Η απαγωγή της Κρήτης, η πολύμηνη βασανιστική κράτηση του επιχειρηματία Λεμπιδάκη και οι ανατριχιαστικές λεπτομέρειες που συνόδευσαν την απελευθέρωσή του, πέραν του σοκ που προκάλεσε, πολλά φανέρωσε.
Ιδιαιτέρως όμως έδειξε πόσο εύκολο είναι, κάτω από τις ξεχωριστές συνθήκες της κρίσης, μια ομάδα συμπολιτών μας, που κινούνταν έστω στα όρια της νομιμότητας, να διολισθήσει από τη ζώνη της παραοικονομίας και της ανεκτής από τμήματα της κοινωνίας μας παραβατικότητας στο στυγνό και απόλυτα κυνικό έγκλημα, όπως αυτό της απαγωγής και της αιχμαλωσίας, με σκοπό την εκβίαση των οικείων του για λύτρα.
Κατά την Αστυνομία οι εμπνευστές και εκτελεστές της απαγωγής είναι πρόσωπα που κινούνταν στο χώρο της νυχτερινής διασκέδασης, είχαν ξεχωρίσει για τις διεκδικήσεις κατά των πλειστηριασμών και μπορεί να πει κανείς ότι είχαν διακριθεί στην τοπική κοινωνία ως «μπαταχτσήδες».
Κανείς δεν ισχυρίζεται ότι όσοι οφείλουν στις τράπεζες ρέπουν αναγκαστικά προς το έγκλημα. Η συντριπτική πλειοψηφία των οφειλετών είναι θύματα των ιδιαίτερων οικονομικών συνθηκών και των κακών πιθανώς επιλογών τους στη διαχείριση των οικονομικών υποθέσεών τους.
Ωστόσο, ορισμένοι από τους λεγόμενους «στρατηγικούς» κακοπληρωτές, ιδιαιτέρως εκείνοι που διαθέτουν περιουσιακά στοιχεία, αναγνωρίζονται γενικώς ως έχοντες και κατέχοντες, αλλά συστηματικά αποφεύγουν την ανάληψη των προσωπικών ευθυνών τους και συνάμα παραοικονομούν, θεωρώντας θρασσύτατα εαυτούς άτρωτους,ασύλληπτους και προνομιούχους απέναντι στο νόμο και στους κανόνες της χώρας και της κοινωνίας, συγκεντρώνουν περισσότερες πιθανότητες για το επόμενο βήμα προς την άβυσσο του εγκλήματος.
Με άλλα λόγια δεν είναι αθώες ορισμένες συμπεριφορές. Έχει παρατηρηθεί διεθνώς ότι η εμμονή στη μικρή καθημερινή παραβατικότητα, είναι ικανή να γεννήσει μεγαλύτερα και συνθετότερα εγκλήματα.
Ο λαός μας το έχει αποδώσει απλά, με απολύτως παραστατικό τρόπο: «Άμα κλέψεις ρόδι θα κλέψεις και βόδι» έλεγαν οι γεροντότεροι στα χωριά για να αποτρέψουν ακριβώς αυτή που η ελληνική κοινωνία αντιμετωπίζει ως ανεκτή παραβατικότητα.
Γενικώς ο συνδυασμός παραοικονομίας, φοροδιαφυγής, ημιπαράνομων δραστηριοτήτων και άρνησης υποχρεώσεων που απορρέουν από τη συμμετοχή μας στο οικονομικό μας σύστημα δεν είναι ο καλύτερος. Κοινώς η μη συμμόρφωση μπορεί να αποτελέσει βάση άμβλυνσης των συνειδήσεων.
Γι’ αυτό και για πολλούς άλλους απλούστερους λόγους δεν νοείται ανοχή σε ανάλογες συμπεριφορές.
Ας το γνωρίζουν άπαντες, ιδιαιτέρως όσοι ασκούν πολιτική και είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή των νόμων.
ΤΟ ΒΗΜΑ