12 Οκτωβρίου 1944. Εκκωφαντικές εκρήξεις συγκλονίζουν τον Πειραιά. Οι κατακτητές ναζί υποχωρούν αποχωρώντας και σπέρνουν φωτιά. Εχουν εντολή να καταστρέψουν τις υποδομές της πόλης και της χώρας.
Από τις απανωτές εκρήξεις ανατινάζονται τα κτίρια του Τελωνείου, του ΟΛΠ, του Λιμεναρχείου και άλλα. Ο ΕΛΑΣ δίνει τις τελευταίες του μάχες με τους ναζί, καθώς στην Αθήνα ο λαός ζει την πρώτη του πραγματική άνοιξη ύστερα από τέσσερα χρόνια: την Απελευθέρωση.
Στο Κερατσίνι δεσπόζει το φουγάρο της Ηλεκτρικής. Του εργοστασίου που τροφοδοτεί με ρεύμα το Λεκανοπέδιο και το οποίο αν οι ναζί κατάφερναν να καταστρέψουν θα βύθιζαν στο σκοτάδι την Αθήνα και τον Πειραιά, θα σταματούσαν ο σιδηρόδρομος και το τραμ, θα παρέλυε η ζωή για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Οι Γερμανοί έχουν καλωδιώσει το εργοστάσιο με τεράστιες ποσότητες εκρηκτικών που είχαν τοποθετήσει δύο-τρεις μήνες πριν κάτω από τις τουρμπίνες ηλεκτροπαραγωγής, έχουν απομονώσει τους 300 εργαζομένους και είναι έτοιμοι να τινάξουν την Ηλεκτρική στον αέρα. Λογαριάζουν όμως χωρίς… τον ξενοδόχο.
Ο ΕΛΑΣ κινητοποιεί αμέσως τις δυνάμεις του 1ου τάγματός του στην περιοχή και οι άνδρες του παίρνουν θέσεις μάχης γύρω από την Ηλεκτρική. Ο καπετάνιος του 6ου Ανεξάρτητου Συντάγματος Νίκανδρος Κεπέσης και ο διοικητής Σωτήρης Κύβελος δίνουν οδηγίες και ξεκινούν διαπραγματεύσεις μέσω μιας εργαζομένης στο εργοστάσιο να αφήσουν τους Γερμανούς να αποχωρήσουν με ασφάλεια και αυτοί να απελευθερώσουν τους αιχμάλωτους εργαζομένους και βέβαια να μην ανατινάξουν το εργοστάσιο.
Ξαφνικά μια ομάδα περίπου 30 γερμανών ποδηλατιστών που προέρχονταν από το εργοστάσιο ΚΟΠΗ, το οποίο μόλις είχε καταλάβει ο ΕΛΑΣ, εμφανίστηκαν πυροβολώντας με κατεύθυνση την Ηλεκτρική. Δέχθηκαν τα πυρά των ανδρών του ΕΛΑΣ, η σφοδρότητα των οποίων ήταν τέτοια που ανάγκασε τους Γερμανούς να αποδεχθούν τους όρους των αντιστασιακών ομάδων και να ελευθερώσουν τους εργαζομένους με αντάλλαγμα να αποχωρήσουν με ασφάλεια και αυτοί.
Βέβαια ο Ν. Κεπέσης για τον «φόβο των Ιουδαίων», δηλαδή για το ενδεχόμενο επιστροφής των ναζί, έθεσε τις δυνάμεις του σε επιφυλακή. Διέταξε να παραμείνει στο εργοστάσιο φρουρά 15 ανδρών του ΕΛΑΣ και άλλη δύναμη να τοποθετηθεί στον λόφο με την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, με μέτωπο προς Πέραμα και Κοκκινιά. Και οι φόβοι του επιβεβαιώθηκαν.
Γράφει ο Νίκανδρος Κεπέσης στο βιβλίο του «Ο Δεκέμβρης του ’44», στο κεφάλαιο για τη Μάχη της Ηλεκτρικής: «Ξημερώνει 13 του Οκτώβρη του 1944. Είχε αρχίσει να χαράζει. Οι καμπάνες των εκκλησιών από τον Πειραιά άρχισαν να χτυπούν με τον πιο χαρμόσυνο και πανηγυρικό τρόπο…
…Οι Γερμανοί γύρισαν από το Πέραμα. Κι αφού ανατίναξαν τις εγκαταστάσεις της ΣΕΛΛ εκεί, πήραν δρόμο για το ηλεκτρικό εργοστάσιο. Οι δυνάμεις μας, όπως είχαμε διατάξει, δεν εκδηλώθηκαν. Αφησαν το γερμανικό φορτηγό μ’ ένα ρυμουλκούμενο να προχωρήσει μέσα στη λαβίδα της διάταξής μας. Οι Γερμανοί φάνηκε πως δεν είχαν αντιληφθεί τίποτε και προχωρούσαν ανυποψίαστοι για αυτό που τους περίμενε.
Ξεπέζεψαν και προχώρησαν προς τον μαντρότοιχο και την είσοδο του εργοστασίου. Και τότε δέχτηκαν τα πυρά μας πρώτα μέσα από το εργοστάσιο κι αμέσως από παντού. Αιφνιδιάστηκαν. Εχασαν την ψυχραιμία τους καθώς βλέπανε να πέφτουν γύρω τους οι συμπολεμιστές τους.
Ενας, δύο, τρεις… Και ο κλοιός γύρω τους όλο και στένευε και δυνάμωναν το ντουφεκίδι των ελασιτών και οι ριπές των αυτομάτων τους. Ετσι κυκλωμένοι και βαλλόμενοι οι χιτλερικοί άρχισαν να λιποψυχούν. Ενας απ’ αυτούς, τώρα, θέλει να παραδοθεί καθώς ακούει τον τηλεβόα στα γερμανικά να τον καλεί, για να σωθεί. Σηκώνει το άσπρο μαντίλι του. Μα μόλις που πρόλαβε να ξανεμίσει στον αέρα.
Ενας βαθμοφόρος του τον πυροβολεί και τον σκοτώνει.
Τούτο το επεισόδιο είναι μια νέα παρόρμηση για τους ελασίτες. Δυναμώνουν οι ριπές τους κι απανωτές οι χειροβομβίδες πέφτουν πάνω στα γερμανικά οχήματα. Ενα απ’ αυτά κομματιάζεται. Κι άλλοι ακόμη χιτλερικοί πέφτουν νεκροί. Χάνει όμως και ο ΕΛΑΣ άλλον έναν άξιο μαχητή του, τον αξέχαστο συναγωνιστή σ. Γκιόρδα. Λίγα λεπτά πιο ύστερα ένας δεκατετράχρονος επονίτης (ένα αετόπουλο) μ’ ένα περίστροφο στο χέρι θα συρθεί με προφύλαξη προς το μέρος του δολοφόνου βαθμοφόρου. Θα σημαδέψει και θα ρίξει με επιτυχία. Ο βαθμοφόρος αυτός ήταν ο ένατος χιτλερικός νεκρός.
Εκείνη την ώρα ο τηλεβόας μας που τον κρατά γερά ένας γερμανομαθής ελασίτης θα πλησιάσει πιο πολύ και θα δυναμώσει τη φωνή του, που χτυπά ίσια στις τρεμάμενες καρδιές των χιτλερικών.
«Παραδοθείτε, όσο ακόμη είναι καιρός!».
«Παραδοθείτε για να σώσετε τη ζωή σας!».
«Παραδοθείτε! Σας εγγυόμαστε να σεβαστούμε τα δικαιώματά σας, σαν αιχμαλώτων πολέμου!».
Και τώρα δεν είναι μόνο ένα το άσπρο μαντίλι. Είναι πολλά. Και δεν ξανεμίζουν δειλά στον αέρα, μα σταθερά… Σα θύελλα ορμάνε οι ελασίτες και ξοπίσω άμαχος λαός. Αφοπλίζουν τους παραδομένους Γερμανούς. Και μέσα στον πυρετό της συγκίνησης αγκαλιάζονται και φιλιούνται μπροστά στα κατάπληκτα μάτια των χιτλερικών…».
Ετσι σώθηκαν το ηλεκτρικό εργοστάσιο της Πάουερ (ΔΕΗ σήμερα) και ο ηλεκτροφωτισμός της πρωτεύουσας. Υστερα από μάχη πέντε ωρών, οι Γερμανοί μετρούσαν 11 νεκρούς, 21 τραυματίες και 24 αιχμαλώτους που παραδόθηκαν αργότερα στους Βρετανούς. Οι Ελληνες έχασαν 11 μαχητές.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ