Η ολοσέλιδη απολογία στην «Evening Standard» της 25ης Σεπτεμβρίου ήταν κάτι πρωτοφανές για την Uber. Για μια εταιρεία η οποία έως τότε προέβαλλε ως προνόμιο την «αυθάδειά» της απέναντι σε θεσμούς και δημόσια πρόσωπα, η κίνηση του νέου διευθύνοντος συμβούλου της, Ντάρα Χοσροζάχι, να απευθύνει ένα mea culpa μέσω του Τύπου προς τη συγκοινωνιακή αρχή και τον δήμαρχο του Λονδίνου, Σαντίκ Καν, ήταν μια πράξη αυτοταπείνωσης. Βέβαια, τέτοιες πρακτικές έχουν και τα όριά τους –η ανακοίνωση συνομιλούσε με τους πολίτες, όχι με τους πολιτικούς: «Αγαπητοί Λονδρέζοι, ζητούμε συγγνώμη για τα λάθη μας. Σας διαβεβαιώ προσωπικά ότι θα συνεργαστούμε με τις Αρχές της πόλης για να διορθώσουμε τα προβλήματα και να συνεχίσουμε να βοηθάμε ετούτη την παγκόσμια πόλη να κινείται με ασφάλεια».
Οταν η άδειά σου δεν ανανεώνεται σε μια εμβληματική μητρόπολη του δυτικού κόσμου για λόγους αμφιβολιών επαρκούς ελέγχου και αξιολόγησης των οδηγών σου, όπως συνέβη στις 22 Σεπτεμβρίου στην Uber, οπωσδήποτε το λιγότερο που μπορείς να κάνεις είναι να φανείς ευγενικός. Ιδιαίτερα, εφόσον το προηγούμενο εξάμηνο έχεις απολύσει 20 υπαλλήλους για μια υπόθεση σεξουαλικής παρενόχλησης, έχεις κατηγορηθεί για απάτη και υπεξαίρεση χρημάτων και έχεις φτάσει στο σημείο ο παραιτηθείς εξαιτίας όλων αυτών συνιδρυτής και πρώην διευθύνων σύμβουλός σου να ταυτίζεται πια με την πλέον αλαζονική και ανήθικη όψη της Σίλικον Βάλεϊ.
Η Uber, εταιρεία μίσθωσης, μέσω λογισμικού, οχημάτων που οδηγούν οι ιδιοκτήτες τους, όπως και η Airbnb και διάφορες άλλες επιχειρήσεις της λεγόμενης «sharing economy», αποτελεί ουσιαστικά τρόπο για να πουλάμε ο ένας στον άλλον υπηρεσίες χωρίς την παρέμβαση των επαγγελματικών κλάδων που τις χειρίζονταν έως τώρα. Επεκτείνεται με μια σειρά μικρών πραξικοπημάτων. Ανακοινώνει την έναρξη των εργασιών της σε μια πόλη, τίθεται σε λειτουργία, και αν οι τοπικοί κανόνες δεν προβλέπουν την έγκριση παρόμοιων υπηρεσιών, στηρίζεται στη θετική ανταπόκριση της κοινής γνώμης λόγω των χαμηλότερων κομίστρων και σε ισχυρές δυνάμεις λομπιστών για να αλλάξει την κείμενη νομοθεσία. Είναι ο λεγόμενος «νόμος του Τράβις», διατυπωμένος από τον 40χρονο συνιδρυτή και πρώην διευθύνοντα σύμβουλο της Uber, Τράβις Καλάνικ: αν το κοινό θέλει πολύ ένα προϊόν, οι πολιτικοί θα συνωμοτήσουν για να το αποκτήσει –κάτι σαν εκείνον τον διάσημο αφορισμό του Πάουλο Κοέλιο για το Σύμπαν και τις ανθρώπινες επιθυμίες.
Αν η θέση αυτή ακούγεται κυνική, αυτό συμβαίνει γιατί είναι. Η στρατηγική των συνιδρυτών της εταιρείας, Γκάρετ Καμπ και Τράβις Καλάνικ, ήταν εξαρχής συγκρουσιακή: το συγκοινωνιακό σύστημα παγκοσμίως αποτελεί υπόδειγμα ανθεκτικής κυβερνητικής ρυθμιστικής παρέμβασης –«σπάσε το πρώτα, κι αν παρουσιαστεί πρόβλημα, το διορθώνεις αργότερα» ήταν η λογική τους. Σε 76 μεγάλες πόλεις παγκοσμίως (μεταξύ των οποίων και η Αθήνα από το 2014) η τακτική έπιασε και τους προσπορίζει μεγάλο μερίδιο της αγοράς. Στη Δανία, στην Ουγγαρία, στην Ιταλία, στη Γερμανία, στη Βουλγαρία, στην Ιαπωνία, στην Ταϊβάν, το ρυθμιστικό πλαίσιο έτρεψε σε φυγή την Uber. Και στις Ηνωμένες Πολιτείες αποκάλυψε τα ανομήματά της.
Τα ανομήματα της Uber μπορούν να χωριστούν σε δύο κατηγορίες: κατεργαριές και αμαρτήματα. Οι κατεργαριές της δεν είναι και λίγες. Μεταξύ 2013 και 2014 υπάλληλοί της κατηγορήθηκαν για ψευδείς κλήσεις στις ανταγωνίστριες εταιρείες Lyft και Gett. To CNN Money ανέφερε ότι ζητούνταν διαδρομές οι οποίες στη συνέχεια ακυρώνονταν, η εταιρεία όμως αρνήθηκε την ανάμειξή της, αποδίδοντας τυχόν παρατυπίες στην ατομική πρωτοβουλία ορισμένων για δικό τους όφελος. Πάνω-κάτω ίδια ήταν η απάντηση και στην περίπτωση του αντιπροέδρου της, Εμιλ Μάικλ, ο οποίος σε ιδιωτική συνομιλία τον Νοέμβριο του 2014 πρότεινε τη συγκρότηση ενός προϋπολογισμού ύψους 1 εκατ. δολαρίων για την εξεύρεση επιβαρυντικών στοιχείων της προσωπικής ή επαγγελματικής ζωής δημοσιογράφων που επεφύλασσαν αρνητική δημοσιότητα στην επιχείρηση.
Αυτή η μάλλον επιφανειακή δικαιολογία δεν ισχύει σε καμία περίπτωση για την αποκάλυψη των «New York Times» τον Μάρτιο του 2017, σύμφωνα με την οποία η Uber παρείχε στους οδηγούς της το Greyball, ένα εκλεπτυσμένο software ταυτοποίησης υπαλλήλων ρυθμιστικών αρχών, προκειμένου να αποφεύγει τους ελέγχους σε πόλεις όπου δραστηριοποιείτο παράνομα. Χρησιμοποιώντας τα στοιχεία ήδη γνωστών μελών των σωμάτων ασφαλείας και κατασκευάζοντας προφίλ πιθανών άλλων ψάχνοντας στις σελίδες των κοινωνικών δικτύων, η εταιρεία μπορούσε να παρακάμψει πιθανές κλήσεις τους στην εφαρμογή. Αυτή τη φορά η Uber παραδέχθηκε τη λαθροχειρία και υποσχέθηκε να εγκαταλείψει το σύστημα.
Τα αμαρτήματά της, όμως, είναι ακόμη περισσότερα. Κατά χρονική σειρά τέλεσής τους υπάρχουν τα ζητήματα ελλιπούς προστασίας της ιδιωτικότητας που η αρμόδια επιτροπή της αμερικανικής Γερουσίας έθεσε στην εταιρεία τον Νοέμβριο του 2014, η περίπτωση του οδηγού της, Τζέισον Ντάλτον, και οι δολοφονίες έξι ατόμων που αυτός διέπραξε στο Καλαμαζού του Μίσιγκαν στις 20 Φεβρουαρίου 2016, οι κατηγορίες σεξουαλικής παρενόχλησης που η πρώην μηχανικός της Uber, Σούζαν Φάουλερ, εξέφρασε δημόσια στις 20 Φεβρουαρίου 2017, και η μήνυση για απάτη που κατατέθηκε σε βάρος της εταιρείας τον Απρίλιο του 2017 με την κατηγορία ότι κλέβει συστηματικά πελάτες και οδηγούς χρεώνοντας τους πρώτους για μακρύτερες διαδρομές και πληρώνοντας τους τελευταίους για βραχύτερες. Ο κατάλογος απέχει από το να είναι εξαντλητικός. Περιλαμβάνει ακόμη θανατηφόρα ατυχήματα, σεξουαλικές επιθέσεις οδηγών σε επιβάτιδες, απόπειρες κατασκοπείας και υποκλοπές προγραμμάτων των ανταγωνιστών της. Και για πολλούς τα αίτια δεν έχουν να κάνουν με την αδυναμία της εταιρείας να ελέγξει τους υπαλλήλους της, αλλά με τις αξίες που επιθυμεί να τους εμφυσήσει.
«Asshole culture», «μ… κουλτούρα», ήταν ο όρος που χρησιμοποίησε ο μηχανικός λογισμικού Λέσλι Μάιλι για να περιγράψει τις εταιρικές συμπεριφορές της Uber στην Τζούλια Γουόνγκ του «Guardian» τον περασμένο Μάρτιο. Το περιεχόμενο του όρου εξηγούν καλύτερα δύο μαρτυρίες, αυτή του πρώην εργαζομένου «Ντέιβιντ» στο ίδιο άρθρο και εκείνη της δημοσιογράφου Σάρα Λέισι σε συνέντευξή της στον δικτυακό τόπο Vox. O «Ντέιβιντ» εξιστορεί πως στη διάρκεια της εκπαίδευσής του τού τέθηκε ένα υποθετικό σενάριο στο οποίο ανταγωνιστική επιχείρηση θα πρόσφερε σε σύντομο χρονικό διάστημα μια υπηρεσία που η Uber δεν διέθετε. Η ορθή αντιμετώπιση δεν ήταν η κατασκευή ενός ποιοτικά καλύτερου εργαλείου που θα προσέλκυε τελικά τον χρήστη, έστω κι αν η εταιρεία ερχόταν δεύτερη, αλλά «η εφαρμογή μιας ατελούς λύσης, ώστε να βγούμε εμείς στην αγορά πριν από τον ανταγωνισμό». Με τη σειρά της η Λέισι επεσήμανε στο Vox τον Φεβρουάριο του 2017 ότι η Uber διακρινόταν από μια «ανδρική κουλτούρα επιπέδου Γυμνασίου, ανδρική σε υπερβολικό βαθμό, σεξουαλική σε υπερβολικό βαθμό». «Σεξιστική» ίσως είναι πιο ταιριαστός χαρακτηρισμός, αν παρακολουθήσει κανείς τα όσα έγραφε στο blog της την ίδια περίοδο η Σούζαν Φάουλερ, ειδικά όσον αφορά την παρενόχλησή της από έναν διευθυντή τον οποίο κανείς δεν άγγιζε επειδή «επιτύγχανε υψηλές χρηματικές αποδόσεις». Ο παραπάνω συνδυασμός θράσους, σεξισμού και έλλειψης λογοδοσίας είναι εύκολα αναγνωρίσιμος στον συνιδρυτή και μέχρι πρότινος CEO της επιχείρησης, Τράβις Καλάνικ.
Περισσότερο και από την εκ του μηδενός διαμόρφωση ενός κολοσσού αξίας 70 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ο Καλάνικ είναι γνωστός για μια ατάκα του στο ανδρικό περιοδικό «GQ» τον Φεβρουάριο του 2014 με την οποία έκανε ένα λογοπαίγνιο για την αύξηση του sex appeal του λόγω της επιτυχίας του: «αντί Uber, θα πρέπει να τη λέμε Boober» («Βυζούμπερ», ας πούμε, ελληνιστί). Ασεβής, αγενής, χυδαίος ενίοτε, επιτυχημένος οπωσδήποτε, ο Καλάνικ μπορούσε ατιμωρητί να διαπληκτίζεται δημοσίως με έναν οδηγό της εταιρείας («ξέρεις, φίλε, κάποιοι απλώς δεν θέλουν να αναλάβουν την ευθύνη για τα λάθη τους» είπε ο CEO στον οδηγό), να καλλιεργεί την εικόνα τού γυναικοκατακτητή, να διακηρύσσει σε μια ομιλία του το 2016 ότι η Uber έχει ως αποστολή της να βοηθήσει τους Αμερικανούς «να ανακτήσουν τις πόλεις» τους.
Από τη στιγμή που η έρευνα, την οποία ο ίδιος παρήγγειλε στον πρώην υπουργό Δικαιοσύνης των ΗΠΑ Ερικ Χόλντερ για την υπόθεση Σούζαν Φάουλερ, κατέληξε σε 20 απολύσεις, δείχνοντας και πιθανές δικές του ευθύνες, δεν τον έσωζε η γνωστή στη Σίλικον Βάλεϊ «προσωπολατρία του ιδρυτή». Οι μέτοχοι επεδίωξαν να απαλλαγούν από το βαρίδι που ωθούσε γοργά προς τα κάτω μια εταιρική αποτίμηση η οποία στιγμιαία είχε αγγίξει τα 100 δισεκατομμύρια δολάρια. Στις 20 Ιουνίου του τρέχοντος έτους ο Καλάνικ παραιτήθηκε, στις 29 Αυγούστου ο Ντάρα Χοσροζάχι ορίστηκε διάδοχός του –και βούτηξε στα βαθιά του Τάμεση έχοντας να διαχειριστεί την κρίση του Λονδίνου.
Το «Champions League των συγκοινωνιών», όπως είχε σε ανύποπτο χρόνο χαρακτηρίσει τη βρετανική πρωτεύουσα ο Καλάνικ, δεν χρειαζόταν απαραίτητα να εφαρμόσει σκληρό παιχνίδι απέναντι στην Uber. Οπως έγραφε στους «New York Times» της 28ης Σεπτεμβρίου ο Τζέιμς Στιούαρτ: «Οι ανησυχίες της ρυθμιστικής αρχής για την απουσία αναφορών πιθανών εγκληματικών πράξεων στην Αστυνομία ή τα ερωτήματα για τους ελέγχους υγείας και καταλληλότητας των οδηγών θα μπορούσαν να είχαν διευθετηθεί σχετικά εύκολα».
Υπήρχε όμως η πίεση μιας ισχυρής επαγγελματικής ομάδας, αυτής των οδηγών των περίφημων μαύρων ταξί, και η παρουσία στη δημαρχία μιας ισχυρής προσωπικότητας, του 47χρονου Εργατικού Σαντίκ Καν. Η πρώτη απάντησε στην εισβολή της Uber με μια αξιομνημόνευτη απεργία που παρέλυσε το Κεντρικό Λονδίνο τον Ιούνιο του 2014. Ο δεύτερος σίγουρα δεν χάρηκε από την πρωτοβουλία της εταιρείας να ζητήσει από τους χρήστες της να εγκρίνουν ένα δικτυακό υπόμνημα για τη σωτηρία της, ιδιαίτερα από τη στιγμή που αυτό συγκέντρωσε 800.000 υπογραφές. Λόγω αριστερής πολιτικής ιδιοσυγκρασίας και πολιτικής σκοπιμότητας που εκφράζεται με την καλλιέργεια ενός προφίλ δελφίνου του Τζέρεμι Κόρμπιν, ο Καν δεν βρήκε δύσκολο να δηλώσει με νόημα στην «Evening Standard» ότι «η αλαζονεία διά της οποίας μεγάλες εταιρείες με πλήθος πελατών αρνούνται να συμμορφωθούν με τους κανόνες είναι λανθασμένη, πιστεύω». Κατανοώντας πότε τον σφάζουν με το βαμβάκι, ο Χοσροζάχι υποσχέθηκε αναστοχασμό και συνεργασία.
Το δίδαγμα της όλης ιστορίας είναι μάλλον η επιφυλακτικότητα απέναντι στα πολλά κεράσια. Η περίφημη έγνοια παρόμοιων παρόχων για το καλό του καταναλωτή θα πρέπει να μετριαστεί από τη δική τους έκδηλη δίψα του χρήματος –δεν προσφέρουν τις υπηρεσίες τους αφιλοκερδώς στην ανθρωπότητα. Η αντίστοιχη ανησυχία των αυτοκινητιστών για την καταλληλότητα των ανταγωνιστών τους θα πρέπει να εγγραφεί στα συμφραζόμενά της: οι οδηγοί των μαύρων ταξί του Λονδίνου, για παράδειγμα, έλεγε ο Σαμ Νάιτ του «Guardian», «είναι σχεδόν αποκλειστικά λευκοί άνδρες που γκρινιάζουν διαρκώς για τους μετανάστες». Η παρέμβαση των Αρχών, τέλος, θα πρέπει να συνεξεταστεί με τις αναμενόμενες συνέπειες για το εργασιακό δυναμικό: η «Evening Standard» υπερασπίστηκε το δικαίωμα στην εργασία των 40.000 οδηγών της Uber στο Λονδίνο, «πολλοί από τους οποίους είναι φτωχοί και μετανάστες».
Στο μεταξύ, η εταιρεία άσκησε την έφεσή της και συνεχίζει κανονικά στους δρόμους του Λονδίνου (όπως και της Αθήνας, τουλάχιστον μέχρι να δούμε τι θα προβλέπει για τις εφαρμογές μεταφορών το αγνώστου τελικά περιεχομένου σχέδιο νόμου του υπουργείου). Η ανταγωνίστριά της, Lyft, συζητεί μια επένδυση 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων με την Google. Και όλοι οι ψηφιακοί ομόλογοί τους αναζητούν επίμονα την καινοτομία στον εκχρηματισμό της καθημερινότητας.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 8 Οκτωβρίου 2017.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ