό δημιουργεί την απατηλή εντύπωση ότι αναφέρεται σε ένα δικαίωμα που απολαμβάνουν όλοι οι λαοί του κόσμου, ανεξαιρέτως. Εάν πράγματι συνέβαινε κάτι τέτοιο, τότε θα είχαμε μείζονα αλλαγή στους κανόνες του διεθνούς δικαίου.
Στη μέχρι και τις αρχές του 21ου αιώνα διεθνή πρακτική, η αρχή της αυτοδιαθέσεως αφορά αποκλειστικώς σε λαούς που βρίσκονται είτε (α) σε αποικιακό καθεστώς είτε (β) σε περιοχές που είναι γεωγραφικά και πολιτικά διακριτές από το υπόλοιπο έδαφος του κράτους που τις διοικεί και παράλληλα ο λαός τους δεν συμμετέχει στη διοίκηση του κράτους.
Σε αυτές τις περιπτώσεις ο λαός έχει τις ακόλουθες δυνατότητες: (α) ανεξαρτησία, (β) ενσωμάτωση σε γειτονικό κράτος, (γ) σύνδεση με άλλο ανεξάρτητο κράτος και (δ) επιλογή οποιουδήποτε άλλου πολιτικού καθεστώτος. Ο λαός πρέπει να αποφασίσει ελεύθερα να επιλέξει οποιαδήποτε από αυτές τις τέσσερις δυνατότητες. Είναι αυτονόητο ότι η αυτοδιάθεση ενός λαού δεν είναι εσωτερικό θέμα του μητροπολιτικού κράτους.
Κατ’ αντιδιαστολή προς τα ανωτέρω, δεν γίνεται αποδεκτό ότι διακριτές ομάδες,όπως εθνικές ομάδες ή μειονότητες, που ζουν σε ήδη ανεξάρτητα κράτη μπορούν να επικαλεσθούν την αρχή της αυτοδιαθέσεως για να αποσπασθούν από το κράτος. Κατ’ επέκταση, η αρχή της αυτοδιαθέσεως δεν θα μπορούσε να εφαρμοσθεί σε έναν λαό που έχει ήδη ξεφύγει από το αποικιακό καθεστώς, έχει δημιουργήσει κράτος και έχει αποκτήσει την ανεξαρτησία του.
Μοναδική περίπτωση όπου θα μπορούσε να γίνει δεκτή εξαίρεση από αυτόν τον κανόνα είναι όταν μία ομάδα γίνεται “αντικείμενο ακραίων και αδιάκοπων διώξεων” και παράλληλα δεν υπάρχει οποιαδήποτε “λογική προοπτική” αλλαγής της καταστάσεως. Θεωρητικώς αυτή ήταν η κατάσταση του Κοσσυφοπεδίου. Ακόμη, όμως και αυτή η περίπτωση παρουσιάζει πρακτικά προβλήματα σε πιθανή εφαρμογή της.
Το θέμα της Καταλωνίας συνδέεται άμεσα με την τάση που παρατηρήθηκε κατά τη δεκαετία του 1990 να αποσχισθούν πλούσιες κοινωνίες από τους φτωχούς εταίρους τους. Τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας ξεκίνησαν Σλοβενία και Κροατία το 1991. Το 1993 ηευρισκόμενη σε καλύτερη οικονομική μοίρα Τσεχία θέλησε να φύγει από το κοινό κράτος με τη φτωχή Σλοβακία. Την ίδια περίοδο δημιουργήθηκαν κινήματα όπως η Λίγκα του Βορρά που θέλουν να αποσπάσουν την ευημερούσα Βόρειο Ιταλία απότο υπανάπτυκτο Νότο. Αντιστοίχως, οι πλούσιοι Φλαμανδοί θέλουν να χωρισθούν από τους φτωχούς γαλλόφωνους Βαλώνους στο Βέλγιο. Είναι προφανές όμως, ότι κατά τεκμήριο στην Ευρώπη δεν υφίσταται δικαίωμα αυτοδιαθέσεως.
Οι συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες που διεκδικούν αυτό το δικαίωμα συμμετέχουν ισότιμα στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας, δεν καταπιέζονται και απολαύουν ελεύθερα τα δικαιώματά τους. Κατ’ επέκταση το θέμα τους, είναι αποκλειστικώς εσωτερικό θέμα του κράτους στο οποίο βρίσκονται. Εάν επιθυμεί, μπορεί να τους δώσει το δικαίωμα να διεκδικήσουν την ανεξαρτησία τους μέσω δημοψηφίσματος, όπως έγινε στη Σκωτία πριν μερικά χρόνια. Δεν έχει όμως τέτοια νομική υποχρέωση.
Διαφορετική είναι η περίπτωση του ιρακινού Κουρδιστάν, υπό την έννοια ότι μέχρι προσφάτως οι Κούρδοι της περιοχής καταπιέζονταν και διώκονταν από το καθεστώς Σαντάμ Χουσεΐν.Και σε αυτή την περίπτωση, όμως, πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν ότι οι Κούρδοι εδώ και χρόνια έχουν δική τους αυτονομη περιοχή, νομικά κατοχυρωμένη, όπου αυτοδιοικούνται.
Επιπλέον πρόβλημα είναι η έκταση των εδαφών που διεκδικεί το Κουρδιστάν από το Ιράκ. Σε αυτό περιλαμβάνονται πλούσιες πετρελαιοπαραγωγές περιοχές που δεν ανήκαν στο αυτόνομο Κουρδιστάν. Απελευθερώθηκαν από τους Κούρδους το τελευταίο διάστημα και τις περιέλαβαν αυθαιρέτως στο δημοψήφισμα. Ίσως σε αυτό το σημείο να είναι και το μακροχρόνιο κλειδί της λύσεως στο πρόβλημα Σε οποιαδήποτε περίπτωση, το γεγονός ότι η κεντρική κυβέρνηση του Ιράκ αντιτίθεται στην ανεξαρτησία του Κουρδιστάν, δείχνει ότι έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας.