Στις 31 Οκτωβρίου 1517 ο αυγουστινιανός μοναχός Μαρτίνος Λούθηρος ανάρτησε στη θύρα του ναού του φρουρίου της Βιτεμβέργης τις 95 Θέσεις με τις οποίες διατύπωσε την αντίθεσή του προς την πώληση από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία των «αφέσεων», των συγχωροχαρτιών, με την αγορά των οποίων οι πιστοί είχαν την ελπίδα ότι θα εξαγόραζαν τις αμαρτίες τους και θα εξασφάλιζαν τη σωτηρία των ψυχών τους.
Ο Μαρτίνος Λούθηρος (1483-1546) δεν ήταν ένας τυχαίος μοναχός. Αν και ταπεινής καταγωγής, είχε σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο της Ερφούρτης και αφού δέχθηκε μια εμπειρία θρησκευτικής αποκάλυψης έγινε μοναχός στο Τάγμα των Αυγουστινιανών. Αργότερα έγινε διδάκτωρ και καθηγητής της Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βιτεμβέργης. Δίδαξε κυρίως κείμενα της Αγίας Γραφής, τους Ψαλμούς, και τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου προς Ρωμαίους, προς Γαλάτας και προς Εβραίους. Ασκούσε επίσης ποιμαντικά καθήκοντα στην πόλη και διοικητικά στο μοναχικό του Τάγμα των Αυγουστινιανών.
Το αυγουστινιανό πνευματικό υπόβαθρο είναι κρίσιμης σημασίας για την κατανόηση της σκέψης του. Ο ιερός Αυγουστίνος, ένας από τους τέσσερις μεγάλους πατέρες της Δύσεως, τόνιζε στη διδασκαλία του ότι η σωτηρία των ανθρώπων οφείλεται μόνο στη χάρη και στο έλεος του Θεού. Οι άνθρωποι στον κόσμο του Κακού όπου έχουν εκπέσει λόγω του προπατορικού αμαρτήματος δεν μπορούν να κάνουν οι ίδιοι τίποτε για τη σωτηρία τους: μόνο η χάρη του Θεού μπορεί να τους σώσει και ένδειξη της εκδήλωσης της θείας χάριτος είναι η τήρηση του νόμου και του λόγου του Θεού. Οπως λέγει ο Αυγουστίνος, η σωτηρία είναι η ανταπόκριση του ανθρώπου στην πρόσκληση του Θεού.
Οχι στα συγχωροχάρτια
Πάνω σε αυτό το θεολογικό κρηπίδωμα θεμελίωσε ο Λούθηρος την αντίδρασή του κατά των αφέσεων. Η θεία χάρη δεν μπορεί φυσικά να εξαγοραστεί και ως εκ τούτου η πώληση των συγχωροχαρτιών δεν ήταν παρά εξαπάτηση των πιστών και αποπροσανατολισμός τους ως προς την ουσία του ζητήματος της σωτηρίας. Είναι γεγονός ότι την εποχή κατά την οποία εκδηλώθηκε η αντίδραση του Λουθήρου το φαινόμενο της πώλησης των αφέσεων είχε λάβει εκρηκτικές διαστάσεις. Ο Πάπας Λέων Ι’, από την οικογένεια των Μεδίκων της Φλωρεντίας, ο οποίος είχε ανέλθει στον παπικό θρόνο το 1513, αποφάσισε να χρηματοδοτήσει την ανοικοδόμηση του ναού του Αγίου Πέτρου με την πώληση αφέσεων κυρίως στη Γερμανία. Το έργο ανατέθηκε στον δομινικανό μοναχό Johann Tetzel, ο οποίος με φλογερά κηρύγματα μετέβαλε τη χώρα σε προσοδοφόρο αγορά θρησκευτικών ελπίδων. Η γερμανική αγορά των αφέσεων χρηματοδοτούσε συγχρόνως και άλλες εκκλησιαστικές οικονομικές ανάγκες, όπως τη δαπανηρή εξαγορά υψηλών εκκλησιαστικών αξιωμάτων.
Εναντίον της εκμετάλλευσης της πίστης του χριστιανικού λαού στράφηκε ο Λούθηρος. Η χριστιανική του συνείδηση δεν μπορούσε να ανεχθεί την παραπλάνηση ότι η σωτηρία μπορούσε να επιτευχθεί με άλλα μέσα πλην της πίστεως στη χάρη του Θεού: sola fide (μόνο διά της πίστεως) ήταν το δόγμα που έπρεπε να περιφρουρηθεί για να παραμείνει αγνή η χριστιανική θρησκεία. Και την πίστη διδάσκει μόνο ο λόγος του Θεού, η Αγία Γραφή.
Σκοπός του Λουθήρου δεν ήταν να προκαλέσει σκάνδαλο ή χειρότερα να διασπάσει τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Οι αντιδράσεις στις Θέσεις του όμως επέφεραν αυτό το αποτέλεσμα. Αρχικά λυσσαλέα υπήρξε η αντίδραση την κηρύκων και πωλητών των αφέσεων όπως ο Tetzel. Ακολούθησαν όμως και άλλες αντιδράσεις, όπως του αρχιεπισκόπου Albrecht του Mainz, στον οποίο ειδικά ο Λούθηρος με επιστολή του προσπάθησε να εξηγήσει τις απόψεις και τις προθέσεις του. Ο αρχιεπίσκοπος διεβίβασε τα σχετικά κείμενα στη Ρώμη για τελεσίδικη απόφαση. Στο μεταξύ οι εχθροί του κατηγορούσαν τον Λούθηρο ως αιρετικό και εχθρό της Εκκλησίας. Εκείνος, εκδηλώνοντας ένα καθοριστικό γνώρισμα του χαρακτήρα του, παρέμενε ακλόνητος στις απόψεις του.
Η καταδίκη από τον Πάπα
Η καταδίκη από την ύπατη αρχή της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας ήλθε το 1520 με την έκδοση της παπικής βούλας Exsurge Domine, την οποία ο Λούθηρος έκαψε έξω από τις πύλες της Βιτεμβέργης στις 10 Δεκεμβρίου του μοιραίου εκείνου έτους. Το σχίσμα στους κόλπους της Εκκλησίας της Δύσεως είχε συντελεστεί. Οταν τον Απρίλιο του 1521 ο Λούθηρος εμφανίστηκε ενώπιον της δίαιτας ή συνόδου των εκπροσώπων των κρατών της γερμανικής αυτοκρατορίας στην πόλη Wörms για να εξηγήσει τις Θέσεις του, αρνήθηκε να ανακαλέσει οτιδήποτε, καταδικάστηκε ως αιρετικός και κρίθηκε απόβλητος, ενώ τα συγγράμματά του τέθηκαν εκτός νόμου και απαγορεύθηκε η κυκλοφορία τους. Στο σημείο αυτό διαφαίνονται πλέον καθαρά οι πολιτικές συνδηλώσεις της πρωτοβουλίας του Λουθήρου και της δυναμικής θρησκευτικής κίνησης που προέκυψε από αυτήν. Παρά την καταδίκη του από τις εκκλησιαστικές και κρατικές αρχές ο Λούθηρος βρήκε καταφύγιο υπό την προστασία του εκλέκτορα της Σαξονίας Φρειδερίκου του Σοφού. Αυτό τον έσωσε από την πυρά αλλά συγχρόνως κατέστησε φανερή την προδιάθεση των γερμανικών κρατών να επιβεβαιώσουν την ανεξαρτησία τους απέναντι στις υπερκρατικές αρχές της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.
Η αρχική διαμαρτυρία του Λουθήρου για τα κακώς κείμενα στους κόλπους της Εκκλησίας κλιμακώθηκε σε μεταρρυθμιστικό θρησκευτικό και πολιτικό κίνημα που εξέφρασε στην ουσία τα αιτήματα της νεωτερικότητας στην ευρωπαϊκή κοινωνία. Κατά πρώτο λόγο η Μεταρρύθμιση συνδέθηκε και υπηρέτησε τις αξιώσεις των νέων δυναστικών κρατών για απόλυτο έλεγχο επί των επικρατειών τους. Δεύτερον, η Μεταρρύθμιση πρόσθεσε μια ισχυρή κοινωνική διάσταση στην παιδεία του ουμανισμού θέτοντάς τη στην υπηρεσία των πνευματικών αναγκών της ευρύτερης κοινωνίας με τις νέες εκδόσεις της Αγίας Γραφής όπως εκείνες του Εράσμου. Τρίτον, με τη μετάφραση της Αγίας Γραφής στα γερμανικά, που εκπόνησε ο ίδιος ο Λούθηρος (1522) και αργότερα στις άλλες εθνικές γλώσσες, η Μεταρρύθμιση πρόσφερε έναν πρώτο δίαυλο στον παλμό των εθνικών συναισθημάτων που αιώνες αργότερα θα ενέπνεαν τα εθνικά κινήματα στη Γερμανία και σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Η σημαντικότερη επίπτωση της θρησκευτικής διδασκαλίας του Λουθήρου υπήρξε η συμβολή της στην πνευματική θεμελίωση του εξισωτικού ατομικισμού, που αναδύθηκε από την ιδέα του ιερατείου όλων των πιστών και την κατάργηση του διαμεσολαβητικού ρόλου του κλήρου μεταξύ των πιστών και του Θεού. Με τις ιδέες αυτές η Μεταρρύθμιση απέβη πηγή της πολιτικής και ηθικής φιλοσοφίας που κατ’ εξοχήν διερμήνευσε το πνεύμα της νεωτερικότητας.
Ο κ. Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ