«Αυτό που δεν θέλω είναι να επαναλαμβάνομαι ή ακόμη και από πλευράς ύφους να εγκλωβίζομαι σ’ εκείνο που ο κόσμος έχει πει ότι το κάνω καλά». Εύκολα διακρίνει κανείς πίσω από τα παραπάνω, που τα είπε ο Καζούο Ισιγκούρο σε σχετικά πρόσφατη συνέντευξή του, τον στυλίστα συγγραφέα. Το εφετινό Νομπέλ Λογοτεχνίας που του απονεμήθηκε επιβεβαιώνει δύο πράγματα: πως σε κανένα από τα οκτώ μυθιστορήματα που εξέδωσε δεν επαναλαμβάνεται αλλά ταυτοχρόνως ο εξοικειωμένος με το έργο του αναγνώστης δεν δυσκολεύεται να διακρίνει τη μεγάλη σημασία που αποδίδει στο ύφος. Το δικό του είναι απολύτως προσωπικό, κι ας έχει ειπωθεί πως συγγενεύει άλλοτε με την Τζέιν Οστεν, άλλοτε με τον Φραντς Κάφκα και άλλοτε με τον Μαρσέλ Προυστ.
Σε όλο το έργο του Ισιγκούρο, όπως συμβαίνει άλλωστε και με τους περισσότερους συγγραφείς πρώτης γραμμής, η μνήμη και η λήθη παίζουν αποφασιστικό ρόλο. Αυτό που τον διαφοροποιεί σε σχέση με τους πεζογράφους του 19ου αιώνα (λαμβανομένων υπόψη των εξαιρέσεων) και τον καθιστά σύγχρονο είναι το ότι οι ήρωές του δεν δίνουν απολύτως σαφείς απαντήσεις στα ερωτήματα που τους θέτουν οι άλλοι ή τα θέτουν οι ίδιοι στον εαυτό τους. Αυτά παραμένουν στα βάθη της μνήμης, ορίζοντας το παρελθόν που επανέρχεται άλλοτε με ένταση και άλλοτε αποσπασματικά. Στην πραγματικότητα δηλαδή ο μετεωρισμός ανάμεσα στη μνήμη και τη λήθη (και η τελευταία δεν είναι παρά το αρνητικό της μνήμης) κινείται στο μεσοδιάστημα ανάμεσα σε αυτό που υπήρξε και σε αυτό που συμβαίνει.
Δεν είμαστε ίδιοι μέσα στο πέρασμα του χρόνου, αλλά και δεν είναι εύκολο να γίνουμε ό,τι μας ζητούν οι άλλοι. Πολλές φορές μάλιστα δεν ξέρουμε το παρελθόν μας (και άρα δεν ξέρουμε ποιοι είμαστε), όπως συμβαίνει στο Μη μ’ αφήνεις ποτέ. Κι όταν το ανακαλύπτουμε, αυτό έχει οδυνηρές συνέπειες στη ζωή μας. Εδώ τρία παιδιά, η Κάθι, η Ρουθ και ο Τόμι, μένουν σε ένα ειδυλλιακό οικοτροφείο στην αγγλική ύπαιθρο, όπου τους φέρονται σαν να είναι εξαιρετικά προικισμένα άτομα –όμως γιατί; Για ποιον λόγο βρίσκονται εκεί; Χρόνια αργότερα, η 31χρονη πλέον Ρουθ βυθίζεται στον κόσμο της παιδικής ηλικίας, σε σκοτεινά και ανομολόγητα μυστικά, και αυτό θα τη βοηθήσει να αναπροσανατολίσει τη ζωή της και τη σχέση της με τους ανθρώπους, ιδιαίτερα με όσους αγαπά. Η μνήμη λοιπόν μπορεί να λειτουργήσει και ως μορφή όχι μόνον αυτογνωσίας αλλά και επιβίωσης.
Στα Απομεινάρια μιας μέρας, το πιο διάσημο ως τώρα μυθιστόρημά του, που το μετέφερε θαυμάσια στον κινηματογράφο ο Τζέιμς Αϊβορι, ο ήρωάς του Στίβενς, ένας ηλικιωμένος μπάτλερ που υπηρέτησε για χρόνια στο σπίτι κάποιου λόρδου στην εξοχή, αποφασίζει για πρώτη φορά να κάνει διακοπές (ένα εξαήμερο ταξίδι με αυτοκίνητο στη Δυτική Αγγλία). Αλλά το παρελθόν, η σχέση του με την οικονόμο του σπιτιού, τη δεσποινίδα Κέντον, τον στοιχειώνει και επανέρχεται οδυνηρά, ώστε στο τέλος να αναρωτιέται αν όλα όσα συνέβησαν άξιζαν τον κόπο και αν υπήρχε κάποιο νόημα στις ίδιες τις εμπειρίες –και άρα στη ζωή του.
Στο Ενας καλλιτέχνης του ρευστού κόσμου βρισκόμαστε λίγο μετά την παράδοση της Ιαπωνίας το 1945 στον αμερικανικό στρατό. Η χώρα έχει εισέλθει στην περίοδο της ανασυγκρότησης και ένας άλλος κόσμος γεννιέται. Ο ηλικιωμένος ήρωας προσπαθεί να την κατανοήσει, αλλά η Ιαπωνία είναι εκείνη που γνωρίζει, όχι αυτή όπου ζει τώρα. Η νέα γενιά τον κρίνει για το παρελθόν του και τον κατηγορεί για αυτό που υπήρξε. Ο ίδιος όμως δεν μπορεί να γίνει κάτι άλλο. Ζει μέσα σε έναν κόσμο που τον έχει απορρίψει η νέα εποχή –απορρίπτοντας και τον ίδιο.
Η ομίχλη της λησμονιάς
Στο πλέον πρόσφατο μυθιστόρημά του, τον Θαμμένο γίγαντα, ο Ισιγκούρο μας μεταφέρει στην Αγγλία του 6ου μεταχριστιανικού αιώνα, σε κάποιο μυθικό τοπίο όπου δεν μπορείς να ξεχωρίσεις την πραγματικότητα από τον μύθο. Βρισκόμαστε σε μια εποχή θρύλων, λίγο μετά τον θάνατο του βασιλιά Αρθούρου, σε ένα χωριό που το έχει σκεπάσει η ομίχλη της λησμονιάς και όπου οι άνθρωποι θυμούνται ελάχιστα από το παρελθόν τους. Ενα ζευγάρι χωρικών αποφασίζει να σκοτώσει τη δράκαινα Κουέρινγκ, η ομιχλώδης ανάσα της οποίας έχει βυθίσει την περιοχή στη λήθη.
Ομως τι σημαίνει αυτό; Πριν από την περίοδο της αμνησίας είχαμε εκεί μια περίοδο πολέμων ανάμεσα στους Βρετανούς και τους Σάξονες. Η επέλαση της αμνησίας έδωσε τέλος στους πολέμους –αλλά τι νόημα είχε η ζωή που τους διαδέχτηκε; Η απάντηση του Ισιγκούρο είναι απλή –όχι όμως όσο φαίνεται: σε όλα τούτα υπάρχει μόνο μια απάντηση, η αγάπη, όπως τη ζει το ζευγάρι των πρωταγωνιστών, ο Αξλ και η Μπέτρις. Το αίσθημά τους είναι εκείνο που υπερβαίνει την ενοχή, την εκδίκηση, το μίσος και τον πόλεμο.
Οι μυθιστοριογράφοι πρώτης γραμμής, στον αγγλόφωνο κόσμο τουλάχιστον, είναι συνήθως και εξαιρετικοί διηγηματογράφοι. Ο Φόκνερ, ο Χεμινγκγουέι, ο Τζόις, ο Ντ. Χ. Λόρενς είναι κάποια από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα. Σε αυτούς ανήκει και ο Ισιγκούρο με τα πέντε θαυμάσια διηγήματά του, Νυχτερινά, στα οποία πρωταγωνιστούν μουσικοί.
Από την Απω Ανατολή στη Δύση
Ο Ισιγκούρο μετακόμισε με την οικογένειά του από την Ιαπωνία στην Αγγλία όταν ήταν πέντε ετών. Κάποτε είχε πει: «Αν είχα μεγαλώσει στην Ιαπωνία αμφιβάλλω αν θα γινόμουν συγγραφέας». Η Απω Ανατολή όμως δεν απουσιάζει από το έργο του. Απόδειξη το μυθιστόρημά του Ενας καλλιτέχνης του ρευστού κόσμου, όπου το κοινωνικό και πολιτικό ζήτημα αποκτά αισθητικές διαστάσεις, και τη δυτικοποίηση, ας πούμε, της Ιαπωνίας δεν τη βλέπει ούτε ως Ιάπωνας ούτε ως Δυτικός, αλλά σαν μια αλληγορία των μεταβολών που δυσκολευόμαστε να τις αντιληφθούμε. Οι ήρωές του ωστόσο δεν είναι άτομα που δυσκολεύονται να προσαρμοστούν. Είναι αντιπροσωπευτικά εκείνου το οποίο με άλλα λόγια αποκαλούμε «ανθρώπινη συνθήκη», γι’ αυτό και το ερώτημα που αφήνει κάθε βιβλίο του είναι: τι γνωρίζουμε στ’ αλήθεια από τα όσα υποτίθεται ότι γνωρίζουμε; Και επιπλέον: γνωρίζουμε όσα θυμόμαστε; Ποιες είναι οι ζωντανές μας αναμνήσεις;
Η μνήμη χωρίς το αίσθημα παραμένει ατελέσφορη –όταν δεν καταντά τυραννική. Η κουλτούρα, επιπλέον, επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίον αντιμετωπίζουμε το παρελθόν, ενώ σε τελική ανάλυση η μνήμη δεν χειραγωγείται.
Το σκεπτικό της Σουηδικής Ακαδημίας για το εφετινό Νομπέλ Λογοτεχνίας λέει ότι το βραβείο απονέμεται στον Ισιγκούρο «για μυθιστορήματα μεγάλης συναισθηματικής έντασης τα οποία αποκαλύπτουν την άβυσσο που ανοίγεται κάτω από την απατηλή αίσθηση της σύνδεσής μας με τον κόσμο». Αν αυτή η «απατηλή αίσθηση» θεωρήσουμε ότι προκύπτει από τον έξοχο χειρισμό των μεσαίων τόνων και των ψυχικών διαθέσεων που περιγράφει ο Καζούο Ισιγκούρο στα μυθιστορήματά του, τότε το σκεπτικό της επιτροπής –μολονότι ελαφρώς γενικόλογο –είναι ακριβές και επί της ουσίας.
Δεν πρόλαβε σχεδόν να ανακοινωθεί το βραβείο και έσπευσαν κάποιοι να πουν ότι το Νομπέλ Λογοτεχνίας επέστρεψε στην παράδοση, όπως το είχαμε συνηθίσει. Το περυσινό βραβείο στον Μπομπ Ντίλαν αποδείχθηκε, ιδιαίτερα έπειτα και από τη συμπεριφορά του ίδιου του βραβευθέντος, πως δεν ήταν και ό,τι καλύτερο για τον θεσμό. Η ουσία βέβαια είναι ότι εφέτος βραβεύεται ένας πρώτης κατηγορίας συγγραφέας που γράφει όταν έχει να πει –και το λέει με εξαιρετικά γοητευτικό τρόπο.
Tα βιβλία του Καζούο Ισιγκούρο στα ελληνικά
«Ενας καλλιτέχνης του ρευστού κόσμου»
Εκδόσεις Βιβλιοπωλείου της Εστίας
Εκδόσεις Βιβλιοπωλείου της Εστίας
«Τ’ απομεινάρια μιας μέρας»
Εκδόσεις Ψυχογιός
Εκδόσεις Ψυχογιός
«Ο απαρηγόρητος»
Εκδόσεις Καστανιώτη
«Τότε που ήμασταν ορφανοί»
Εκδόσεις Καστανιώτη
«Νυχτερινά»
Εκδόσεις Καστανιώτη
«Μη μ’ αφήσεις ποτέ»
Εκδόσεις Καστανιώτη
«Ο θαμμένος γίγαντας»
Εκδόσεις Ψυχογιός
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ