Οι έννοιες και του φιλελευθερισμού και του νεοφιλελευθερισμού, όπως όλοι οι βασικοί όροι στις κοινωνικές επιστήμες, είναι πολυσημικές. Δηλαδή αλλάζουν σημασία ανάλογα με το πλαίσιο στο οποίο χρησιμοποιούνται.
Φιλελευθερισμός
Ο φιλελευθερισμός ως ιδεολογία και πρακτική αναπτύχθηκε στην εποχή του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης. Κυρίως στον 19ο αιώνα, στην Ευρώπη αλλά και στη Λατινική Αμερική, παρατηρούμε κινήματα και κόμματα που εναντιώνονται στα αυταρχικά καθεστώτα και στην πολιτική καταπίεση πιο γενικά. Δίνουν έμφαση στην ελευθερία του ατόμου και στην εξάπλωση αστικών και πολιτικών δικαιωμάτων στα λαϊκά στρώματα. Ως ιδεολογία ο φιλελευθερισμός πήρε και συντηρητικές και προοδευτικές μορφές. Στην πρώτη περίπτωση η ελευθερία του ατόμου δεν πρέπει να περιορίζεται στον πολιτικό χώρο μόνο. Στο πλαίσιο των αγορών, τα δρώντα υποκείμενα πρέπει να λειτουργούν ελεύθερα, πρέπει να απαλλαχθούν από περιορισμούς που το κράτος επιβάλλει.
Για παράδειγμα, στο επίπεδο της θεωρίας ο John Stuart Mill, ένας από τους βασικούς θεωρητικούς του κλασικού φιλελευθερισμού, υποστηρίζει στο πρώιμο έργο του τις ελεύθερες αγορές ως μία από τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη ατομικών δικαιωμάτων στους υπόλοιπους θεσμικούς χώρους. Στο ύστερο έργο του όμως αλλάζει γνώμη. Η ελευθερία της αγοράς πρέπει να περιοριστεί από ένα παρεμβατικό κράτος, που είναι ο μόνος τρόπος να αμβλυνθούν οι ανισότητες και οι αδικίες που ο οικονομικός φιλελευθερισμός δημιουργεί. Ετσι, στο επίπεδο της πολιτικής πρακτικής, βλέπουμε στη Βρετανία στις αρχές του 20ού αιώνα το κίνημα του «κοινωνικού φιλελευθερισμού» που ακολουθεί τις ύστερες θέσεις του Mills.
Οσο για τον συντηρητικό φιλελευθερισμό, ένα καλό παράδειγμα είναι οι θέσεις του αρχηγού του φιλελεύθερου κόμματος στις πρόσφατες γερμανικές εκλογές. Ο τελευταίος είναι υπέρ της επιβολής μιας πιο αυστηρής λιτότητας και δημοσιονομικής πειθαρχίας έναντι των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου. Δεν τον απασχολεί καθόλου το εντεινόμενο χάσμα μεταξύ της χώρας του που συσσωρεύει έναν τεράστιο όγκο πλεονασμάτων και των συστηματικών ελλειμμάτων των νοτιοευρωπαϊκών οικονομιών. Η λογική του βασίζεται στην ιδέα πως αν υπάρχουν ανισότητες στον χώρο της ευρωζώνης, δεν φταίει η Γερμανία για αυτό, αλλά χώρες όπου ο τρόπος ζωής των πολιτών τους οδηγεί στη χαλαρότητα, στην τάση να ξοδεύει κάποιος περισσότερο από ό,τι κερδίζει και, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, στην τεμπελιά και στην ανευθυνότητα. Επομένως, δεν είναι υποχρεωμένη η χώρα του, με χρήματα του γερμανικού λαού, να βοηθά τους «άσωτους» Νοτιοευρωπαίους.
Στα παραπάνω βλέπουμε τη βασική διαφορά μεταξύ του συντηρητικού και του κοινωνικού φιλελευθερισμού. Αν δεν λάβουμε υπόψη μας αυτή τη διαφορά, δεν μπορούμε να καταλάβουμε και την πρόσφατη δήλωση του Γιώργου Καμίνη ότι είναι και φιλελεύθερος και αριστερός. Δεν πρόκειται για οξύμωρο σχήμα, αλλά για τον βασικό ορισμό του προοδευτικού, κοινωνικού φιλελευθερισμού.
Νεοφιλελευθερισμός
Πολλοί απορρίπτουν την έννοια του νεοφιλελευθερισμού, με το επιχείρημα ότι συχνά δεν τη βρίσκουμε στα επιστημονικά κείμενα των οικονομολόγων. Είναι όμως προφανές ότι σήμερα πρόκειται για μια έννοια που, στον χώρο των κοινωνικών επιστημών αλλά και στον καθημερινό λόγο, χρησιμοποιείται ευρέως, όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και παγκοσμίως. Είναι λοιπόν απαραίτητο να διευκρινίσουμε πως αυτός ο όρος χρησιμοποιείται στο πλαίσιο της σημερινής παγκοσμιοποίησης.
Συχνά συγχέεται η φιλελεύθερη με τη νεοφιλελεύθερη οικονομία. Αυτό είναι παραπλανητικό. Για παράδειγμα, η φιλελεύθερη οικονομία στον 19ο αιώνα ήταν προφανώς διαφορετική από την παγκοσμιοποιημένη οικονομία του 21ου αιώνα. Μια κύρια διαφορά είναι πως η προηγούμενη παγκοσμιοποίηση (1860-1914) ήταν πολύ πιο περιορισμένη. Οι επιχειρήσεις με παγκόσμια εμβέλεια δεν μπορούσαν να διεισδύσουν στην περιφέρεια των εθνικών αγορών στον βαθμό που οι πολυεθνικές το πετυχαίνουν σήμερα. Αν σκεφτεί κανείς πως μια επιχείρηση όπως η Siemens έχει υποκαταστήματα σε όλες σχεδόν τις πόλεις του πλανήτη, αντιλαμβάνεται τον βαθμό διείσδυσης του πολυεθνικού κεφαλαίου σήμερα. Κάτι παρόμοιο, για τεχνικούς και άλλους λόγους, ήταν αδύνατον να επιτευχθεί στον 19ο αιώνα. Είναι ακριβώς για αυτόν τον λόγο που το κράτος-έθνος, μετά το άνοιγμα των παγκόσμιων αγορών στη δεκαετία του 1980 και μετά, έχασε ένα μέρος της αυτονομίας του –κυρίως τη δυνατότητά του να ελέγχει τις κινήσεις των κεφαλαίων εντός των εθνικών συνόρων.
Βέβαια, εδώ πρέπει να τονιστεί πως η σημερινή, σε σχέση με την προηγούμενη, παγκοσμιοποίηση δεν έχει μόνο επιπτώσεις (π.χ. ανισότητες, οικολογική καταστροφή κ.τ.λ.), αλλά και θετικές συνέπειες. Οπως τονίζουν οι υποστηρικτές της παγκόσμιας νεοφιλελεύθερης οικονομίας, το άνοιγμα των παγκόσμιων αγορών έχει οδηγήσει, κυρίως στις αναδυόμενες οικονομίες, στη θεαματική μείωση της απόλυτης φτώχειας. Αυτό το πρωτοφανές επίτευγμα οδήγησε πάνω από ένα δισεκατομμύριο ανθρώπους σε μια κατάσταση όπου μια κακή σοδειά ή μια οικονομική κρίση δεν οδηγεί πια σε πλήρη εξαθλίωση ή στον θάνατο.
Από την άλλη μεριά, κυρίως η Αριστερά βλέπει μόνο τα αρνητικά χαρακτηριστικά του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Αγνοεί πώς είναι το άνοιγμα των παγκόσμιων αγορών στη δεκαετία του 1990 που οδήγησε εν μέρει στη μείωση της απόλυτης φτώχειας. Υποστηρίζει ότι ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός γενικά μοιάζει με μια αμαξοστοιχία που δεν έχει φρένα –αφού ο πολιτικός έλεγχος που υπήρχε στη «χρυσή εποχή» της Σοσιαλδημοκρατίας (1945-1975) δεν υπάρχει σήμερα. Σύμφωνα με την Αριστερά, όσο ζούμε σε μια εποχή όπου δεν υπάρχουν παγκόσμιοι πολιτικοί μηχανισμοί που να ελέγχουν αποτελεσματικά τον κυρίαρχο χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό-καζίνο, ο κόσμος οδηγείται σε ένα απερίγραπτο χάος, σε μια συνεχή αβεβαιότητα.
Συμπέρασμα
Για να αποφύγει κανείς τη σύγχυση που και η έννοια του φιλελευθερισμού και αυτή του νεοφιλελευθερισμού δημιουργούν στον δημόσιο χώρο, χρειάζεται να τις εντάξει στο θεωρητικό και ιστορικό πλαίσιο στο οποίο λειτουργούν. Ο φιλελευθερισμός από τον 19ο αιώνα ως σήμερα έχει πάρει και τη μορφή που προτείνει τη μη επέμβαση του κράτους στις αγορές, αλλά και τη μορφή ενός παρεμβατικού κράτους που προσπαθεί να ελέγξει τον άναρχο καπιταλισμό. Αρα για να αποφευχθεί ο αποπροσανατολισμός πρέπει πάντα να διακρίνει κανείς τον οικονομικό από τον κοινωνικό φιλελευθερισμό. Οσο για την έννοια του νεοφιλελευθερισμού, το πρόθεμα νεο βασίζεται στις ποιοτικές διαφορές μεταξύ της προηγούμενης (1860-1914) και της τωρινής παγκοσμιοποίησης. Οταν οι παραπάνω διακρίσεις αγνοούνται, έχουμε «ταμπέλες» που αποπροσανατολίζουν.
Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας LSE.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ