Η γενναιοδωρία της Αγνής Μπάλτσα είναι φανερή σε κάθε έκφραση: στον χειμαρρώδη λόγο της, στις κινήσεις, στην ευγενική φιλοξενία της, ακόμη και στο πηγαίο χιούμορ της… Σε ένα διάλειμμα από τις πρόβες της «Ηλέκτρας» του Ρίχαρντ Στράους, όπου η ίδια ερμηνεύει τον ρόλο της Κλυταιμνήστρας στην πρώτη της συνεργασία με την Εθνική Λυρική Σκηνή, η κορυφαία μεσόφωνος της γενιάς της με υποδέχτηκε στο σπίτι της και μιλήσαμε για πολλά: για τη σχέση της με τον συγκεκριμένο ρόλο, για τη μυθική καριέρα της σε ολόκληρο τον κόσμο, για τους «θρύλους» με τους οποίους κατά καιρούς συνεργάστηκε, αλλά και για όσα την προβληματίζουν στην ταραγμένη εποχή που ζούμε. Οι λέξεις «ευθύνη», «γνώση» και «σεβασμός» επανέρχονται σταθερά στον λόγο της. Κάποια στιγμή, της λέω ότι θεωρώ σίγουρη την επιτυχία της σε λίγες ημέρες, στην αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος», στο νέο σπίτι της Λυρικής. «Τίποτε δεν είναι σίγουρο» μου λέει με ύφος σοβαρό, αυστηρό σχεδόν. «Είναι για όλους μας ένα μεγάλο στοίχημα. Δεν μπορούμε να προεξοφλήσουμε τα πράγματα».
Κυρία Μπάλτσα, γιατί δεν συνεργαστήκατε με τη Λυρική έως σήμερα;
«Απλώς δεν είχα ποτέ κάποια πρόταση. Τραγούδησα σε ολόκληρο τον κόσμο και φυσικά στο Μέγαρο. Πρέπει να πω ότι αν δεν υπήρχε ο Χρήστος Λαμπράκης, αυτός ο σπουδαίος άνθρωπος, ο ευπατρίδης, δεν θα είχα τραγουδήσει στην Ελλάδα ποτέ. Πριν από πολλά χρόνια, έκανα μια «Κάρμεν» στο Ηρώδειο, σε σκηνοθεσία Ζαν Πιερ Πονέλ, με την Οπερα της Ζυρίχης, αλλά το δικό μου το συμβόλαιο ήταν με το συγκεκριμένο θέατρο, δεν με κάλεσε κάποιος από την Ελλάδα. Να μην παρεξηγηθώ όμως: δεν ανήκω στους πικραμένους. Ανήκω στους δοξασμένους και στους χορτασμένους».

Τώρα η συνεργασία πώς προέκυψε;
«Ηταν μάλλον συμπτωματική. Ηρθε ο καλλιτεχνικός διευθυντής του θεάτρου, ο κ. Κουμεντάκης, και μου το πρότεινε. Αρχικά ήμουν επιφυλακτική. Επέμεινε όμως, βρέθηκα κι εγώ σε μια στιγμή έντονου συναισθηματισμού και το δέχτηκα».

Την πορεία της Λυρικής την παρακολουθείτε;
«Από αυτά που έχω πληροφορηθεί τα τελευταία χρόνια, η Λυρική έχει γνωρίσει πολύ μεγάλες επιτυχίες. Ανεβάζουν εξαιρετικές παραστάσεις, παίζουν σε γεμάτο θέατρο, ακολουθούν εξωστρεφή πορεία με δρώμενα στον δρόμο κ.λπ. Το βρίσκω εξαιρετικό αυτό γιατί στη μουσική έχουμε ανάγκη τους πάντες, ακόμη και τα μικρά παιδιά. Συχνά κάνουμε ένα λάθος. Δεν χρειάζεται να ξέρουμε, να είμαστε ειδικοί. Η μουσική είναι χαρά, ευλογία, σε εξελίσσει ως άνθρωπο, σε πάει παραπέρα. Οσο για εμάς, δεν τραγουδούμε για τους 20, 30 ή 50 ανθρώπους που μπορεί να ξέρουν ότι το φα δίεση, για παράδειγμα, δεν ήταν στη σωστή θέση. Τραγουδούμε για να βοηθήσουμε τους ανθρώπους να ξεχαστούν, να αφήσουν για λίγο στην άκρη τα προβλήματα, να ξεφύγουν από την καθημερινότητά τους. Ας μην ξεχνάμε ότι έχουν διαθέσει χρόνο και χρήμα».

Να μιλήσουμε λίγο για την Κλυταιμνήστρα;
«Είναι δύσκολος ρόλος, περίεργος. Από την άλλη πλευρά, είναι διαμάντι πραγματικό. Χαίρομαι πολύ που η Λυρική τολμά να ανεβάσει την «Ηλέκτρα» και εύχομαι να έχουν τεράστια επιτυχία και να γίνει το έναυσμα ώστε να κάνουν θαυμάσια πράγματα στο νέο τους σπίτι. Οσο για εμένα, είναι τιμή και χαρά μου να λάβω μέρος. Είναι πραγματικό στοίχημα για το θέατρο και μάλιστα στη συγκεκριμένη συγκυρία για τη χώρα μας. Εχω πει ότι το ταξίδι είναι αυτό που έχει τη γοητεία αλλά σίγουρα θέλουμε να έχουμε και καλό αποτέλεσμα».
Ποια ήταν η πρώτη σας επαφή με τον ρόλο;
«Στην αρχή, δεν ήθελα να τον κάνω, είχα ορισμένους ενδοιασμούς. Πρωτοτραγούδησα Κλυταιμνήστρα στο Τόκιο με τον Σέιτζι Οζάουα, ο οποίος προσπαθούσε ένα-δυο χρόνια να με πείσει. Πρέπει να πω ότι και πάλι συνέβαλε ο Λαμπράκης: μου άνοιξε έναν άλλον δρόμο, μια άλλη κατεύθυνση σκέψης. Η Κλυταιμνήστρα είναι μια νέα γυναίκα, βασίλισσα, έχει ακόμη ερωτική ζωή, δυο κόρες. Δεν χρειάζεται, νομίζω, να πω περισσότερα για την «Ηλέκτρα» στην Ελλάδα».
Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση στην Κλυταιμνήστρα;
«Αυτός ο ρόλος είναι σαν να μη μαθαίνεται ποτέ. Για να τραγουδήσεις την «Καβαλερία» ή την «Ιταλιάνα», ας πούμε, πρέπει να είσαι σε καλή φωνητική φόρμα. Εδώ δεν είναι αρκετή αυτή η συνθήκη. Η δομή του είναι πολύ δύσκολη, κάθε φορά καλείσαι να αρχίσεις από την αρχή. Είσαι, δε, και ολομόναχη. Αν συμβεί κάτι, δεν έχεις τη δυνατότητα να το διορθώσεις και δεν μπορεί να σε βοηθήσει και κανένας. Το κείμενο είναι πολύ δύσκολο… εγώ που μιλάω γερμανικά και όχι απλώς μιλάω, αλλά και σκέπτομαι σε αυτή τη γλώσσα, ενδιάμεσα μπορεί να ξεχαστώ και να βάλω κι άλλες λέξεις. Θα ταίριαζαν, δεν λέω, αλλά δεν θα ήταν το λιμπρέτο του Χόφμανσταλ».

Πώς τον προσεγγίζετε λοιπόν;
«Λειτουργώ με σεβασμό, ευθύνη και φόβο. Οχι με την έννοια του πανικού, αλλά εν προκειμένω δεν μπορείς να πεις «ωραία, πάω στο θέατρο, είναι καλά η φωνή μου, το σώμα μου, η ψυχολογική μου διάθεση, οπότε είμαι εντάξει, ασφαλής, βάζω το κοστούμι μου και λέω την Κλυταιμνήστρα». Στην πραγματικότητα δεν έκανα κανέναν ρόλο έτσι».

Αλλά;
«Εχω πει και παλαιότερα ότι ο φόβος μου είναι να βολέψω τη μοναξιά μου επάνω στη σκηνή. Ισως όλο αυτό είναι ευθύνη, επαναλαμβάνω, και ταυτόχρονα γνώση και σεβασμός. Απέναντι στο θέατρο που μου ανέθεσε μια δουλειά, απέναντι στη μουσική η οποία στην πραγματικότητα δεν είναι μόνο μουσική, πρέπει μέσω αυτής να δημιουργήσω μια προσωπικότητα και, φυσικά, απέναντι στο κοινό με το οποίο είχα πάντα μια επαφή σχεδόν ερωτική. Ισως γι’ αυτό έκανα και άλλους ρόλους. Τραγούδησα την «Κάρμεν» 400 φορές ανά τον κόσμο. Ε, για πόσο ακόμη; Δεν ήθελα να πλήξει ο θεατής».

Τελικά την αγαπήσατε την Κλυταιμνήστρα…
«Πράγματι, το τόλμησα και στο τέλος μου άρεσε. Μετά το Τόκιο την τραγούδησα στη Βιέννη, στο Αμβούργο, στο Βερολίνο, στο Μόναχο, στη Φλωρεντία και, φυσικά, στην Αθήνα, στο Μέγαρο Μουσικής πριν από μερικά χρόνια. Ωστόσο, κάθε φορά που ανεβαίνω στη σκηνή είναι σαν την πρώτη φορά. Δεν μπορείς να πεις «είμαι σπουδαία, είμαι μεγάλη…». Μπορεί να έχεις μια μικρή πλατφόρμα συμπάθειας αλλά όταν ανοίγει η αυλαία, το δευτερόλεπτο εκείνο δεν είναι πάντα μια πρώτη φορά;».

Νιώθετε διαφορετικά όταν τραγουδάτε στην Ελλάδα;
«Αναμφίβολα αισθάνομαι έντονη συναισθηματική φόρτιση. Λατρεύω την πατρίδα μου… Είναι φοβερό αυτό που συμβαίνει τα τελευταία χρόνια, αλλά αυτή η χώρα δεν παύει να είναι ευλογημένη. Χαίρομαι πραγματικά όταν βλέπω Ελληνες να διαπρέπουν στο εξωτερικό. Με κάνει υπερήφανη εάν στην Ελβετία έχουμε σπουδαίους γιατρούς, εάν έχουμε νέους ανθρώπους που παίρνουν βραβεία στα μαθηματικά αλλά και όταν βλέπω μουσικούς να κάνουν σπουδαία καριέρα».

Την περίφημη αυτή φράση «ο πολιτισμός είναι η βαριά βιομηχανία της χώρας», που ακούμε συχνά και δη από πολιτικούς, τη βλέπετε να υλοποιείται στην πράξη;
«Δεν καταλάβαμε πως ο πολιτισμός είναι όχι μόνο η βαριά βιομηχανία αλλά και το παράθυρο στον κόσμο. Δεν μπορούμε όμως να κολλήσουμε στο παρελθόν, πρέπει να προχωρήσουμε. Είναι θέμα οικονομικών δυνατοτήτων; Δεν ξέρω. Θεωρώ πως περισσότερο είναι ζήτημα οράματος, και παιδείας. Είμαι τυχερή γιατί είχα την τύχη να βρεθώ κοντά σε σπουδαίους ανθρώπους, πραγματικούς οραματιστές, τραγούδησα σε όλον τον κόσμο. Ομως, δεν δαφνοστεφανώθηκα ποτέ. Παρέμεινα μαθήτρια».

Δεν θελήσατε να διδάξετε;
«Μου έχουν κάνει πολλές προτάσεις να δώσω masterclass ανά τον κόσμο και τις έχω απορρίψει. Το να είσαι παιδαγωγός είναι μια άλλη δουλειά. Υπάρχουν κάποιοι γενικοί κανόνες στο τραγούδι και προσωπικά βρήκα μια φόρμουλα για εμένα. Κάποτε πέτυχε, κάποτε άλλοτε ίσως όχι. Τόλμησα πολλά πράγματα επάνω στη σκηνή, πέρασα εξαιρετικά. Κάθε άνθρωπος, όμως, είναι διαφορετικός. Εχει τύχει να παρακολουθήσω κάποια masterclass στην τηλεόραση και νιώθω ότι υπάρχουν φορές που ορισμένοι, χωρίς να θέλω να προσβάλλω κανέναν, προσπαθούν να επαναλάβουν τη δική τους καριέρα μέσα από αυτή τη διαδικασία. Εμένα αυτό δεν με νοιάζει. Με ενδιαφέρουν άλλα πράγματα».
Οπως;
«Να κοιτάζω αγνάντια, να κολυμπάω, να έχουν υγεία η οικογένειά μου και οι φίλοι μου, να ακούω ότι δεν υπάρχουν παιδιά που πηγαίνουν στο σχολείο και δεν έχουν να φάνε πρωινό. Νιώθω απέραντη χαρά όταν προς το φθινόπωρο βρεθώ σε ένα χωράφι όπου βγαίνουν τα πρώτα κυκλάμινα. Οταν πρωτοπάω στη θάλασσα, κάνω τον σταυρό μου και λέω «Θεέ μου, άφησέ με να ζήσω και του χρόνου…». Και δεν το λέω με πεσιμιστική διάθεση, ο θάνατος δεν είναι πάντα θέμα ηλικίας».
Σήμερα, άραγε, υπάρχουν πολλοί καλοί νέοι τραγουδιστές της όπερας;
«Σίγουρα υπάρχουν. Αυτό που θεωρώ εγώ σημαντικό είναι να ξέρεις μέχρι πού φτάνουν οι δυνάμεις σου. Να αποφασίσεις εάν θέλεις να τραγουδήσεις για πέντε ή για 25 χρόνια. Το ένστικτο θα σε οδηγήσει. Το να ανέβεις στη σκηνή, εκτός από αθλητισμός, είναι και μεγάλο πανηγύρι. Αυτή η δουλειά έχει χαρές και πίκρες, απαιτεί προσπάθειες. Το θέμα της διάρκειας, όμως, είναι μια πολύ σημαντική απόφαση που πρέπει να πάρει κανείς. Είναι θέμα προσωπικής αντίληψης, χαρακτήρα, ενστίκτου. Εγώ έκανα πάντα τρία βήματα μπροστά και δύο πίσω για να ανασυγκροτηθώ και να δω πώς θα προχωρήσω».
Νιώσατε ποτέ ότι κάνατε θυσίες για την καριέρα;
«Οχι. Εγώ δεν έσωσα ζωές. Πήρα πάμπολλα δώρα και αν κατάφερα να δώσω χαρά σε άλλους ανθρώπους, αυτό ήταν ένα μεγάλο δώρο για εμένα».
Απολογισμούς κάνετε;
«Οταν μπαίνω σε αυτή τη διαδικασία καταλήγω ότι, για ό,τι αρνητικό μου συνέβη, εγώ έφταιγα. Δεν ρίχνω καθόλου εύκολα την μπάλα σε άλλο γήπεδο».
Σοκ από το εκλογικόαποτέλεσμα στη Γερμανία
Η Αγνή Μπάλτσα αισθάνεται ότι έζησε 100 ζωές. «Αν ήμουν τώρα νεότερη και κάναμε αυτή τη συζήτηση θα ήταν πιο εύκολη» λέει. «Θα σας έλεγα: κάνω αυτή την πρεμιέρα, θα γράψω αυτόν τον δίσκο, θα τραγουδήσω με τον Αμπάντο και θα ζηλέψει ο Κάραγιαν… Γιατί ζήλευε, ναι. Ελεγε ότι πάμε και κάνουμε άλλα πράγματα και μετά πρέπει αυτός να τα μαζεύει». Μιλάει για τους θρύλους του πόντιουμ με τους οποίους έχει κατά καιρούς συνεργαστεί: τον Καρλ Μπεμ, τον Μπερνστάιν, τον Κόλιν Ντέιβις, τον Γκέοργκ Σόλτι, τον Ρικάρντο Μούτι. Και όχι μόνο: συνεργάστηκε με όλες τις δισκογραφικές εταιρείες, με τους κορυφαίους λυρικούς τραγουδιστές αλλά και σκηνοθέτες. «Αυτή τη στιγμή αισθάνομαι ότι δεν έχω τι να πω, ούτε μ΄ αρέσει να μιλάω γιατί βρισκόμαστε σε μια εποχή που με απασχολεί το εμείς. Οχι τόσο το εμείς στην Ελλάδα αλλά το εμείς ανά τον κόσμο».
Ξεκαθαρίζει ότι δεν θέλει να μπει σε πολιτικές συζητήσεις. Μιλάει μόνο με το ένστικτο του ενεργού πολίτη. «Αισθάνομαι αποστροφή για τον Τραμπ. Και μη μου πείτε ότι ψηφίστηκε. Εχω πει στο παρελθόν ότι οι λαοί αυτοφωτογραφίζονται». Δηλώνει σοκαρισμένη από το αποτέλεσμα των πρόσφατων γερμανικών εκλογών. «Θέλω να πιστεύω ότι η Γερμανία είναι μια τόσο δυνατή χώρα ώστε δεν θα συμβεί αυτό που όλοι φοβόμαστε. Ωστόσο, θεωρώ πως αυτό που συνέβη κηλιδώνει όλο το πολιτικό σύστημα. Συχνά δίνουμε απλοϊκές εξηγήσεις, μιλάμε για ψήφο διαμαρτυρίας. Κάποια στιγμή, όμως, θα πρέπει και οι πολιτικοί να σκεφτούν τι έκαναν λάθος και συνέβη αυτό που δεν έπρεπε. Ας αναλογιστούμε: δεν έχουν περάσει αιώνες από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πόσα χρόνια πέρασαν, άραγε, από τότε που κάναμε συναυλίες σε εμβληματικές πλατείες, μπροστά σε 60.000 ανθρώπους και το μήνυμα ήταν «Ποτέ πια»; Είναι ντροπή αυτό που έγινε…».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ