Σε μια περίοδο που το ενδιαφέρον όλων των μεγάλων γεωπολιτικών παικτών στρέφεται έπειτα από πολλά χρόνια ξανά στα Βαλκάνια, η Αθήνα επιδιώκει να επανέλθει στην περιοχή με τρόπο εποικοδομητικό. Το έργο αυτό δεν θα είναι εύκολο. Τα ανοικτά μέτωπα της ελληνικής διπλωματίας στην περιοχή, ακριβέστερα το Σκοπιανό και οι σχέσεις με την Αλβανία, παράλληλα με την αναγνώριση ή μη του Κοσόβου και την επίδραση που αυτό θα είχε στις σχέσεις με τη Σερβία, δεν είναι εύκολα διαχειρίσιμα, κρύβουν παγίδες και οι λύσεις είναι περίπλοκες. Το 2018 θα μπορούσε να είναι έτος κομβικό καθώς ο ανταγωνισμός για την πρόσδεση των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων στη μία ή στην άλλη σφαίρα επιρροής «θα ανάψει».
Προς το παρόν, η ελληνική κυβέρνηση επιμένει στην προβολή μιας θετικής ατζέντας συνεργασίας, μέσω της άσκησης πολυμερούς διπλωματίας. Η 2η υπουργική συνάντηση Ελλάδος – Αλβανίας – Βουλγαρίας και πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (πΓΔΜ) στις 5 Οκτωβρίου στη Θεσσαλονίκη και η τετραμερής Σύνοδος Κορυφής Ελλάδος – Βουλγαρίας – Ρουμανίας – Σερβίας μία ημέρα νωρίτερα στη Βάρνα της Βουλγαρίας, στην οποία συμμετείχε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, κινούνται σε αυτό το πλαίσιο.
«Εξυπνη, ήπια ισχύς»
Ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς εμφανίζεται ως λάτρης αυτών των περιφερειακών σχημάτων συνεργασίας (θα πρέπει να προστεθεί σε αυτά και το σχήμα Ελλάδα – Βουλγαρία – Ρουμανία – Κροατία που ο ίδιος προσομοιάζει με «βαλκανικό Βίζεγκραντ») στο πλαίσιο ενός δόγματος χρήσης «έξυπνης, ήπιας ισχύος» στο πλαίσιο της οποίας, μέσω της οικονομικής, ενεργειακής συνεργασίας και της δημιουργίας δικτύων η Ελλάδα μπορεί να προβάλει έναν αναβαθμισμένο ρόλο τόσο σε επίπεδο περιφερειακό όσο και σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης, υπενθυμίζοντας ότι ήταν και η χώρα που το 2003 με την «Ατζέντα της Θεσσαλονίκης» άνοιξε τον δρόμο της ευρωπαϊκής προοπτικής για τις χώρες της περιοχής.
Ωστόσο, έμπειροι παρατηρητές δεν διστάζουν να σημειώσουν ότι οι διδαχές του αμερικανού θεωρητικού Τζόζεφ Νάι, του πατρός της «ήπιας» και ακολούθως της «έξυπνης» ισχύος, ίσως να μην είναι οι καταλληλότερες για μια εποχή όπου η «σκληρή ισχύς» επιστρέφει δυναμικά ακόμη και στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη μήτρα της ήπιας ισχύος, ενώ παρά τα αντιθέτως λεγόμενα η εικόνα της Ελλάδος ως παραδείγματος έχει, ως έναν βαθμό, τρωθεί στα μάτια των γειτόνων της. Ακόμη και στην ΕΕ ο γαλλογερμανικός άξονας εμφανίζεται έτοιμος να κινηθεί με μια τέτοια λογική στο πλαίσιο των σχεδιαζόμενων μεταρρυθμίσεων στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική.
Αυτό που παράλληλα είναι σαφές είναι μια ελαφρά στροφή της Αθήνας προς στενότερη συνεργασία με το Βελιγράδι.
Επειτα από μια, μάλλον σύντομη, περίοδο ψύχρανσης, η οποία είχε σχέση, μεταξύ άλλων, με μια διάθεση της ελληνικής πλευράς να εξετάσει τις σχέσεις της με τα Τίρανα υπό μορφή πακέτου που θα περιλάμβανε και κάποιου είδους προσαρμογή της στάσης της στο Κόσοβο, οι επαφές των δύο πλευρών έχουν ενισχυθεί με αλλεπάλληλες επισκέψεις. Αλλωστε η Σερβία θεωρείται κομβική χώρα για τους δυτικούς σχεδιασμούς, καθώς η σταθερότητά της κρίνεται απαραίτητη και η ρωσική επιρροή σε αυτήν ανησυχητική. Σε ανάλογη στενή συνεργασία βρίσκεται η Αθήνα με τη Βουλγαρία (αναλαμβάνει την εκ περιτροπής προεδρία της ΕΕ το προσεχές εξάμηνο), αν και η πρόσφατη υπογραφή του Συμφώνου Φιλίας Σόφιας – Σκοπίων ήγειρε ορισμένες ανησυχίες σε κύκλους της ελληνικής κυβέρνησης.
Το ζήτημα της ονομασίας
Δεν υπάρχει αμφιβολία πάντως ότι το ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων θα έλθει προσεχώς στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας και θα δοκιμάσει τις ελληνικές διπλωματικές αντοχές. Ο Μάθιου Νίμιτς, ο ειδικός απεσταλμένος του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, θα επανεμφανιστεί λογικά μετά τις 15 Οκτωβρίου όταν και θα πραγματοποιηθούν οι τοπικές εκλογές στην πΓΔΜ. Η ελπίδα όλων είναι ότι η κυβέρνηση του Ζόραν Ζάεφ θα κερδίσει τους μεγάλους δήμους αλλά και ότι το ποσοστό που θα λάβει, σε εθνικό επίπεδο, θα αποδείξει ότι πλέον αποτελεί την πρώτη δύναμη στη χώρα. Μια ήττα του εθνικιστικού κόμματος VMRO – DPMNE του Νίκολα Γκρούεφσκι θα μπορούσε να πυροδοτήσει εσωτερικές εξελίξεις και ενδεχομένως την «εκθρόνιση» του πρώην πρωθυπουργού. Αυτό θα μπορούσε να λειτουργήσει εποικοδομητικά για μία ηπιότερη στάση της γείτονος στις διαπραγματεύσεις.
Αθήνα και Σκόπια επιθυμούν ενίσχυση της εμπιστοσύνης
Πρόσωπα κοντά στις συνομιλίες του κ. Κοτζιά με τον σκοπιανό ομόλογό του Νίκολα Ντιμιτρόφ έλεγαν στο «Βήμα» προσφάτως ότι σε αυτή τη φάση και οι δύο πλευρές θέλουν να κινηθούν προσεκτικά. Η άμεση πρόοδος στο μέτωπο του ΝΑΤΟ δεν είναι εύκολη και αν ασκηθεί βεβιασμένη πίεση από έξωθεν δρώντες, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες ή η Γερμανία, αυτή θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μπούμερανγκ εναντίον μιας λύσης. Τόσο η Αθήνα όσο και τα Σκόπια εμφανίζονται να επιθυμούν ενίσχυση της εμπιστοσύνης, τόσο μέσω των διμερών ΜΟΕ που προβλέπεται να διευρυνθούν όσο και με κινήσεις στο μέτωπο της διασυνοριακής συνεργασίας και της ανταλλαγής πληροφοριών που πρόσφατα συμφωνήθηκαν στη Θεσσαλονίκη.
Αλλωστε, αντιστάσεις σε μια αμοιβαία αποδεκτή λύση υπάρχουν και στις δύο πλευρές. Το ζήτημα της ονομασίας είναι περίπλοκο και είναι χαρακτηριστικό ότι ιδιαίτερα ο κ. Ντιμιτρόφ προσπαθεί να μην επιβαρύνει τη συζήτηση με θέματα όπως αυτό της ταυτότητας. Σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε πρόσφατα για τον απολογισμό των πρώτων 100 ημερών της θητείας του, ο σκοπιανός υπουργός Εξωτερικών τόνισε ότι τα ζητήματα ταυτότητας πρέπει να αφαιρεθούν από το πλαίσιο της διαπραγματευτικής διαδικασίας με την Ελλάδα, ώστε να διευκολυνθεί η προσέγγιση των δύο πλευρών. Διαφαίνεται ότι οι δύο πλευρές επιδιώκουν ίσως «να σπάσει» η διαδικασία σε δύο μέρη, κάτι που περιέγραψε και ο κ. Κοτζιάς στη Νέα Υόρκη. Το πρώτο θα αφορά το όνομα και το εύρος χρήσης αυτού και σχετίζεται με την εντολή του κ. Νίμιτς. Το δεύτερο ενδέχεται να περιλαμβάνει τη γλώσσα και την ιθαγένεια (δηλαδή ζητήματα ταυτότητας), αλλά σε αυτό ίσως επιχειρηθεί μια διμερής προσέγγιση. Ωστόσο, δεν υπάρχουν ακόμη σαφείς θέσεις όσο κυρίως προθέσεις και εκτιμήσεις.
Ωστόσο, είναι ξεκάθαρο ότι το πρώτο εξάμηνο του 2018 μπορεί να είναι ένα «παράθυρο ευκαιρίας» σε επίπεδο ΕΕ. Μια σειρά παραγόντων συνηγορούν προς αυτή την κατεύθυνση. Στην ΕΕ το ενδιαφέρον για τα Δυτικά Βαλκάνια έχει αναζωπυρωθεί. Ακόμη και ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, ο οποίος στην αρχή της θητείας του είχε αποκλείσει κάθε ιδέα για νέα διεύρυνση, φρόντισε στην τελευταία ομιλία του στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να διαγράψει μια πορεία ελπίδας για τη Σερβία και το Μαυροβούνιο με ορίζοντα την περίοδο 2020 – 2025, λέγοντας μάλιστα ότι η Κομισιόν θα παρουσιάσει και σχετικό Εγγραφο Στρατηγικής ως τα τέλη του 2018.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ