«Η Θεοδώρα έχει βάλει το καπέλο της και πηγαίνει». Ο συλλέκτης Βλάσης Φρυσίρας πιστεύει ότι η νικήτρια του 3ου Βραβείου Σύγχρονης Ευρωπαϊκής Ζωγραφικής, το οποίο έχει θεσμοθετήσει μέσω του μουσείου του στην Πλάκα, έχει πολύ μέλλον μπροστά της. Αναδείχθηκε εξάλλου ομόφωνα από την κριτική επιτροπή του βραβείου (Κουτσομάλλης, Σταμπολίδης, Χαραλάμπους, Κοσκινά, Μπότσογλου, Pat Andrea και τον ίδιο τον Φρυσίρα) χάρη στην ιδιαιτερότητα του έργου της και ξεχώρισε ανάμεσα στους 20 επικρατέστερους υποψηφίους και βεβαίως και από τους αρχικούς 200. To διακρίνεις στη μαγνητική παρουσία της και στον αέρα της.
Η 33χρονη Ρουμάνα Θεοδώρα Αξέντε που βρέθηκε στην Αθήνα για τη βράβευσή της στο Μουσείο Φρυσίρα στις 4 Οκτωβρίου είναι μια φιγούρα από έναν άλλον κόσμο και μιαν άλλη εποχή με το μακρύ λευκό φόρεμά της και το μεγάλο μαύρο καπέλο της. Μια (καλόκαρδη) μάγισσα του μέσου που χρησιμοποιεί για να πει ιστορίες μεταφυσικής αναστάτωσης, οι οποίες σημειωτέον εντυπωσίασαν όλους τους κριτές.
Από τον Βελάθκεθ στον Λιντς
Προτού φτάσει στη ζωγραφική, η Αξέντε δημιουργεί tableau vivant και αγκαλιάζει ή ντύνει τα μοντέλα της με κάποιο υλικό που της έχει κινητοποιήσει την περιέργεια, με εν δυνάμει ασφυξιογόνες ιδιότητες θα έλεγε κανείς, όπως σατέν μαξιλάρια, νάιλον ή αλουμινόχαρτο, και στη συνέχεια τα φωτογραφίζει. Από αυτή τη στατική εικόνα δημιουργεί τελικά τις ελαιογραφίες της με τις ανοίκειες, απόκοσμες συνθέσεις από απολύτως οικείες πρώτες ύλες που φέρνουν σε συνδιαλλαγή την εικονογραφία της ζωγραφικής του μπαρόκ –η ίδια εξάλλου παραδέχεται ότι ο Βελάθκεθ είναι μια μεγάλη επιρροή –με τη νοσηρή ατμόσφαιρα του καλλιτεχνικού σύμπαντος ενός Ντέιβιντ Λιντς, ιδίως αν αυτός αποφάσιζε να σκηνοθετήσει μια ταινία εποχής. Η Αξέντε αιχμαλωτίζει τη φευγαλέα στιγμή όπου η ανθρώπινη ψυχή ακροβατεί στο ευαίσθητο όριο ανάμεσα «στο καλό και το κακό, το διηνεκές και τη θνητή φύση» και αφήνει τις μορφές να αιωρούνται αναποφάσιστες ανάμεσα σε αυτά τα αόρατα σημεία σε μια αιώνια αναζήτηση αλήθειας και νοήματος.
Τίποτε τέτοιο δεν θα ήταν εφικτό χωρίς την τεχνική της ελαιογραφίας. «Δημιουργεί μιαν άλλη διάσταση στο έργο. Φέρνει ένα βάθος, ένα μυστήριο το οποίο μοιάζει να αναδύεται από τις αλλεπάλληλες στρώσεις χρώματος έτσι όπως τις αποθέτεις χωρίς να βιάζεσαι, στοχαστικά. Δημιουργούν μιαν ατμόσφαιρα που δεν συγκρίνεται με τις δυνατότητες κανενός άλλου μέσου» δηλώνει κατηγορηματικά και όχι εκ του ασφαλούς. Πολλές από τις προπαρασκευαστικές φωτογραφίες διαθέτουν μιαν αυτονομία εφάμιλλη με εκείνη του ζωγραφικού της έργου, όμως η Αξέντε είναι κατηγορηματική ότι η ιδιότητά της είναι εκείνη της ζωγράφου και αρνείται να τις εκθέσει.
Απαρέγκλιτα ζωγράφος λοιπόν και για πάντα Ρουμάνα. Η Αξέντε έχει γεννηθεί σε μια μικρή πόλη στην Τρανσυλβανία και αναγνωρίζει ως αφετηρία των δημιουργικών της επιρροών την ορθόδοξη πίστη της και μια βυζαντινή εικόνα που της είχε δώσει η γιαγιά της όταν ήταν παιδί. «Πιο παλιά αναζητούσα την έμπνευση σε ψαλμούς στη Βίβλο.
Απομόνωνα αποσπάσματα και σύμβολα, και προσπαθούσα να τα εικονογραφήσω με το μυαλό μου σε συνδυασμό με ορισμένα υλικά που είχα βρει, περίπου σαν να έστηνα μια παράσταση. Υπάρχει κόσμος που βλέπει έργα μου και αισθάνεται ότι αποπνέουν ευσέβεια, μια θρησκευτικότητα. Δεν είναι κάτι όμως που προκαλώ συνειδητά».
H Αξέντε είναι μέλος της «Σχολής του Κλουζ» κυριολεκτικά και μεταφορικά. Γιατί το Πανεπιστήμιο Τεχνών και Ντιζάιν αυτής της σχετικά άγνωστης πόλης της Ρουμανίας όπου η Θεοδώρα ολοκλήρωσε και το μάστερ αλλά και το PhD της αρχίζει να αποκτά μια παράδοση στην αναπαραστατική ζωγραφική και να βγάζει νέους ζωγράφους, όπως ο Βίκτορ Μαν, οι οποίοι διαπρέπουν διεθνώς.
«Νιώθω πολύ άνετα μέσα στο comfort zone μου στο Κλουζ. Είμαι δεμένη με τον τόπο που γεννήθηκα και την ταυτότητά μου. Θα μου κόβονταν τα φτερά αν έπρεπε να δουλέψω σε κάποιο άλλο μέρος». Ωστόσο ταξιδεύει όποτε χρειαστεί. Για να κλείσει μια συνεργασία με την γκαλερί στην Ιταλία, για να κάνει την ατομική έκθεση στη Νέα Υόρκη, για να πάρει το πρώτο βραβείο από το Μουσείο του Εσλ της Αυστρίας, προτού καλά καλά αποφοιτήσει από τη Σχολή. Η Θεοδώρα έχει βάλει το καπέλο της και πηγαίνει και το βραβείο από την Ελλάδα, μαζί με τα 3.000 ευρώ που το συνοδεύουν.
Ενα βραβείο συν δύο διακρίσεις
Εκτός από τη βραβευθείσα Αξέντε, στο πλαίσιο του 3ου Βραβείου Σύγχρονης Ευρωπαϊκής Ζωγραφικής, το οποίο απευθύνεται σε αποφοίτους σχολών καλών τεχνών της Ευρώπης με ηλικία κάτω των 40 ετών, διακρίθηκαν άλλοι δύο ζωγράφοι για την αισθητική ποιότητα και τη μορφολογική ιδιαιτερότητα του έργου τους. Αφενός ο Χρίστος Μιχαηλίδης, ο οποίος έχει ως βασικό θεματικό άξονα το τοπίο ως αφορμή για περαιτέρω μορφολογικές αναζητήσεις, αφετέρου η Αφροδίτη Κροντήρη, με τις πυκνές αλληγορίες. Και οι δυο τους επιμένουν να επιλέγουν ένα μέσο, τη ζωγραφική, το οποίο «αντιμετωπίζεται με αμηχανία στην Ελλάδα», όπως θα πει η Κροντήρη.
«Εχω παρατηρήσει μιλώντας με μεγαλύτερους ότι όλοι θεωρούν πως στην εποχή τους η ζωγραφική ήταν υποβαθμισμένη» θα συμπληρώσει ο Μιχαηλίδης. Οι διακρίσεις είναι μια επιβράβευση σε αυτή τους την προσπάθεια, αν και για την ώρα είναι άγνωστο πού θα τους οδηγήσoυν. Το σημαντικό είναι ότι το μόνο που χρειάστηκε να κάνουν ήταν να ανταποκριθούν στο ανοιχτό κάλεσμα που είχε απευθύνει το Μουσείο Φρυσίρα και να στείλουν πορτφόλιο με δουλειά τους. «Τα βραβεία είναι τελείως αξιοκρατικά» θα πει ο Βλάσης Φρυσίρας, δίχως να δέχεται κουβέντα περί του αντιθέτου. «Τώρα, σε τι θα τους χρησιμεύσει η διάκρισή τους; Θα τους ακολουθεί στο βιογραφικό τους, θα μπει το έργο τους στους καταλόγους του Μουσείου, θα ταξιδέψει το όνομά τους σε όλον τον κόσμο. Χρειάζεται όμως να μην επαναπαύονται και να είναι δραστήριοι. Να μην κάθονται στα αβγά τους».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ